ὀνομαστός
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ὀνομαστή, ὀνομαστόν, in dialects ὀνῠμ- Pi.P.1.38 (as pr. n. of a Delphian, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene)):—
A named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i.e. abominable, Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.Th.148.
II of name or note, famous, Thgn.23, Pi.l.c., Hdt.4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc.: Comp. and Sup., Hdt.6.126,2.178.
2 of things, notable, ὀνομαστὰ πράσσων E.HF509.
German (Pape)
[Seite 349] genannt, zu nennen, οὐκ ὀνομαστός, unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, τέμενος οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu'on peut nommer ou prononcer : οὐκ ὀνομαστός OD dont il ne faut pas parler ou prononcer le nom;
2 renommé, célèbre;
Cp. ὀνομαστότερος, Sp. ὀνομαστότατος.
Étymologie: ὀνομάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομαστός: ион. οὐνομαστός 3
1 (легко) выразимый: οὐκ ὀ. Hom. невыразимый, несказанный, неописуемый;
2 славный, знаменитый, замечательный (τέμενος Her.; ἄνδρες Plat.; μάχη Plut.): ὀνομαστὰ πράττειν Eur. пользоваться славой.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστός: Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, ἄξιος νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ ὀνομαστός, ἀνάξιος νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, δηλ. βδελυκτός, Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων ὄνομα ἐπίσημον ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, ὀνομαστός, ἐπιφανής, περίφημος, Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἔνδοξος πρᾶξις, περιβόητον πρᾶγμα, ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.
English (Autenrieth)
to be named, w. neg., of a name not to be uttered for the illomen it contains. (Od.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, -ή, -όν) ονομάζω
αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνομαστά
ένδοξες πράξεις, κατορθώματα.
Greek Monotonic
ὀνομαστός: Ιων. οὐνομ-, -ή, -όν (ὀνομάζω),·
I. φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ ὀνομαστός, αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. ακατονόμαστος, βδελυρός, Λατ. infandus, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για ξακουστό όνομα ή φήμη, αξιομνημόνευτος, ξακουστός, επιφανής, περίφημος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ὀνομάζω
I. named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i. e. abominable, Lat. infandus, Od.
II. of name or note, notable, famous, Theogn., Hdt., etc.
English (Woodhouse)
celebrated, famous, illustrious
Translations
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀοίδιμος, ἀριδείκετος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, δημολάλητος, διαβόητος, διαπρεπής, διαφανής, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περιθρύλητος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах