διαστέλλω
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
A put asunder, expand, separate, συνεσταλμένα δ. Hp. Off.11; τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Arist.IA713a12; τινὰς ξίφει J.BJ5.2.2; δ. τι ταῖς ὄνυξι to tear it open, Plu.Thes.36:—Pass., to be dilated, of the lungs or heart, Arist.Aud.800b2, Gal.2.657, al.; διασταλέντα τὰ ὑγρά being dispersed, Arist.Pr.891a2; διασταλήτω πᾶσα σκοτία let all darkness be dispelled, PMag.Par.1.2472. 2 divide, δίχα Pl.Plt. 265e; distinguish, τοὺς Τρῶας τῶν Δαρδάνων Sch.Il.Oxy.1086.115; τῷ τόνῳ POxy.1012Fr.16.5 (Pass.). b define precisely, τὰ λεγόμενα Pl.Euthd.295d, cf. Arist.Top.134b22, Phld.Rh.1.50S.; intr., ὅρασις διαστέλλουσα distinct vision, LXX 1 Ki.3.1; also, to be distinctive, opp. ἀπόλυτον εἶναι, A.D.Pron.39.1:—Med., δ. περί τινος Arist. Pol.1268b32, Phld.D.3Fr.8: c. acc., Pl.R.535b:—Pass., διεσταλμένος definite, determinate, A.D.Synt.37.7, al. 3 command expressly, give express orders, ῥητῶς ὑπέρ τινος Plb.3.23.5; ἐπιτακτικῶς δ. περί τινων D.S.28.15:—Med., LXXJd.1.19, al., PHal.7.6 (iii B. C.), Ev.Marc.5.43, etc. 4 pronounce, χείλεσι LXXLe.5.4. 5 give orders in writing, UPZ111.6 (ii B.C.):—more freq. in Med., ib.11.23(ii B.C.), al. 6 pay, render, esp. in kind, POxy.88.5 (ii A. D.), al.; make an order for payment, Ostr.1164 (ii/iii A. D.); discharge a vow, LXXLe.22.21. 7 set apart, τινὰ ἑαυτῷ ib.3 Ki.8.53; τὴν ἱερὰν γῆν PRev.Laws36.7 (iii B.C.), cf. PTeb.74.2 (ii B.C.). II intr., differ, πρός τινα Plb.18.47.11.
German (Pape)
[Seite 603] auseinander ziehen, trennen; δίχα δ., Plat. Polit. 265 e; τὸ στόμα, öffnen, Luc.; τόπον τοῖς ὄνυξι, d. i. aufkratzen, Plut. Thes. 36; auch intrans., uneins sein, πρός τινα, Pol. 18, 30, 11; dah. = unterscheiden; vom Setzen der Interpunctionszeichen, Gramm.; bestimmen, LXX. – Med., urtheilen u. genau bestimmen; Plat. Rep. VII, 535 b; Arist. Pol. 2, 8; Pol. 12, 16, 7 u. öfter; ὑπέρ τινος ῥητῶς, 3, 23, 5. – Im N. T. = befehlen; τὸ διαστελλόμενον, der Befehl.
Greek (Liddell-Scott)
διαστέλλω: μέλλ. -στελῶ, χωρίζω, ἐκτείνω, ἀπομακρύνω, ἀποχωρίζω, ξυνεσταλμένα δ. Ἱππ. κατ’ Ἰητρ., 744· τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 15, 7· δ. τι τοῖς ὄνυξι, βιαίως ἀνοίγω, διασπαράττω, Πλούτ. Θησ. 36. - Παθ., φουσκώνω, ἀνοίγομαι, ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριστ. Ἀκουσμ. 7· διασταλέντα τὰ ὑγρά, ἐκταθέντα, μείζονα τὸν ὄγκον γενόμενα, ὁ αὐτ. Προβλ. 9. 14. 2) διακρίνω, ὁρίζω, τὰ λεγόμενα Πλάτ. Εὐθύδ. 295D, πρβλ. Πολιτ. 265Ε, Ἀριστ. Τοπ. 5. 5, 6· οὕτως ἐν τῷ μέσ., δ. περί τινος ὁ αὐτ. Πολ. 2. 8, 17· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, ὁρίζω, ἀποφασίζω, ὡς τὸ διαιρέομαι, Πλάτ. Πολ. 535Β. 3) σαφῶς διατάττω, δίδω ὡρισμένας διαταγὰς καὶ ῥητάς, τινι περί τινος Διόδ. Ἐκκλ. 2. 619. - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ἀμετάβ., διαφωνῶ, εἶμαι διάφορος πρός τινα Πολύβ. 18. 30, 11.
French (Bailly abrégé)
f. διαστελῶ, ao. διέστειλα, pf. διέσταλκα;
Pass. f. διασταλήσομαι, ao.2 διεστάλην;
séparer, écarter : τι τοῖς ὄνυξι PLUT déchirer ou fouiller qch avec ses serres en parl. d’un aigle;
Moy. διαστέλλομαι déterminer, acc..
Étymologie: διά, στέλλω.
Spanish (DGE)
A tr.
I 1separar concr. τὸ δέρμα Hp.Morb.2.18, cf. Arist.HA 549a25, συνεσταλμένα Hp.Off.11, τοὺς ὑμένας Str.6.1.9, (τὴν φάραγγα) τόν τε τῆς ἄνω πόλεως καὶ τὸν κάτω λόφον διαστέλλειν I.BI 5.140, αὐτὸν ... εἰς κακὰ ἐκ πάντων τῶν υἱῶν Ισραηλ LXX De.29.20, cf. Nu.8.14, 3Re.8.53
•apartar, retirar, desviar (τὴν αὐλαίαν) LXX Iu.14.15, τὴν κόμην Luc.Tox.30, τὸ φῶς εἴσω Plu.2.517b, fig. διαστείλας ὥσπερ ἀνθηρὸν παραπέτασμα τὴν δόξαν αὐτῶν Plu.2.471a
•presentar o computar en un registro o asiento separado ἀπογράφειν ... τ[ό] ... πλῆθος τῶν ἀρουρῶν ... διαστέλλοντας τὴν ἱερὰν γῆν PRev.Laws 36.7 (III a.C.), en v. pas. εὗρον ὑπ' Ἀρείου διεσταλμένας ἀπὸ τῆς γῆς τὰς κρατίστας ἀρούρας κα PAmh.40.5 (II a.C.), cf. BGU 552A.1.10, POxy.2119.9 (ambos III d.C.).
2 abrir τὴν σκηνήν Plu.2.182d, τὸ στόμα Luc.Am.53, (τὸν ἀνταγωνιστήν) en sent. sexual, Luc.Asin.9, τοῦ δὲ περιεστῶτος ... στρατοῦ ... τὴν πάροδον διαστέλλοντος Hld.10.23.4, en v. pas. ὑπερῷα ... διεσταλμένα θυρίσιν palacios abiertos con ventanales LXX Ie.22.14, (θώραξ) μόνοις τοῖς μηροῖς ... διαστελλόμενος (una coraza) abierta únicamente a la altura de los muslos Hld.9.15.3.
3 cortar, hendir ἀετοῦ ... τόπον βουνοειδῆ ... διαστέλλοντος τοῖς ὄνυξι Plu.Thes.36, διαστέλλοντα τὰ μὲν τὸν ἀέρα τὰ δὲ τὸ ὑγρόν ref. a aves y peces, Arist.IA 713a12, cf. Plu.2.915a, en v. pas., Plu.2.950b
•trinchar τὸν ἕνα πόδα (τοῦ χοιριδίου) Vit.Aesop.G 42 (cód.)
•despedazar σὲ διαστείλασα γνάφοις AP 7.133 (D.L.).
4 dispersar ἡ σελήνη ... διαστέλλουσα τὰ νέφη Plu.Arat.22, ὁ δὲ ... τοὺς κατὰ πλεῦρον ἀεὶ διαστέλλων y él dispersando sin tregua a los que se le acercaban por el costado I.BI 5.62.
5 dilatar τὰ σώματα op. συστέλλομαι Phlp.Aet.424.21, abs. op. συνθλίβειν Arist.Iuu.472a25
•aumentar τὴν προπέτειαν Serap.Man.39 (p.57).
II 1diferenciar, distinguir ταῦτα ... διαστεῖλαι hacer una distinción entre ellas Str.1.2.31, διαστέλλων τὸν λεγόμενον γόνον Ath.285b, τό τε ὠφέλιμον καὶ τὸ ἐπιζήμιον ... εἶδος Ph.1.320, cf. Clem.Al.Strom.6.10.82, ἣν ἕκαστον ἔχει φύσιν Ph.1.118, γλυκὺ ὕδωρ ἀπὸ πλατέος Ath.41b, cf. 571d, Synes.Ep.66, τοῖς ἐπιθέτοις τὰς χρήσεις Ath.25a, τὸ ἀγαθὸν τοῦ δικαίου Clem.Al.Strom.2.8.39, Τρ[ῶ] ας διέστα<λ>κεν τ(ῶν) Δαρδάνων Sch.Er.Il.2.819 (p.174), τὸ πνεῦμα πρὸς τὸ κατὰ σάρκα Ath.Al.M.26.665C, en v. pas. διασταλέντων τοῦ ‘ἡμῖν’ καὶ τοῦ ‘ἁπλῶς’ Origenes Io.1.34
•gram. τὸ μὲν διαστέλλει uno tiene valor distintivo A.D.Pron.39.1, ὁ γὰρ τόνος διαστέλλει τὸ σημαινόμενον Sch.Ar.Pl.109i, cf. anón. en POxy.1012.16.5
•constr. c. ἀνὰ μέσον: διαστεῖλαι ἀνὰ μέσον τῶν ἁγίων καὶ τῶν βεβήλων distinguir entre lo sacro y lo profano LXX Le.10.10, cf. 11.47, Psalm.Salom.2.34, Ru.1.17
•fig. abs. ὅρασις διαστέλλουσα ref. a la visión profética, LXX 1Re.3.1
•en v. med. mismo sent. τὰς ὁμωνυμίας Str.8.3.6, εὐτελῆ ἀμφιβολίαν Origenes Io.4.21, cf. Eus.PE 11.7.10, c. ac. int. πραγμάτων διαφοράς Ph.1.162, cf. Str.10.3.7, Ammon.Diff.16, abs., Clem.Al.Strom.1.20.99, Paed.1.8.68.
2 cien. dividir ταύτην (φύσιν) ... δίχα Pl.Plt.265e, τὸ μέλος τῷ διαψάλματι Cyr.Al.M.69.725C, en v. pas. τῶν κλιμάτων ἐν παραλληλογράμμῳ σχήματι διαστελλομένων al estar divididos los climas en forma de paralelogramo Posidon.249
•gram. separar con interpunción βελτίον ἐπὶ τὸ ‘δεῦρο’ δ. Sch.Er.Il.1.153a, cf. 2.136-7.
3 precisar, concretar, definir con exactitud, dejar claro τὰ λεγόμενα Pl.Euthd.295d, τὸ τῷ εἴδει Arist.Top.134b22, τὸ πλεοναχὸν τὸ τῆς ῥητορικῆς Phld.Rh.2.93Aur., c. inf. ψυχή, ἡ ἂν ὀμόσῃ διαστέλλουσα τοῖς χείλεσιν κακοποιῆσαι LXX Le.5.4, en v. pas. τὰ διεσταλμένα LXX 2Ma.14.28, cf. Ep.Hebr.12.20, SEG 38.1462.36 (Enoanda II d.C.)
•en v. med. mismo sent. ποῖα δὲ διαστέλλει; Pl.R.535b, πάσας τὰς συμμαχίας Plb.22.9.10, c. περί Arist.Pol.1268b32, Phld.D.3.fr.8.5, Plb.29.12.12, 36.17.1, ὑπὲρ δὲ Σικελίας τἀναντία Plb.3.23.5, cf. 16.28.5
•interpretar τὸν νόμον Plb.12.16.7, τὰς τῶν ἄλλων δόξας Plb.12.25c.3, en v. pas. ταῦτα ... ἐπὶ τῶν ἀρρενικῶν γενέσεων ... διέσταλται Vett.Val.192.32
•fijar τὸν μισθόν LXX Ge.30.28, en v. pas. τινα ... οὐ διεσταλμένην ἔχει τὴν προφοράν algunas (palabras) no tienen una pronunciación fijada A.D.Synt.37.7
•designar, señalar para un fin, LXX Io.20.7.
4 proferir, pronunciar εὐχὰς ... ἃς διέστειλεν τὰ χείλη μου LXX Ps.65.14.
B intr. en v. act. y med.
I 1diferir, discrepar Τίτου δὲ πρὸς τὸ συνέδριον διαστείλαντος Plb.18.47.11.
2 dirigir un requerimiento judicial διέσταλκέν μοι ὡς ἐνεδρεύσαντι ... υἱὸν αὐτοῦ POxy.484.8 (II d.C.)
•tb. en v. med. mismo sent. PRyl.113.14 (II d.C.).
II sobre διά indicando ‘mediación’
1 dar un encargo, encomendar, ordenar c. dat. de pers. αὐτῷ ... περὶ τούτων D.S.28.15
•frec. en v. med. mismo sent., καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων Eu.Marc.8.15, c. inf. o complet. ὑμῖν προνοεῖσθαι, ὅπως ... UPZ 111.6, cf. 11.23 (ambos II a.C.), D.S.11.38, Clem.Al.Strom.5.12.78, PWash.Univ.20.9 (IV d.C.), διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνοῖ τοῦτο les ordenó con insistencia que nadie supiera esto, Eu.Marc.5.43, cf. Eu.Matt.16.20, abs. Epiph.Const.Haer.8.5.4, Cyr.Al.M.69.600D.
2 sólo en v. med. amonestar, advertir τῷ δικαίῳ τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν LXX Ez.3.21.
III gener. v. med.-pas.
1 dilatarse los pulmones, Arist.Aud.800b2, en v. act. αἱ φρένες op. συστέλλειν Gal.2.657.
2 dispersarse, expandirse κατὰ τοῦτον τὸν τόπον διασταλέντα τὰ ὑγρά Arist.Pr.891a2
•dispersarse, disiparse en v. act. διασταλήτω μοι πᾶσα νεφῶν σκοτία PMag.4.2471.
English (Thayer)
to draw asunder, divide, distinguish, dispose, order, (Plato, Polybius, Diodorus, Strabo, Plutarch; often in the Sept.); passive τό διαστελλόμενον, the injunction: διαστέλλομαι); imperfect διεστελλομην; 1st aorist διεστειλαμην; to open oneself, i. e. one's mind, to set forth distinctly, (Aristotle, Polybius); hence, in the N. T. (so to admonish, order, charge: τίνι, ἵνα (cf. Buttmann, 237 (204)), R T Tr WH marginal reading; διεστείλατο πολλά, ἵνα etc. Mark 5:43.
Greek Monolingual
(AM διαστέλλω)
1. χωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο
2. διανοίγω, διευρύνω
3. χωρίζω πρόταση με κόμματα
4. (για σημεία του σώματος) διευρύνω, αναπτύσσω, ανοίγω
5. ογκώνω, φουσκώνω, μεγαλώνω τις διαστάσεις
αρχ.
1. διανοίγω κάτι χωρίζοντας το
2. προσδιορίζω, ορίζω
3. εκλέγω, επιλέγω
4. κηρύσσω, απαγγέλλω
5. διατάζω, παραγγέλω
6. (για ευχή) πραγματοποιώ
7. διαφωνώ.
Greek Monotonic
διαστέλλω: μέλ. -στελῶ,
1. χωρίζω, εκτείνω, απομακρύνω, αποχωρίζω, σε Πλούτ.
2. διαχωρίζω, διακρίνω, διαφοροποιώ, ορίζω, τὰ λεγόμενα, σε Πλάτ.· ομοίως, αποφασίζω, στον ίδ.
3. δίνω ορισμένες και ρητές διαταγές, στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διαστέλλω:
1) разделять, рассекать (τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Arst.);
2) раскрывать, расстегивать (τὸν θώρακα Plut.);
3) разрывать, разгребать (τόπον τοῖς ὄνυξι Plut.);
4) раздвигать (τῇ βακτηρίᾳ τὴν σκηνήν Plut.);
5) расширять, растягивать (μήτε διαστέλλεσθαι, μήτε πιέζεσθαι Arst.);
6) тж. med. лог. расчленять, различать (τῷ εἴδει Arst.);
7) med. логически обсуждать, беседовать (τὰ λεγόμενα Plat.; περί τινος Arst.; ὑπέρ τινος Polyb.);
8) быть в разладе, не соглашаться (πρὸς τὸ συνέδριον Polyb.);
9) отдавать приказание, приказывать (τινὶ περί τινος Diod.; med. τινι NT): τὸ διαστελλόμενον NT указание, заповедь.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στέλλω scheiden, verdelen:; συνεσταλμένα δ. scheiden wat bij elkaar zit Hp. Off. 11; ταύτην... δίχα διαστέλλειν deze soort in tweeën onderverdelen Plat. Plt. 265e; τὴν κόμην een scheiding in het haar aanbrengen Luc. 57.30; uitbr.: τὸ στόμα de mond openen Luc. 49.53; δ. τι τοῖς ὄνυξι iets met zijn klauwen openrijten Plut. Thes. 36.2; ἡ σελήνη... διαστέλλουσα τὰ νέφη de maan die de wolken uit elkaar schoof Plut. Arat. 22.2. onderscheid maken, preciseren:; δ. τὰ λεγόμενα wat gezegd wordt preciseren Plat. Euthyd. 295d; ook med.: μικρὰ περὶ αὐτοῦ διαστείλασθαι hierop nog wat preciezer ingaan Aristot. Pol. 1268b32. bevel geven, ook med.: διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα... hij beval hun met nadruk om... NT Marc. 5.43.
Middle Liddell
fut. -στελῶ
1. to put asunder, tear open, Plut.
2. to distinguish, define, τὰ λεγόμενα Plat.; so to determine, Plat.
3. to give express orders, in Mid., NTest.
Chinese
原文音譯:diastšllomai 笛阿-士帖羅買
詞類次數:動詞(8)
原文字根:經過-安放
字義溯源:打發出去,囑咐,命令,吩咐,勸告;由(διά)*=通過,藉著)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(8);太(1);可(5);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 他⋯囑咐(3) 可5:43; 可7:36; 可8:15;
2) 他⋯吩咐(1) 可7:36;
3) 我們⋯吩咐(1) 徒15:24;
4) 所命令的(1) 來12:20;
5) 他囑咐(1) 可9:9;
6) 囑咐(1) 太16:20