επέχω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
(AM ἐπέχω)
επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη
μσν.- νεοελλ.
φρ. «επέχω θέση, τόπο» — έχω ίση αξία, αντικαθιστώ
αρχ.-μσν.
1. κρατώ, βαστώ κάτι
2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.)
3. συγκρατούμαι («ἀλλ' ἐπίσχες» — στάσου)
μσν.
έχω μέσα μου
αρχ.
1. έχω ή κρατώ κάτι κάπου («θρῆνυν τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας» — σκαμνί στο οποίο θα μπορείς να τοποθετήσεις τα πόδια σου, Ομ. Ιλ.)
2. (για έγγραφο) περιέχω, περιλαμβάνω
3. εξαπλώνω («τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», Αριστοτ.)
4. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπέσχε τῇ χειρὶ τὸ στόμα», Πλούτ.)
5. δίνω, προσφέρω («οἶνον ἐπισχών», Ομ. Ιλ.)
6. προσφέρω χρηματικό ποσό
7. αναθέτω ένα έργο σε κάποιον
8. διευθύνω, κατευθύνω («ἄλλῳ δ' ἐπεῑχε τόξα», Ευρ.)
9. προσβλέπω («ὁ δὲ ἐπεῑχεν αὐτοῑς προσδοκῶν τι παρ' αὐτῶν λαβεῖν», ΚΔ)
10. προσέχω («ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ», ΚΔ)
11. αποβλέπω σε κάτι («οἱ ταῑς ἀρχαῑς ἐπέχοντες», Αριστοφ.)
12. υπονοώ
13. έχω στον νου μου, σκοπεύω («τῷ δή τι καὶ ἐπεῑχε ἐλλάμψεσθαι ὁ Λυδός», Ηρόδ.)
14. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («ἀλλήλοις ἐπέχοντες», Ησίοδ.)
15. κατευθύνομαι
16. πλησιάζω
17. φέρομαι εχθρικά σε κάποιον («τί μοι ὧδ' ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;», Ομ. Οδ.)
18. (για στρατό) αντιμετωπίζω τον αντίπαλο παραταγμένος για μάχη
19. αναστέλλω, διακόπτω (ιδίως διαπραγματεύσεις) («ἐπισχεῑν ἐδεῑτό μου τὴν δίαιταν», Δημοσθ.)
20. αναστέλλω πληρωμή
21. εμποδίζω, σταματώ κάποιον (α. «ἐπίσχες τοῦ τόκου», Αριστοφ.
β. «καὶ σε μήτε νὺξ μήθ' ἡμέρα ἐπισχέτω ὥστε ἀνεῑναι», Θουκ.)
22. απρόσ. ἐπέχει
υπάρχει εμπόδιο, κώλυμα
23. μένω σε απόσταση, δεν επιχειρώ («Ἀντίνοος δ' ἔτ' ἐπεῑχε», Ομ. Οδ.)
24. χρονοτριβώ («ἐπίσχες ἕως ἄν σκέψωμαι», Πλάτ.)
25. σταματώ, παύω («τούτου μὲν ἐπέσχεν», Θουκ.)
26. μέσ. ἐπέχομαι
κρατώ επιφυλακτική στάση
27. καταλαμβάνω έκταση, εκτείνομαι («γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.)
28. έχω στην εξουσία μου, καταλαμβάνω («Βοττικὴν καὶ Μακεδονίαν ἅμα ἐπέχων ἔφθειρε», Θουκ.)
29. (για πράγμ.) κατέχω, απασχολώ («τὴν πόλιν ἐπεῑχε κλαυθμός», Πλούτ.)
30. επικρατώ («ἤν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχη», Ηρόδ.)
31. εξακολουθώ, συνεχίζω («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῑχε κρούων», Αριστοφ.)
32. επέρχομαι («ἤν ἥ τε νὺξ ἐπίσχη», Πλούτ.)
33. μέσ. συναντώ
34. φρ. α) «ἐπέχω ἐμαυτόν τινι» — φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον
β) «ἐπέχω τὴν γνώμην τινὶ ή τὴν διάνοιαν ἐπί τινι» — έχω τον νου μου.