δουλεία

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "concr" to "concr")

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλεία Medium diacritics: δουλεία Low diacritics: δουλεία Capitals: ΔΟΥΛΕΙΑ
Transliteration A: douleía Transliteration B: douleia Transliteration C: douleia Beta Code: doulei/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. δουληΐη Anacr.114, Hdt.6.12: also δουλία Pi.P.1.75:—A slavery, bondage, ll. cc., A.Th.253; δουλείας γάγγαμον, ζυγά, Id.Ag.360(anap.), S.Aj.944(lyr.); δ. καὶ ὑπηρεσία Ar.V.602; ἡ τῶν κρεισσόνων δουλείαν imposed by them, Th.1.8; ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δουλείαν Pl.R.469c; applied to the condition of the subject allies of Athens, Th.5.9. II collectively, slaves, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς E.Ba.803; ἢν δὲ ἡ δουλεία ἐπανιστῆται = if the slave-class rise in rebellion, Th.5.23; ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Pl.Lg.776d; τὰς… Εἱλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Arist. Pol.1264a36. III service for hire, μισθὸν δουλείας LXX 3 Ki.5.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Pi.P.1.75; -ίη Sol.24.13; -ηίη Anacr.75.2, Hdt.6.12
A Iabstr.
1 esclavitud
a) como condición social en la que un individuo se convierte en mercancía τοὺς δ' ἐνθάδ' ... δουλίην ... ἔχοντας ... ἐλευθέρους ἔθηκα Sol.l.c., δ. ... διὰ χρήματα ... γίγνοιτο ἄν Pl.Lg.774c, ἐλεύθεροί τε ἔστωσαν καὶ ὁ ἄγων εἰς δουλείαν ἀποτινέτω καθ' ἕκαστον σῶμα χρυσοῦς ἑκατόν en actas de manumisión IBeroeae 45.20, cf. 17 (III a.C.), μὴ καταδουλιξάστω δὲ Ὀνασιφόρον μηδεὶς μηδὲ ἀγαγέτω ἐπὶ δουλείαν IG 9(1).192.11 (II a.C.), cf. Luc.Abd.12, μέχρι δουλείας ἐλθεῖν 1Ep.Clem.4.9, cf. T.Ios.10.3, PMasp.89ue.13 (VI d.C.), τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς δουλίαν ἥρπασαν οἱ δανεισταί Melit.Fr.Pap.77.17, δουλείαν ... ἐκπεφευγέναι Hld.5.2.8, de un niño expósito recogido y criado εἰς δουλείαν SB 7619.6 (I d.C.);
b) impuesta por derecho de conquista a pueblos y países esclavitud, servidumbre ἀμύνων πατρίδος δουληΐην Anacr.l.c., Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας Pi.l.c., μή με δουλείας τυχεῖν A.Th.253, cf. A.360, δουλείας ζυγά S.Ai.944, ἡ μέλλουσα δ. por parte de los persas, Hdt.l.c., cf. Th.1.122, 3.23, ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R.469c, cf. X.An.7.7.32, Isoc.4.85, Neanth.9, αἰσχρὰ καὶ ἐπονείδιστος δ. Plb.11.12.3, τὴν δὲ ἡμετέραν πόλιν πρότερον τε ἐγ δουλείας ῥυσάμενος ἐποίησεν ἐλευθέραν IIasos 4.48 (II a.C.), cf. Ath.Decr.114.8 (IV a.C.), ἐξήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐξ οἴκου δουλείας LXX Le.26.45, cf. Ge.6.6, c. gen. subjet. ἥ τε Ἡρακλεωτῶν δ. la esclavitud impuesta por los heracleotas Pl.Lg.776d;
c) en especulaciones polít.-fil. ἡ ἐν δημοκρατίῃ πενίη τῆς παρὰ τοῖς δυναστῇσι καλεομένης εὐδαιμονίης τοσοῦτον ἐστι αἱρετωτέρη, ὁκόσον ἐλευθερίη δουλείης es preferible la pobreza en democracia al llamado bienestar entre los poderosos, en la misma medida en que la libertad lo es a la esclavitud Democr.B 251, τίς γὰρ ἂν ἕλοιτο δουλείαν ἀντὶ βασιλείας; Gorg.B 11a.14, op. δεσποτεία Pl.Prm.133e, cf. Arist.EN 1133a1, ἡ κατὰ πόλεμον δ. la esclavitud por derecho de guerra considerada justa por algunos, Arist.Pol.1255a23, Περὶ ἐλευθερίας καὶ δουλείας obra de Antisth. en D.L.4.15.
2 esclavitud en sent. fig., como situación de sometimiento, imposición o dependencia a veces consentida δουλείαν χαλεπωτέραν ἢ πρὶν εἴχετε dicho de los aliados de Atenas, Th.5.9, δ. ... καὶ ὑπηρεσία de Filocleón al sistema sin darse cuenta, Ar.V.602, cf. Arr.Epict.4.1.40
c. gen. subjet. imposición, imperio ὑπέμενον τὴν τῶν κρεισσόνων δουλείαν toleraron el imperio de los poderosos Th.1.8, ὑπὸ δουλείαν γενέσθαι νόμου producirse por imposición de la ley Luc.Abd.23
frec. de los que se sometían a Roma en situación de vasallaje I.BI 7.255, considerado preferible a la dependencia de autócratas locales μεταλαβόντες ἀπὸ δουλείας ... ἐλευθερίαν Plb.36.17.13, cf. I.AI 15.387, c. traslado al mundo animal, Aesop.218.1.
3 en especulaciones fil. servidumbre c. valoración moral posit. o neg. δουλεία ἑκούσιος ... ἐστὶν ἡ περὶ τὴν ἀρετήν Pl.Smp.184c, μετρία δὲ ἡ θεῷ δ. Pl.Ep.344e, cf. Origenes Cels.8.8, Thdt.Is.3.64, por sujeción a la ignorancia, las pasiones, etc. X.Ap.4.5.5, Arr.Epict.4.1.9, 19, φαῦλος βίος δουλείας πλήρης Porph.Sent.40, esp. en el ámbito relig. ἐπηλλαγμένος δουλείας, τόλμησον ἀναβλέψας πρὸς τὸν θεόν Arr.Epict.2.16.42, en lit. jud.-crist. δ. ἡ μὲν ψυχῶν, ἡ δὲ σωμάτων δ. Ph.2.447, πνεῦμα δουλείας espíritu de servidumbre negado del cristiano, por ser hijo y heredero de Dios Ep.Rom.8.15, τὸ ὑποπεσεῖν ... τοῖς πάθεσιν ἐσχάτη δ. Clem.Al.Strom.2.23.144, cf. Meth.Porph.1.1, Cyr.H.Catech.1.2.
II concr.
1 servicio prestado, los servicios de una esclava cedidos a una persona de por vida PSI 903.16 (I d.C.), cf. POxy.489.8, 494.15, 496.6 (todos II d.C.).
2 no ref. esclavos prestación de un servicio pactado, incluso remunerado τὴν δουλείαν ἣν δεδούλευκα σοι LXX Ge.30.25, μισθὸν δουλείας σου δώσω σοι LXX 3Re.5.20, ὁμολογῶ τετροφευκέν[αι] σοι τὸ τέταρτον μέρος τῆς δουλίας PGrenf.75.4, cf. 26 (IV d.C.).
III jur. servidumbre, derecho en predio ajeno, Cod.Iust.8.10.12.2b.
B como colect.
1 servidumbre, e.e., conjunto de esclavos de una casa δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς; ¿sirviendo a mis esclavos? E.Ba.803.
2 clase de los esclavos ἢν δὲ ἡ δ. ἐπανιστῆται si la clase de los esclavos se subleva Th.5.23, τὰς ... εἱλωτείας καὶ πενεστείας καὶ δουλείας Arist.Pol.1264a36, v. tb. δούλειος.

German (Pape)

[Seite 660] ἡ, Knechtschaft, Sklavenstand; μή με δουλείας τυχεῖν Aesch. Spt. 235; δουλείας γάγγαμον Ag. 351, wie δουλείας ζυγά Soph. Ai. 924; u. in Prosa. Gegensatz δεσποτεία, Plat. Parm. 135 e; δουλείαν δουλεύειν Conv. 184 b. Auch = Unterwürfigkeit unter einen fremden Staat; ὑπέμενον τὴν τῶν κρειττόνων δουλείαν Thuc. 1, 8, dem nachher ὑπήκοος entspricht. – Als Collectivum, Dienerschaft, Gesinde, Thuc. 5, 23; Arist. Pol. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 esclavage, servitude;
2 soumission ; particul. dépendance des États sujets d'Athènes;
II. collect. les esclaves.
Étymologie: δουλεύω.

Russian (Dvoretsky)

δουλεία: ион. δουληΐη, Pind. δουλία
1 рабство, неволя Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat.: ἡ κατὰ πόλεμον δ. Arst. обращение военнопленных в рабство;
2 рабская зависимость: ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Thuc. зависимость от более сильных;
3 тж. pl. рабы: ἢν δὲ ἡ δ. ἐπανιστῆται Thuc. если рабы поднимут восстание; εἱλωτεῖαι τε καὶ πενεστεῖαι καὶ δουλεῖαι Arst. илоты (у спартанцев), пенесты (у фессалийцев) и рабы (вообще).

Greek (Liddell-Scott)

δουλεία: ἡ, Ἰων. δουληΐη, Ἀνακρ. 115, Ἡρόδ. 6. 12· ἐν Πινδ. II. 1. 147 δουλία χάριν τοῦ μέτρου· (δουλεύω)· ― δουλικὴ κατάστασις, ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Θήβ. 253, Ἀγ. 360· δουλείας ζυγὰ Σοφ. Αἴ. 944· ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Θουκ. 1. 8· ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Πλάτ. 469C· ἡ κατάστασις τῶν πόλεων τῶν ὑποκειμένων τοῖς Ἀθηναίοις, Θουκ. 5. 9· ἴδε δουλόω, καὶ πρβλ. Böckh Staatsh. 2. 148. ― Πρβλ. δουλοσύνη. ΙΙ. περιληπτ., οἱ δοῦλοι, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς Εὐρ. Βάκχ. 803· ἢν… ἡ δ. ἐπανιστῆται, ἂν ἡ τάξις τῶν δούλων ἐγείρῃ ἐπανάστασιν, Θουκ. 5. 23· ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Πλάτ. Νόμ. 776C· τὰς… Εἰλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22.

English (Strong)

from δουλεύω; slavery (ceremonially or figuratively): bondage.

English (Thayer)

(Tdf. δουλια (see Iota)), δουλείας, ἡ, (δουλεύω); slavery, bondage, the condition of a slave: τῆς φθορᾶς, the bondage which consists in decay (Winer's Grammar, § 59,8a., cf. Buttmann, 78 (68)), equivalent to the law, the necessity, of perishing, πνεῦμα δουλείας); the Mosaic system is said to cause δουλεία on account of the grievous burdens its precepts impose upon its adherents: Pindar down.)

Greek Monolingual

και δουλειά, η (AM δουλεία
Μ και δουλειά)
Ι. ο τ. δουλεία (AM δουλεία)
1. η κατάσταση του δούλου, η στέρηση της ελευθερίας
2. η καταπίεση που προέρχεται από κάποιον («η δουλεία του διαβόλου», «η δουλεία της αμαρτίας»)
II. ο τ. δουλειά (AM δουλεία
Μ και δουλειά)
1. εργασία με αμοιβή, επάγγελμα
νεοελλ.
1. εμπορική πράξη, αγοραπωλησία, συναλλαγή
2. επιδιωκόμενος σκοπός («αυτό δεν κάνει για τη δουλειά που το θέλεις»)
3. ενοχλητική και επιζήμια απασχόληση, φασαρία μπελάς («του σκάρωσε μια δουλειά που θα τή θυμάται για πολύ»)
4. κάθε δύσκολη υπόθεση
5. (με κτητ. αντων. ή γεν. προσ.) δικαιοδοσία, αρμοδιότητα («δεν είναι δική σου δουλειά»)
6. φρ. α) «έχω δουλειά» — είμαι απασχολημένος
β) «άνθρωπος της δουλειάς» — εργατικός
γ) «γίνεται δουλειά» — μετά από προσπάθειες παρουσιάζονται ικανοποιητικά αποτελέσματα
δ) έκαμα τη δουλειά» — πέτυχα τον σκοπό μου
ε) «του 'φτιάσε τη δουλειά» — τον εξαπάτησε, τον ζημίωσε
στ) «παστρική δουλειά» — ευσυνείδητη εργασία ή ειρων. κακοήθης
ζ) «δουλειές με φούντες» — περίπλοκες υποθέσεις με κακές συνέπειες
η) «λάσπη η δουλειά μας» — αποτύχαμε στις προσπάθειες μας
θ) «κάνε ή κοίτα τη δουλειά σου» — μην επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις
ι) «τί δουλειά έχεις εδώ;» — τί γυρεύεις εδώ;
9. παροιμ. α) «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» — η υπερβολική εργασία κουράζει
β) «γρήγορος στο χουλιάρι και αργός στη δουλειές» — λαίμαργος και τεμπέλης
γ) «αποβραδίς στο σπίτι σου, τη νύχτα στη δουλειά σου» — ο καλός εργάτης πρέπει να κοιμάται νωρίς και να σηκώνεται χαράματα για δουλειά
δ) «η δουλειά νικά τη φτώχεια» — με τη δουλειά γίνεται κανείς πλούσιος
ε) «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει» — γι' αυτούς που μάταια ή αδέξια ασχολούνται με κάτι
μσν.
1. στρατιωτική υπηρεσία
2. στρατιωτική επιχείρηση
αρχ.
η δουλεία (περιληπτ.)
οι δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δουλεύω
ενδιαφέρουσα είναι στη μεσαιωνική Ελληνική η σημασιολογική εξέλιξη της λ. από τη σημ. «δουλεία» στη σημ. «εργασία», πιθ. από την καταναγκαστική, επαχθή και μη αμειβόμενη εργασία].

Greek Monotonic

δουλεία: ἡ, Ιων. δουληΐη (δουλεύω),
I. υπηρεσία, σκλαβιά, δουλεία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. με περιληπτική σημασία, σκλάβοι, δούλοι, κοινωνική τάξη των δούλων, στο ίδ.

Middle Liddell

δουλεία, ἡ, n δουλεύω
I. servitude, slavery, bondage, Hdt., etc.
II. in collect. sense, the slaves, slave-class, Hdt.

Chinese

原文音譯:doule⋯a 都累阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:(為)奴隸 相當於: (עֶבֶד‎) (עֲבֹדָה‎)
字義溯源:奴役,奴僕,轄制;源自(δουλεύω)=作奴隸);而 (δουλεύω)出自(δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)=奴僕), (δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)出自(δέω)*=捆綁)。當時奴隸制度盛行,奴役沒有自由,是眾人皆知的事。保羅描寫說,聖靈釋放了我們,成為兒子,不再是奴僕;脫離了罪和死敗壞的轄制,得享神兒女的自由( 羅8:2,15,21)
出現次數:總共(5);羅(2);加(2);來(1)
譯字彙編
1) 奴僕的(2) 羅8:15; 加5:1;
2) 奴役(1) 來2:15;
3) 轄制(1) 羅8:21;
4) 奴(1) 加4:24

English (Woodhouse)

(see also: δούλειος) slavery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Albanian: skllavëri; Arabic: عُبُودِيَّة‎; Armenian: ստրկատիրություն, ստրկություն; Asturian: esclavitú; Azerbaijani: quldarlıq; Belarusian: рабства; Bengali: দাসত্ব; Bulgarian: робство; Catalan: esclavitud, esclavatge; Chinese Mandarin: 奴隸制度, 奴隶制度; Czech: otrokářství; Danish: slaveri; Dinka: ɣɔɔc de kɔc; Dutch: slavernij; Esperanto: sklaveco; Estonian: orjus; Faroese: trældómur; Finnish: orjuus; French: esclavage; Galician: escravitude; Georgian: მონათმფლობელობა; German: Sklaverei; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌻𐌺𐌹𐌽𐌰𐍃𐍃𐌿𐍃; Greek: δουλεία; Ancient Greek: ἀνδραποδωδία, ἀτμενία, ἀτμενίη, δουλαγωγία, δουλεία, δούλευμα, δούλευσις, δουληΐη, δουλία, δοῦλον, δουλοποιΐα, δουλοσύνα, δουλοσύνη, δούλωσις, εἱλωτεία, εἴρερος, ἐξανδραπόδισις, τὸ δοῦλον; Haitian Creole: esklavaj; Hebrew: עַבדוּת‎; Hindi: दासप्रथा, बंदगी, ग़ुलामी; Hungarian: rabszolgaság; Icelandic: þrælahald; Italian: schiavitù; Japanese: 奴隷制度; Kazakh: құлдық; Korean: 노예 제도; Kurdish Northern Kurdish: xulamî; Kyrgyz: кулчулук; Lao: ລະບອບຂ້າທາດ; Latin: servitudo; Latvian: verdzība; Lithuanian: vergovė; Macedonian: ропство; Malay: perhambaan; Middle English: thraldom; Mongolian: боолчлол; Norwegian Bokmål: slaveri; Old English: þēowet; Oromo: garbummaa; Pashto: بردګي‎, بندګي‎, غلامي‎; Persian: برده‌داری‎, غلام‌داری‎, بردگی‎, غلامی‎; Plautdietsch: Sklowarie; Polish: niewolnictwo; Portuguese: escravidão, escravatura; Romanian: sclavie, robie; Russian: рабство, неволя; Scottish Gaelic: tràillealachd; Serbo-Croatian Cyrillic: ро̀пство; Roman: ròpstvo; Slovak: otrokárstvo; Slovene: suženjstvo; Spanish: esclavitud; Swahili: utumwa 11; Swedish: slaveri; Tagalog: pagkaalipin; Tajik: ғуломдорӣ, ғуломӣ; Tamil: அடிமை முறை; Tatar: коллык; Telugu: దాస్యము, దాసితనము; Tibetan: བཀོལ་སྤྱོད, བཀོལ་གཅོད; Tocharian B: mañiññe; Turkish: kölelik; Ukrainian: рабство; Urdu: غلامی‎; Uyghur: قۇللۇق‎; Uzbek: qullik, quldorlik; Vietnamese: chế độ nô lệ; Volapük: slaf; Yiddish: שקלאַפֿערײַ