στρῶμα

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρῶμα Medium diacritics: στρῶμα Low diacritics: στρώμα Capitals: ΣΤΡΩΜΑ
Transliteration A: strō̂ma Transliteration B: strōma Transliteration C: stroma Beta Code: strw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (στρώννυμι)

   A anything spread or laid out for lying or sitting upon, mattress, bed, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θανόντι Thgn.1193, cf. PEleph.5.5 (iii B.C.), etc.; used on the funeral bier, IG12(5).593.3 (Ceos, v B.C.), Schwyzer 323 C 29 (Delph., iv B.C.): pl., bedclothes, coverings of a dinner-couch, Ar.Ach.1090, Nu. 37, 1069, al.; of a bird's nest, Arist.HA616a2; σ. πορφυρόβαπτα Pl. Com.208; coupled with ἱμάτια, ἔπιπλα, Lys.32.16; αἴρεσθαι τὰ σ. Ar.Ra.596 (lyr.); σ. ὑποσπᾶν to pull the bed from under one, D.24.197: cf. στρωματεύς 1.    2 horsecloth, horse-trappings, X.Cyr.8.8.19, Antiph.109, cf. Poll.1.183; trappings of an ass, Luc.Asin.38.    II pavement, IG12.313.71, 22.1666B37, 7.4255.6 (Oropus, iv B.C.), Inscr.Délos 502 A 24 (iii B.C.), IG12(8).380 (Thasos), etc.

German (Pape)

[Seite 957] τό, Alles, was hingebreitet und untergelegt wird, um darauf zu liegen oder zu sitzen, Streu, Lager, Decke; Theogn. 1193; bes. Bett- und Tisch-, auch Pferdedecken, Ar. Ach. 1055 Nubb. 37 u. öfter; αἴρεσθαι τὰ στρώματα, Rau. 596, vgl. Xen. Cyr. 5, 2, 19. 6, 2, 30. 8, 8, 19, ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι καὶ μάλα πολλοῖς, Plat. Prot. 315, d; Gorg. 517 d stehen ἱμάτια, στρώματα, ὑποδήματα neben einander; ὑπὸ τῷ αὐτῷ στρώματι κατακείμενος, Lys. 14, 25, l, d.; μηδένα πώποτ' ἐλεῆσαι, ἀλλὰ θύρας ἀφαιρεῖν καὶ στρώμαθ' ὑποσπᾶν, Dem. 24, 197, das Bett unter dem Leibe wegreißen; ähnl. σὰ στρώματά μου πάντα περισπάσαντες Luc. Asin. 38. S. auch Ath. II, 29 (p. 48 ff.). – Weil die Teppiche bunt durchwirkt zu sein pflegten, hießen auch Bücher vermischtes Inhalts στρώματα, wie das noch vorhandene Buch des Clem. Alex. – Die Pfähle unter einer hölzernen Brücke, στρώματα γεφύρας πεπηγότα, Polyaen. 8, 23, 9.

Greek (Liddell-Scott)

στρῶμα: τό, (στρώννυμι) πρᾶγμα, ὕφασμα ἐκτεινόμενον, ἐξαπλωνόμενον, τάπης, ἐφ’ οὗ τις πλαγιάζει ἢ κοιμᾶται, στρωμνή, κοίτη, Λατ. stragulus, vestis stragula, ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θανόντι Θεόγν. 1193· - ἐν τῷ πληθ., τὰ ὑφάσματα τῆς κλίνης, τὰ σκεπάσματα ἀνακλίντρων πρὸς δεῖπνον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1090, Νεφ. 37, 1069, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 48Β κἑξ. (στρωμνὴ εἶναι λέξις τῶν Τραγικῶν)· στρ. πορφυρόβαπτα Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 8· κατακεῖσθαι ὑπὸ στρ. Λυσ. 142. 5· στρ. ἱμάτια, ἔπιπλα ὁ αὐτ. 903. 5· στρ. αἵρεσθοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 596· στρ. ὑποσπᾶάν, σύρω, «τραβῶ» τὰ στρώματα κάτωθέν τινος, Δημ. 762. 4· περισπᾶν Λουκ. Ὄν. 38· πρβλ. στρωματεύς. 2) κάλυμμα, σκέπασμα ἵππου, ἐπίσαγμα, «τσοῦλι», Ξεν. Κύρ. 8. 8, 19, Ἀντιφάν. ἐν «Ἱππεῦσιν» 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 183. ΙΙ. πάτωμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 24, 4957h (Προσθῆκαι). ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὠσαύτως, ὄγκοι ἐφ’ ὧν θεμελιοῦνται ξύλιναι γέφυραι, «παλούκια», Λατ. sublicae, Πολύαιν. 8. 23, 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on étend (lit, couverture, tapis, etc.).
Étymologie: στρώννυμι.

Greek Monolingual

το / στρῶμα, ΝΜΑ
καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή άλλο, και χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, αλλ. στρωμνή, στρωσίδι
νεοελλ.
1. καθετί που στρώνεται και καλύπτει μια επιφάνεια, στιβάδα (α. «στρώμα χιονιού» β. «στρώμα ελαιοχρώματος»)
2. νοητή ζώνη της ατμόσφαιρας, της θάλασσας ή της στερεάς μάζας της Γης
3. γεωλ. στιβάδα ενός ιζηματογενούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκρηξιγενούς πετρώματος που ορίζεται από δύο επίπεδα στρώσης τα οποία προκύπτουν από ορατές αλλαγές στο μέγεθος τών κόκκων και στην υφή τους ή από άλλα χαρακτηριστικά τών πετρωμάτων πάνω και κάτω από αυτά
4. βιολ. α) ημίρρευστη θεμελιώδης ουσία που πληροί το εσωτερικό του μιτοχονδρίου
β) θεμελιώδης ουσία που πληροί το εσωτερικό τών πλαστιδίων
5. ανατ. η συνδετική-αγγειακή υφή ενός ιστού που αποτελεί πλέγμα με σημαντικό μεταβολικό ρόλο στην ανταλλαγή και μεταφορά ουσιών, όπως είναι λ.χ. το στρώμα της ωοθήκης στο οποίο είναι βυθισμένα τα ωοθυλάκια
6. ζωολ. οργανικό δίκτυο του σκελετού τών εχινοδέρμων
7. (μυκητ.) μάζα μυκηλλιακών ινών, τών οποίων η συσσωμάτωση είναι χαλαρή ή προχωρημένη, μάζα πάνω στην οποία μπορούν να παραχθούν οι σποριοφόρες δομές
8. (μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών που έχει, γενικά, μορφή στιβάδας γκρίζου χρώματος, με ομοιόμορφη κορυφή και βάση και με χαρακτηριστικά ομίχλης, η οποία όμως δεν εφάπτεται με την επιφάνεια του εδάφους
9. μτφ. (κοινων.) κοινωνική κατηγορία και, ειδικότερα, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κοινωνίας αποτελούμενο από άτομα της ίδιας ή παρόμοιας κοινωνικής θέσης (α. «μικροαστικά στρώματα» β. «μεσαία στρώματα»)
10. φρ. α) «στρώμα αέρα»
τεχνολ. η αεροστιβαδα στην οποία πραγματοποιείται η στήριξη τών κάθε είδους οχημάτων που κινούνται με αερολίσθηση
β) «οριακό στρώμα»
φυσ. το στρώμα του αέρα που βρίσκεται σε επαφή με την επιφάνεια κινούμενου σώματος στην ατμόσφαιρα
γ) «χαρακτηριστικό στρώμα» ή «καθοδηγητικό στρώμα»
γεωλ. ορίζοντας μιας ακολουθίας πετρωμάτων που διακρίνεται εύκολα από τα φυσικά χαρακτηριστικά του και μπορεί να αναγνωριστεί σε εκτεταμένες οριζόντιες αποστάσεις
δ) «είμαι στο στρώμα»
μτφ. είμαι κλινήρης, ασθενής
ε) «να τά φάει στο στρώμα» — να τά ξοδέψει στους γιατρούς
στ) «αχύρινο στρώμα» — στρωμνή
αρχ.
1. κάλυμμα, ιδίως αλόγου, υπόσαγμα
2. πάτωμα
3. στον πληθ. τὰ στρώματα
α) τα καλύμματα τών ανακλίντρων για το δείπνο
β) όγκοι πάνω στους οποίους θεμελιώνονταν ξύλινες γέφυρες
4. φρ. «στρώματα ὑποσπῶ» — τραβώ τα στρώματα κάτω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. -στρω-μαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τρῶ-μα)].

Greek Monotonic

στρῶμα: -ατος, τό (στρώννυμι),
1. οτιδήποτε εκτείνεται, απλώνεται, στρώνεται προκειμένου κάποιος να ξαπλώσει ή να καθήσει πάνω του, στρωσίδι, στρώμα, κρεβάτι, Λατ. stragulum, vestis stragula, σε Θέογν.· στον πληθ., σκεπάσματα κρεβατιού, υφάσματα που έστρωναν στα ανάκλιντρα όπου έπρεπε να δειπνήσουν, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. σαμάρι αλόγου, επίσαγμα, σε Ξεν.