βοηθός

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source

Middle Liddell

[shortened form of βοηθόος
assisting, auxiliary, Thuc.; and as Subst. an assistant, Hdt., Plat.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): jón. ép. βοηθόος, βοηθόον Il.13.477; dór. βοᾱθόος B.Epigr.2.3, Pi.N.7.33; lesb. βόαθος SEG 32.1243.24 (Cime I a.C./I d.C.) • Grafía: graf. βοιθός IMEG 14.4 (II a.C.), Ostr.1084.11 (II a.C.)
I 1 cont. bélico que se apresura al grito de combate, que corre en ayuda, defensor ἅρμα Il.17.481
frec. en posición pred. de refuerzo, en apoyo Αἰνείαν ἐπιόντα βοηθοόν Il.13.477, τεθνακότων Βοαθόων = los que han muerto como defensores Pi.l.c., Ἀθηναίων ἐδεήθησαν σφίσι βοηθοὺς γενέσθαι Hdt.6.100, δέκα ναῦς αὐτοῖς ἀπέστειλαν βοηθούς Th.1.45, cf. 50
como subst. ἰδόντες τοὺς βοηθούς Hdt.5.77, βοηθοὶ ... καὶ σύμμαχοι Plb.3.31.5, cf. Th.1.53, Theopomp.Hist.232.
2 gener., de pers. y dioses que ayuda, auxiliador, aliado frec. pred. κυνηγέτην βοηθόν Stesich.1.10A., πατήρ Pl.Phdr.275e, τὸ βοηθοὺς εἶναι τὰς δύο (sc. πόλεις) ἐπὶ τὴν ... πόλιν, τὴν ... νόμοις ἀπειθοῦσαν Pl.Lg.684b, οἱ ... πολιτευόμενοι ... φίλους ... κτῶνται βοηθούς X.Mem.2.1.14, ἐπειδὴ δ' ἐκ Περσῶν β. ἡμῖν ὡρμήθης X.Cyr.5.1.25, Σπάρτα κἄμ' ἐδέδεκτο βοηθόον Epigr.Adesp.SHell.971.3, βοηθὸν αὐτοῦ γενέσθαι POxy.743.20 (I a.C.), cf. D.23.12, Isoc.9.24, Arist.Pol.1305b38, CEG 557 (Ática IV a.C.), IMEG l.c., Λεγ(ιῶνος) αʹ] Βοηθοῦ = Legio I Adiutrix, IEphesos 680.11 (II d.C.)
de divinidades, héroes y asimilados en cont. de súplica auxiliador, protector ref. al Céfiro, B.l.c., de Ártemis, Call.Dian.22, 153, cf. Del.27, de Baco AP 5.93 (Rufin), βοηθὸν ἕξεις μετὰ Τύχης τὸν Πύθιον Orác. en TAM 2(3).947.5.2 (Olimpo, imper.), de Cristo, Iust.Phil.Dial.30.3, c. dat. θνητοῖσι βοηθόοι = auxiliadores de los mortales de los Dióscuros, Theoc.22.23, cf. Nonn.D.27.292, β. ἐμοί de Dios, LXX Ps.117.6, cf. Ex.15.2, c. gen. ἕλκεος ὑμετέροιο β. = socorredor de tu herida del centauro Quirón, Nonn.D.35.60, cf. 4.339, 30.73, Κύριε βοηθέ μου LXX Ps.18.15, cf. 58.18, τῆς ἀσθενείας ἡμῶν 1Ep.Clem.36.1, ζώων Nonn.Par.Eu.Io.6.57, νίκης Amph.Seleuc.160, c. ἐκ y gen. βοηθὸς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἔσῃ = serás defensor contra los enemigos LXX De.33.7
como subst. auxiliador, ayuda βοηθοὺς ἑαυτῷ ζητεῖν D.3.9, cf. Hierocl.Facet.52, ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ' αὐτόν LXX Ge.2.18, cf. To.8.6, οὐκέτ' ἂν ... ἔλθοιεν βοηθοί D.P.Au.1.22
c. gen. obj. defensor τοῦ δήμου Pl.R.566b
c. dat. ὁ τοῖς νόμοις β. = el defensor de las leyes Lys.Fr.5.1
Βοηθοί = Los ayudantes tít. de una comedia de Aristómenes, Sch.Ar.Ach.3.
3 de cosas y abstractos protector, defensor νόμος Pl.Lg.845d, cf. Arist.EN 1138a2, c. dat. οἱ τῷ γήρᾳ βοηθοὶ <νόμοι> D.24.107, ἄσθμα β. = soplo auxiliador de Bóreas, Nonn.D.39.175, cf. 24.17, σοφία Meth.Symp.10.1, δός μοι κεστὸν ἱμάντα βοηθόν = dame tu ceñidor bordado como protector Nonn.D.31.280, cf. 8.163.
II admin. asistente, auxiliar en Egipto como funcionario subalterno en algún organismo o magistratura estatal τῆς ἐπιτροπῆς BGU 1047.3.11 (II d.C.), τοῦ στρατηγοῦ POxy.1469.10 (III d.C.), σιτολόγων PGrenf.2.63.1, 9 (II d.C.) en BL 1.189, cf. POxy.1539.10 (II d.C.), τοῦ πολιτευομένου PMich.624.3 (VI d.C.), τοῦ λογιστηρίου PLips.90.2, 5 (biz.), cf. PFlor.165.8 (III d.C.), PN.York 4.15, PLips.97.8.14 (ambos IV d.C.)
β. κώμης = asistente local cargo importante en el Egipto bizantino SB 10810.1 (VI d.C.)
en la administración imper. rom. como equiv. a lat. adiutor de un procurador SEG 26.1486.7 (Chipre II d.C.), IEphesos 852.25 (I/II d.C.), cf. 736 (II d.C.), β. ταβλαρίων = adiutor tabulariorum, IPhrygie 1.4 (II d.C.), cf. IPh.168.4 (II d.C.), IG 10(2).471 B (Tesalónica III d.C.)
en el bajo imperio β. τοῦ μαγίστρου τῶν θείων ὀφφικίων = asistente del jefe de los divinos oficios Euagr.Schol.HE 2.18, en las carreras de carros OAshm.Shelton 139, 155 (biz.)
tb. en el bajo imper. miembro de la βοήθεια tropas auxiliares utilizadas como policía, Marc.Diac.V.Porph.27.

German (Pape)

[Seite 451] όν, = vor., helfend, beistehend, Her. 5. 77; νῆες 5, 97; Thuc. 1, 45; subst., der Helfer, τινί Antiph. 1, 2; Xen. Cyr. 5, 3, 19 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui vient au secours de ; ὁ βοηθός auxiliaire de, défenseur de, τινι.
Étymologie: cf. βοηθόος.

Russian (Dvoretsky)

βοηθός: IIпомощник, заступник, защитник Xen., Arst., Plut., Anth.
идущий или приходящий на помощь (νῆες Her. и ναῦς Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηθός -όν βοηθέω helpend; subst. helper, assistent.

Greek Monotonic

βοηθός: -όν, συντετμ. τύπος του βοη-θόος, βοηθητικός, ενισχυτικός, επικουρικός, σε Θουκ.· και ως ουσ., βοηθός, αρωγός, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Greek Monolingual

ο, η (AM βοηθός)
εκείνος που προσφέρει βοήθεια, αρωγός
μσν.- νεοελλ.
προστάτης
νεοελλ.
1. ο συνεργάτης ο συμπαραστάτης
2. ο εργαζόμενος υπό την εποπτεία ή διεύθυνση προϊσταμένου
3. ο μαθητευόμενος σε κάποια τέχνη
4. τίτλος επιστήμονα που εργάζεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή ερευνητικό κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηθώ με υποχωρητικό σχηματισμό ή βοηθός < βοηθοFος (βoFāθoF) με συναίρεση].

English (Woodhouse)

helper

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

English (Abbott-Smith)

βοηθός, -ον (v.s. βοηθέω), [in LXX chiefly for עזר;]
1.(poët. -όος), hasting to the war-cry (Hom.).
2.helping, auxiliary; as subst. (Hdt.), a helper: He 13:6 (LXX).†

English (Strong)

from βοή and theo (to run); a succorer: helper.

English (Thayer)

βοηθόν, helping (νεης, Herodotus 5,97; στήριγμα, Herodotus down) a helper: Sept.).

Chinese

原文音譯:bohqÒj 波誒-拖士
詞類次數:形容詞 名詞(1)
原文字根:懇求(者)
字義溯源:援助者,幫助;由(βοή)=大喊)與(Θευδᾶς)X*=跑,進行)組成,而 (βοή)出自 (βοάω)*=喊叫。
同義字:1) (βοηθός)援助者 2) (διάκονος)侍者 3) (θεράπων)僕人 4) (λειτουργός)公僕 5) (συνεργός)同工 6) (ὑπηρέτης)差役
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 是幫助(1) 來13:6

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού τρέχει πρός τή βοή τῆς μάχης, αὐτός πού βοηθεῖ) καί ποιητ. βοηθόος. Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: βοή + θέω (=τρέχω).
Παράγωγα: βοηθέω -ῶ, βοήθεια, βοήθημα, βοηθητέον, βοηθητικός, ἀβοήθητος.

Léxico de magia

-όν ayudante, defensor de la divinidad κύριε, βασιλεῦ, δυνάστα, βοηθέ señor, rey, dominador, defensor P V 140 φυλακτήριον πρὸς πυρετὸν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ βοηθοῦ amuleto de Jesucristo, el defensor, contra la fiebre SM 28 2 SM 29 12 de un demon δέσποτα Ἥλιε, ... δός μοι τὴν κατεξουσίαν τούτου τοῦ βιοθανάτου πνεύματος, ... ἵν' ἔχω αὐτὸν μετ' ἐμοῦ, τοῦ δεῖνα, βοηθὸν καὶ ἔκδικον soberano Helios, concédeme el poder sobre el espíritu de éste que ha muerto violentamente, para tenerlo conmigo, fulano, como ayudante y vengador P IV 1953

Translations

helper

Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد‎; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ‎, ܥܕܘܪܬܐ‎, ܡܥܕܪܢܐ‎, ܡܥܕܪܢܝܬܐ‎; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר‎; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German German Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی‎; Persian: دستیار‎, آسیستان‎; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى‎; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan