προσίστημι
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
English (LSJ)
A set against, πρῷραν βιότου πρὸς κῦμα E.Tr.103 (anap.).
2 weigh out to, μοι ὀστοῦν Macho ap.Ath.6.243f.
3 bring together the edges of a wound, Hp.Ulc.10.
4 check, stop, τὸ πνεῦμα Arist. l.c., cf. 864a13.
II mostly Pass. προσίσταμαι, with intr. tenses of Act., stand near to or by, τινι Hdt.1.129.5.51; πύλαις A. Th.126(lyr.), cf.Ar.Ach.683: also c. acc., with a notion of approaching, βωμὸν προσέστην A.Pers.203: with a Prep., π. πρὸς τῷ δικαστηρίῳ Aeschin.1.117: c. dat., πλάνος καρδίᾳ προσίσταται E.Fr.1038: abs., π. ἀκουσόμενος X.Cyr.6.2.13, cf. E.IA23(anap.), Pl.Ly.207b, Men.Pk.61; adhere, c. dat., Archig. ap. Paul.Aeg.4.7.
2 occur, come on, of attacks of pain, etc., ᾗ ἂν ὀδύνη π. Hp.Morb.2.56, cf. Epid.7.96: metaph., κἀμοὶ προσέστη καρδίας κλυδώνιον χολῆς A.Ch.183; προσίσταταί μοι it comes into my head, occurs to me, ὅ σοι προσέστη Pl.Smp. 175d, cf. Tht. 173d: c.acc., ὡς δὲ ἄρα μιν προσστῆναι τοῦτο Hdt.1.86.
3 set oneself against, encounter, π. ὥσπερ ἀθληταὶ πρὸς τοῦτον τὸν λόγον v.l. for περιιστ- in Pl.Phlb. 41b.
b more freq. c. dat., offend, give offence to, τοῖς ἀκούουσιν D.60.14; προσίστανται ὑμῖν αἱ τοιαῦται εἰσαγγελίαι you are sick of them, Hyp.Eux.1, cf. Epicur.Ep.3p.61U.; [πτώσεις] μηκυνόμεναι π. ταῖς ἀκοαῖς offend the ear, D.H.Comp.12, cf. Isoc.2; τοῖς ἀκούουσιν Id.1.8; ἐπαινοῦντες πολλάκις π. Plu.2.629f; π. σοι τὰ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ M.Ant.6.46; of food, go against the stomach, Pl. Com.95, Plu.2.655f (in Hp.Mul.1.11 ὄχλος π. αὐτῇσι (sc. τῇσι γυναιξί) should be read).
German (Pape)
[Seite 766] (s. ἵστημι), hinzu-, hinanstellen, -setzen; μηδὲ προσίστη πρώραν βιότου πρὸς κῦμα, Eur. Troad. 103; – zuwägen, τινί τι, μὴ προσίστα τοῦτό μοι τοὐστοῦν, Macho com. bei Ath. VI, 243 s. – In dem med. u. den intr. tempp. dabei, zur Seite stehen, herantreten, πύλαις ἑβδόμαις προσίστανται, Aesch. Spt. 119; κἀμοὶ προσέστη καρδίας κλυδώνιον, Ch. 181, wie βωμὸν προσέστην, ich trat an den Altar, Pers. 199; προσέσταμεν, Ar. Ach. 653; Her. 1, 129. 5, 51; Plat. Lys. 207 b; auch οὐδὲ ὄναρ πράττειν προσίσταται αὐτοῖς, es fällt ihnen ein, Theaet. 173 d; u. προσιστώμεθα δὴ καθάπερ ἀθληταὶ πρὸς τοῦτον τὸν λόγον, wir wollen uns daran machen, sie angreifen, Phil. 41 b; Her. vrbdt auch προσστῆναί τινα, Einem in den Sinn kommen, 1, 86, wo aber v.l. προστῆναι ist. – Auch Anstoß geben, anstoßen, κἂν ὑπερβάλῃ τῷ λέγειν καλῶς, προσέστη τοῖς ἀκούουσιν, widerstand er, war er den Hörern unangenehm, Dem. 60, 14; D. Hal. 1, 8; προσίσταταί μοι, es widersteht mir, wird mir zum Ekel, M. Anton. 5, 46; vgl. Schäf. D. Hal. C. V. p. 141.
French (Bailly abrégé)
intr. (à l'ao.2 προσέστην, au pf. προσείστηκα, et au Moy. προσίσταμαι, f. προστήσομαι);
A. se tenir ou se placer auprès de, dat. ou πρός τινι ; avec l'acc. impliquant l'idée d'un mouv. antér., venir se placer près de;
B. • impers.
I. se présenter à, s'offrir à, particul. s'offrir à la pensée de, venir à l'esprit de, τινι;
II. en prose ion., avec acc., se tenir contre, d'où
1 s'opposer à;
2 choquer, offenser, τινι.
Étymologie: πρός, ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ίστημι met acc., causat. (praes. act., fut. en aor. act. en med. ) tegenover... stellen, tegen... keren:. προσίστη πρῷραν βιότου πρὸς κῦμα keer de steven van het leven tegen de golven Eur. Tr. 103. intrans. (praes. act. en med., aor. προσέστην, perf. ) zich opstellen bij, bij... gaan staan, verschijnen bij; met dat. of acc..; πύλαις... προσίστανται zij stellen zich op bij de poorten Aeschl. Sept. 126; abs. overdr.. τὸ πρότιμον γλυκὺ μέν, λυπεῖ δὲ προσιστάμενον ambitieus zijn is zoet, maar geeft verdriet als het dichtbij komt Eur. IA 23. (in gedachten) opkomen bij, te binnen schieten bij, met dat. of acc.: ὃ σοι προσέστη wat jou te binnen is geschoten Plat. Smp. 175d; ὡς... μιν προσστῆναι τοῦτο toen hij daaraan dacht Hdt. 1.86.3.
Russian (Dvoretsky)
προσίστημι: (fut. προσστήσω, aor. προσέστησα; к знач. 3-6: aor. 2 προσέστην, pf. προσείστηκα)
1 ставить против, противопоставлять: π. πρῷραν πρὸς κῦμα Eur. ставить нос (судна) против волны, т. е. плыть против течения;
2 задерживать, приостанавливать (τὸ πνεῦμα Arst.);
3 приступать, подходить (τῷ Ἀστυάγεϊ προσστάς Her.; βωμὸν προσέστην Aesch.): προσεστηκότες πρὸς τῷ δικαστηρίῳ Aeschin. собравшиеся у судилища; προσεστὼς ἠκροᾶτο Plat. стоя, он слушал;
4 med. приходить в голову, вспоминаться: ὡς δὲ ἄρα μιν προσστῆναι τοῦτο Her. когда ему вспомнилось это (выражение Солона); οὐδὲ ὄναρ πράττειν προσίσταται αὐτοῖς Plat. им и во сне не приходит в голову делать (подобные вещи);
5 med. подступаться, приниматься: προσιστώμεθα πρὸς τοῦτον τὸν λόγον Plat. подвергнем рассмотрению этот довод;
6 med. неприятно задевать, быть в тягость (τινα Plut.): προσέστη τοῖς ἀκούουσιν Dem. он стал неприятен (своим) слушателям.
Greek Monolingual
και προσιστῶ, -άω, Α ἵστημι
1. φέρνω και στήνω κοντά ή απέναντι («μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸς κῡμα», Ευρ.)
2. ζυγίζω («μὴ προσίστα τοῦτό μοι τοὐστοῦν», Μάχ.)
3. (σχετικά με πληγή) συμπλησιάζω τα άκρα, ενώνω τα χείλη
4. σταματώ
5. προσκολλώμαι
6. (για πόνο) α) προσβάλλω, επέρχομαι
β) καταπιέζω
7. παίρνω εχθρική στάση, τοποθετούμαι εναντίον κάποιου
8. δυσαρεστώ, απαρέσκω («προσίστανται ὑμῖν αἱ τοιαῦται εἰσαγγελίαι», Υπερείδ.)
9. (για τροφή) βλάπτω το στομάχι
10. παθ. προσίσταμαι
α) στέκομαι κοντά («προσέστηκε τῷ Κλεομένει θυγάτηρ», Ηρόδ.)
β) προσεγγίζω, πλησιάζω.
Greek Monotonic
προσίστημι: μέλ. -στήσω,
I. τοποθετώ κοντά, φέρνω κοντά, πρῷραν πρὸς κῦμα, σε Ευρ.
II. 1. Παθ., προσίσταμαι, με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., στέκομαι κοντά ή δίπλα, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. με σημασία προσέγγισης, βωμὸν προσέστην, σε Αισχύλ.· με πρόθ., προσίστημι πρὸς τῷ δικαστηρίῳ, σε Αισχίν.· με γεν., καρδίας προσίσταται, βρίσκεται στη θέση της καρδιάς, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Ξεν. κ.λπ.
2. μεταφ., προσίσταταί μοι, έρχεται στο κεφάλι μου, στο μυαλό μου, ὅ σοι προσέστη, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., ὡς ἄρα μιν προσέστη τοῦτο, σε Ηρόδ.
3. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου, προσβάλλω, τοῖς ἀκούουσιν, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προσίστημι: (μεταγεν. -ιστάω, Ἀριστ. Προβλ. 2. 38, 1), ἵστημι πρός, φέρω πλησίον, πρῷραν πρὸς κῦμα Εὐρ. Τρῳ 102. 2) ζυγίζω καί, μή μοι προσίστα τοῦτο, μή μοι ζυγίσῃς καὶ τοῦτο (δηλ. τὸ σφόδρα ὀστῶδες μέρος τοῦ κρέατος), Μάχων παρ’ Ἀθην. 243F. 3) σταματῶ, ἐμποδίζω, δηλ. αἷμα ῥέον ἐκ τραύματος, Ἱππ. 87311· τὸ πνεῦμα Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. 1. 41, 2. 4) στήνω πρός τι, τὸ σῶμα προσστήσας (ἕτεροι προστήσας) Ἀντιφῶν 121. 30. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. προσίσταμαι, μετὰ τῶν ἀμεταβ. σχηματισμῶν τοῦ ἐνεργ., ἵσταμαι πλησίον τινός, τινι Ἡρόδ. 1. 129., 5. 51· πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 126, πρβλ. Χο. 183, Ἀριστοφ. Ἀχ. 683· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. μετὰ τῆς σημασίας τοῦ προσεγγίζειν, πλησιάζειν, βωμὸν προσέστην Αἰσχύλ. Πέρσ. 203· προσστῆναι τράπεζαν Σοφ. Ἀποσπ. 580· ― μετὰ προθέσεως, πρ. πρὸς τῷ δικαστηρίῳ Αἰσχίν. 16. 34· ― μετὰ γεν., καρδίας προσίσταται (Heimsoeth καρδίαν) Αἰσχύλ. Χο. 183· ― ἀπολ., πρ. ἀκουσόμενος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 13, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 23, Πλάτ. Λῦσ. 207Β. 2) μεταφορ., προσίσταταί μοι, μοὶ ἐπέρχεται, ὅ σοι προσέστη Πλάτ. Συμπ. 175D, πρβλ. Θεαίτ. 173D· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ὡς δὲ ἄρα μιν προσστῆναι τοῦτο Ἡρόδ. 1. 86. 3) τοποθετοῦμαι ἐναντίον τινός, προσιστώμεθα (περιιστώμεθα Ἕρμανν.) ὥσπερ ἀθληταὶ τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φίληβ. 41Β. β) συνηθέστερον μετὰ δοτ., προσβάλλω, ἀπαρέσκω, τοῖς ἀκούουσιν Δημ. 1393. 16· προσίστανται ὑμῖν αἱ τοιαῦται εἰσαγγελίαι, ἔχετε βαρεθῆ τάς..., Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 18· ὁ κόσμος πρ. ταῖς ἀκοαῖς Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 12 (ἔνθα ἴδε Schäf., σ. 140), πρβλ. Πλούτ. 2. 629Ε, κτλ.· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ τοῦ στομάχου ὅταν ἀποστρέφηται τὴν τροφὴν μετ’ ἀηδίας, Ἱππ. 595. 47, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 1· ― ἐπὶ πόνου, καταπιέζω, ᾗ ἂν ὀδύνη πρ. Ἱππ. 481. 35, πρβλ. 1235Α, κτλ.
Middle Liddell
fut. -στήσω
I. to place near, bring near, πρῷραν πρὸς κῦμα Eur.
II. Pass. προσίσταμαι, with aor2 and perf. act., to stand near to or by, c. dat., Hdt., Attic:—c. acc. with a notion of approaching, βωμὸν προσέστην Aesch.:—with a prep., πρ. πρὸς τῷ δικαστηρίῳ Aeschin.:—c. gen., καρδίας προσίσταται is in the region of the heart, Aesch.:—absol., Xen., etc.
2. metaph., προσίσταταί μοι it comes into my head, occurs to me, ὅ σοι προσέστη Plat.; also c. acc., ὡς ἄρα μιν προσέστη τοῦτο Hdt.
3. to set oneself against, to give offence to, τοῖς ἀκούουσιν Dem.