παραχωρέω

From LSJ
Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχωρέω Medium diacritics: παραχωρέω Low diacritics: παραχωρέω Capitals: ΠΑΡΑΧΩΡΕΩ
Transliteration A: parachōréō Transliteration B: parachōreō Transliteration C: parachoreo Beta Code: paraxwre/w

English (LSJ)

Afut. παραχωρήσομαι D.23.105, later παραχωρήσω LXX 2 Ma.8.11:—go aside: rarely in lit. sense, to be displaced, Hp.Loc.Hom.47: mostly, make way, give place, abs., Ar.Ra.767, Ec.633, And.1.26, Pl.Smp. 213b, D.17.1, etc.; τινι for one, X.HG5.4.28, Arr.Epict.4.1.107, etc.
b give way, yield, submit, τινι to one, Pl.Prt.336b; τινί τινος in respect of... ib.c. c. acc. cogn., εἴ τις ταῦτα παραχωρήσειε should concede this, Arist. de An.410b25: c. acc. et dat., π. τῷ νομοθετοῦντι τοιάδε Pl.Lg.959e.
2 π. τινός retire from... ὑμᾶς ἀξιῶ… μὴ παραχωρεῖν τῆς τάξεως D.3.36; ἐκ τῆς πόλεως v.l. in D.H.6.50.
3 step aside out of the way for another, as a mark of respect, ὁδοῦ π. τὸν νεώτερον πρεσβυτέρῳ X.Mem.2.3.16: in full, c. dat. pers. et gen. rei vel loci, ὁ ποταμὸς ἡμῖν παρακεχώρηκε τῆς ὁδοῦ Id.Cyr.7.5.20; π. σοι τοῦ βήματος Aeschin.3.165; τοῖς ἐχθροῖς τῆς ἡμετέρας π. Isoc.6.13; Φιλίππῳ… Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν we have given up Amphipolis to him, D.5.25; τῆς ἐλευθερίας π. Φιλίππῳ Id.18.68; π. τινὶ τῶν αὑτοῦ Id.37.50; οὐ γὰρ ἐπ' εὐνοία γ' ἐμοὶ παρεχώρεις ἐλπίδων Id.18.273; τῇ πόλει παραχωρῶ τῆς τιμωρίας I leave the task of punishment to the state, Id.21.28; π. τισὶ τῆς πολιτείας, τῆς ἀρχῆς, etc., Aeschin.3.5, Plb.4.5.1, etc.
4 concede, π. τινί τι LXX 2 Ma.2.28; τὰ ὡμολογημένα Arr.Epict.1.7.15; π. τινὶ θέσθαι τι allow, permit, Pl. Plt.260e; εἰ δὲ ἐπελάθετο, νῦν παρασχέσθω· ἐγὼ παραχωρῶ (sc. αὐτῷ παρασχέσθαι) Id.Ap.34a; deliver, hand over, σώματα ταλάντου π. LXX 2 Ma.8.11:—Pass., to be permitted or be conceded, Corn.Rh.p.366 H., Plu. 2.787d.
b in Law, give up, surrender a holding, claim or right, PTeb.5.82(ii B.C.), PGrenf.2.33.3 (ii/i B.C.), etc.; δάνειον PSI1.64.15 (i B. C.): c. dat., Arch.Pap.5.390(i A. D.):—Pass., PTeb.30.28 (ii B.C.); also παρακεχωρημένος τὸν Μενάνδρου κλῆρον having had his holding ceded to me, ib.31.16 (ii B.C.); ἀλλότρια δάνεια παραχωρούμενοι OGI669.15 (Egypt, i A.D.).
5 ἐνταῦθα π. comes to this, results in this, Plu.2.365c.
6 flow, of saliva, Orib.Syn.8.9 (v.l. προχωρέω).

German (Pape)

[Seite 509] auf die Seite gehen, bei Seite treten, weichen, Platz machen; absolut, Ar. Eccl. 633 Lys. 1216; παραχωρῆσαι τὸν Σωκράτη ὡς ἐκεῖνον καθίζειν, Plat. Conv. 213 a; Pol. öfter auch von denen, die in die Verbannung gehen, 26, 5, 1. 27, 1, 12; vom Redner, abtreten, Isocr. 7, 77, wie Pol. 28, 4, 9; ταύτης τῆς ἀπολογίας παραχωρησάτω, Aesch. 1, 121; τινί τινος, ὡς χρὴ τοῖς ἐχθροῖς τῆς ἡμετέρας παραχωρῆσαι, Isocr. 6, 13; τινὶ τῆς ὁδοῦ, Xen. Hier. 7, 2. 9; οἷός τε ἦν ἐκείνῳ παραχωρεῖν τῶν τόπων τούτων, Pol. 28, 1, 5, jenem diese Orte abzutreten, zu überlassen; τῇ πόλει τῆς τιμωρίας, Dem. 21, 28; τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας Φιλίππῳ, 18, 68, wie Sp., τῆς ἀρχῆς τινι Hdn. 2, 3, 18; – nachgeben, Plat. Prot. 336 b; erlauben, εἰ δὲ τότε ἐπελάθετο, νῦν παρασχέσθω, ἐγὼ παραχωρῶ, Apol. 34 a; mit folgendem inf., Polit. 260 e; – folgen, gehorchen, τῷ νομοθετοῦντι παραχωρεῖν χρὴ τὰ τοιάδε, Legg. XII, 959 e.

French (Bailly abrégé)

παραχωρῶ :
1 s'éloigner d'un endroit, abs. céder la place ; τινι τῆς ὁδοῦ, ou simpl. τινι XÉN céder le chemin à qqn, se retirer pour laisser passer qqn ; παραχωρεῖν τῆς τάξεως DÉM quitter son poste ; παραχωρεῖν τινι τοῦ βήματος ESCHN ou simpl. τινι céder la tribune à qqn ; fig. se désister de, renoncer à : τινί τινος à qch en faveur de qqn ; τινι τῆς πολιτείας ESCHL abandonner à qqn le gouvernement des affaires;
2 s'en remettre à, déférer à, concéder, céder, obéir : τινι à qqn.
Étymologie: παρά, χωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραχωρέω opzijgaan, wijken; met gen. van(af):; τῆς τάξεως zijn post verlaten Dem. 3.36; met dat. voor:; οἱ... ἰητροὶ θεοίσι παρακεχωρήκασιν de artsen hebben plaatsgemaakt voor goden Hp. Dec. 6; overdr.:; παραχωρεῖ Πρωταγόρᾳ hij erkent zijn meerdere in Protagoras Plat. Prot. 336b; met gen. en dat.:; ὁδοῦ παραχωρῆσαι τὸν νεώτερον πρεσβυτέρῳ dat de jongere voor een oudere man uit de weg gaat Xen. Mem. 2.3.16; ὁ ποταμὸς ἡμῖν παρακεχώρηκε τῆς εἰς τὴν πόλιν ὁδοῦ de rivier is voor ons opzijgegaan, weg van de toegang tot de stad Xen. Cyr. 7.5.20; abs.. παραχωρεῖν ἔδει je had opzij moeten gaan Aristoph. Lys. 1216; ἐγὼ παραχωρῶ ik sta mijn plaats af (op het spreekgestoelte) Plat. Ap. 34a. overdr. afzien, van iets ( gen. ) ten gunste van iem. ( dat. ):; τῆς ἐλευθερίας... παραχωρῆσαι Φιλίππῳ van hun vrijheid afstand te doen ten gunste van Philippus Dem. 18.68; τῇ πόλει παραχωρῶ τῆς τιμωρίας aan de stad laat ik de bestraffing over Dem. 21.28; καὶ νήφων οὐδένι τῶν πρωτείων παραχωρήσειεν ἄν zelfs nuchter zou hij de eerste prijs aan geen ander willen afstaan Luc. 25.55; laten gaan, goedvinden, met AcI:. ὄνομα ἕτερον αὐτοῖς π. θέσθαι τινά het goedvinden dat iemand een andere naam voor ze verzint Plat. Plt. 260e.

Russian (Dvoretsky)

παραχωρέω:
1 давать место, потесниться Plat., Arph.;
2 уступать: π. τινι или π. τινι τῆς ὁδοῦ Xen. уступать кому-л. дорогу;
3 перен. уступать, соглашаться: ἐγὼ παραχωρῶ Plat. я не возражаю;
4 перен. уступать, отдавать (Φιλίππῳ Ἀμφιπόλεως Dem.): π. τινι τῶν ἑαυτοῦ Dem. поступаться чем-л. в пользу кого-л.; π. τινι τῆς πολιτείας Aeschin. предоставлять кому-л. государственные дела;
5 перен. уступать, подчиняться (τῷ νόμῳ Plat.);
6 разрешать, позволять (τινι ποιεῖν τι Plat.);
7 покидать, оставлять (τῆς τάξεως Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

παραχωρέω: μέλλ. -ήσομαι Δημ. 655. 17· ὕστερον -ήσω. Χωρῶ πρὸς τὰ πλάγια, παραμερῶ, ἑπομένως κάμνω τόπον, παραχωρῶ, ἀποσύρομαι, ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 767, Ἐκκλ. 633, Ἀνδοκ. 4. 35, Πλάτ. Συμπ. 213Α, κτλ.· τινι, εἴς τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28, κτλ. β) ὑποχωρῶ, ὑποτάσσομαι, τινι, εἴς τινα, Πλάτ. Πρωτ. 336Β, Δημ. 212. 4· τῷ νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 959Ε· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., εἴ τις ταῦτα παραχωρήσειε, ἄν τις ἤθελεν ὑποχωρήσῃ εἰς ταῦτα, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 17. 2) π. τινος, ἀποχωρῶ, ἀποσύρομαι …, ἀξιῶ ὑμᾶς ... μὴ παραχωρεῖν τῆς τάξεως Δημ. 38. 24· ἐκ τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 6. 50. 3) ἀποσύρομαι κατὰ μέρος, ἀφίνω τὴν ὁδὸν ἀνοικτήν, κάμνω τόπον δι᾿ ἄλλον, πρὸς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, ὁδοῦ π. τὸν νεώτερον πρεσβυτέρῳ Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 16· ― πλῆρες, μετὰ δοτ. προσώπου καὶ γεν. πράγμ. ἢ τόπου, π. τινι τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 20 (πρβλ. παραχωρητέον)· π. τινι τοῦ βήματος Αἰσχίν. 77. 22· παρ. τοῖς ἐχθροῖς τῆς ἡμετέρας Ἰσοκρ. 118D· Φιλίππῳ ... Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν, παρεδώκαμεν εἰς αὐτὸν τὴν Ἀμφ., Δημ. 63. 16· οὕτω, π. τῆς ἐλευθερίας Φιλίππῳ ὁ αὐτ. 247. 24· π. τινι τῶν ἑαυτοῦ ὁ αὐτ. 981. 12· οὐ γὰρ ἐπ᾿ εὐνοίᾳ γ᾿ ἐμοὶ παρεχώρεις ἐλπίδων ὁ αὐτ. 317. 9· τῇ πόλει παραχωρῶ τῆς τιμωρίας, ἀφίνω τὸ ἔργον τῆς τιμωρίας εἰς τὴν πόλιν, ὁ αὐτ. 525. 23· π. τινι τῆς πολιτείας, τῆς ἀρχῆς Αἰσχίν. 54. 21, Πολύβ. 4. 5, 1, κτλ.· π. τινι τοῦ οἷός τε εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 336C. 4) δίδω, παρέχω, π. τινί τι Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 28)· π. τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 7, 15· π. τινι αὐτόθι 4. 1, 107· π. τινι ποιεῖν τι, ἐπιτρέπω, «χαρίζω», Πλάτ. Πολιτ. 260Ε· ― εἰ δὲ ἐπελάθετο νῦν παρασχέσθω· ἐγὼ παραχωρῶ (ἐξυπ. αὐτῷ παρασχέσθαι) ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 34Λ· δίδω, παραδίδω, ἐπὶ πωλήσεως, σώματα ταλάντου π. Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 11). ― Παθ., παραχωροῦμαι, παραδίδομαι, Πλούτ. 2. 787D. 5) ἐνταῦθα παραχωρεῖ, εἰς τοῦτο καταντᾷ, καταλήγει, αὐτόθι 365C.

Greek Monotonic

παραχωρέω: μέλ. -ήσομαι, αργότερα -ήσω,
1. πηγαίνω παράμερα, κάνω χώρο, δίνω τόπο, αποχωρώ, σε Αριστοφ. κ.λπ.· παραχωρέω τινί, υποχωρώ σε, υποκύπτω, υποτάσσω, σε Πλάτ. κ.λπ.· παραχωρέω τινός, αποσύρομαι από, σε Δημ.
2. στέκομαι στην άκρη του δρόμου για κάποιον ως ένδειξη σεβασμού, ὁδοῦ παραχωρέω πρεσβυτέρῳ, σε Ξεν.· παραχωρέω τινι τοῦ βήματος, σε Αισχίν.· τῇ πόλει παραχωρῶ τῆς τιμωρίας, αφήνω το έργο της τιμωρίας στην πόλη, σε Δημ.
3. παραχωρώ ένα πράγμα, με αιτ., σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι later -ήσω
1. to go aside, make room, give place, retire, Ar., etc.: π. τινί to give way, yield, submit, Plat., etc.:— π. τινός to retire from, Dem.
2. to step aside out of the way for another, as a mark of respect, ὁδοῦ π. πρεσβυτέρῳ Xen.; π. τινί τοῦ βήματος Aeschin.; τῇ πόλει παραχωρῶ τῆς τιμωρίας I leave the task of punishment to the state, Dem.
3. to concede a thing, c. acc., Plat.