δημοτικός
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ή, όν, A of or for the people, in common use, δ. γράμματα in Egypt, opp. ἱρά, Hdt.2.36; οἶνος Plu.Mar.44; of opinions and the like, ὑπόληψις popular, Arist.Metaph.989a11; common, ordinary, ὀνόματα Luc. Hist.Conscr.22; ὕλη Max.Tyr.10.7; πράγματα μικρὰ καὶ δ. Plu.2.408c. 2 = δημόσιος, τὰ -κά public affairs, Alciphr.1.4; δ. λειτουργία PSI1.86 (iv A. D.). II of the populace, one of them, D.21.209. Adv. -κῶς, ἐσταλμένος Luc.Scyth.5. 2 on the popular or democratic side, τὸ σόφισμα δ. Ar.Nu.205; ὄρνεα δ. Id.Av.1584; τὴν οὐ δ. παρανομίαν Th.6.28; opp. ὀλιγαρχικός, Isoc.16.37; λέγεις πόσα δεῖ προσεῖναι τῷ δ. D.18.122; οὐδὲν δ. πράττειν to do nothing for the people, X.HG2.3.39; δ. συκοφάνται Isoc.8.133: generally, popular, δ. καὶ φιλάνθρωπος X.Mem.1.2.60; τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. D.21.183; δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Antiph.190.19: hence, generous, kindly, affable, X.Mem.1.2.60; δ. τι καὶ πρᾶον Pl.Euthd.303d; πρᾶός τις καὶ δ. Plb. 10.26.1; δ. καὶ φιλάνθρωπα Plu.Oth.1. Adv. -κῶς affably, kindly, καλῶς καὶ δ. D.24.59; φιλανθρώπως καὶ δ. ib.24: Comp. -ώτερον Plu. Demetr.42. 3 of governments, popular, democratic, πολιτεία Arist.Pol.1292b13: Comp. -ώτερα Id.Ath.22.1. 4 δ. δικαστήριον trying suits between citizens, SIG286.17 (Milet., iv B. C.). 5 Adv. χρῆσθαι ἀλλήλοις δ. in a spirit of equality, Arist.Pol.1308a11; δ. πεπαιδευμένοι ib.1310a17; δ. ἐρίζειν like a free and independent citizen, Luc.Ner.9. III of or belonging to a deme, opp. δημόσιος, Lexap. D.43.71; ἱερά Hsch. s.v. δημοτελῆ.
German (Pape)
[Seite 565] 1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, gemein, Xen., der es Ath. 1, 4 mit πονηροὶ καὶ πένητες vrbdt; vgl. Ar. Av. 1584; Arist. pol. 2, 7. 4, 14; νέος καὶ ταπεινὸς καὶ δημοτικῆς ἀγωγῆς τετευχώς Pol. 25, 8, 1; u. Sp. Bei Her. 2, 36 stehen γράμματα δημοτικά den ἱρά entgegen. – 2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von ὀλιγαρχικός, Plat. Rep. IX, 572 d; Aesch. 3, 207; ὁ δ., der Volksfreund, Dem. bei Din. 1, 44; – σόφισμα δ. καὶ χρήσιμον Ar. Nubb. 205; vgl. Thuc. 6, 28; Arist. Pol. 5, 9; δημοτικόν τι πράττειν Xen. Hell. 2, 3, 39. – Uebh. = menschenfreundlich, καὶ πρᾶος ἐν τοῖς λόγοις Euthyd. 803 d; καὶ φιλάνθρωπος, Xen. Mem. 1, 2, 60; vgl. Pol. 10, 26; Plut. Oth. 1; τὸ δημοτικόν, die poouläre Gesinnung, Rom. 26; Thes. 17. – Sp. τὰ δημοτικά, = δημόσια, Staatsgeschäfte, z. B. Aleiphr. 1, 4; auch χρήματα, D. Hal. 7, 63. – Den compar. hat Lys. 20, 13 u. Sp., wie Pol. 10, 26. – 3) einen att. Demos betreffend, δεὶπνα, Ath. V, 185 c; ἱερόν, wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt, Dem. 43. 71.
Greek (Liddell-Scott)
δημοτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ τὸν λαόν, ἐν κοινῇ χρήσει, κοινός, δ. γράμματα, ἐν Αἰγύπτῳ, ἀντίθ. τῷ ἱρά, Ἡρόδ. 2. 36 (ἴδε ἐν λ. ἱερογλυφικός)· ἐπὶ γνωμῶν ἢ ἰδεῶν κττ., κοινός, γνωστός, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8. 6. 2) κοινός, = δημόσιος, Διον. Ἁλ. 7. 63· ― τὰ δημοτικά, δημόσια πράγματα, δημόσιαι ὑποθέσεις, Ἀλκίφρων 1. 4. ΙΙ. ὁ εἰς τὸν λαὸν ἀνήκων, εἷς ἐκ τῶν πολλῶν, Λατ. plebeius, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 6, Δημ. 581. 24 2) ὁ φρονῶν τὰ τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ δήμου, δημοκρατικός, Λατ. popularis, Ἀριστοφ. Νεφ. 205, Ὄρν. 1584· τὴν οὐ δ. παρανομίαν Θουκ. 6. 28· λέγεις ἃ δεῖ προσεῖναι τῷ δημοτικῷ Δημ. 286, 9· οὐδὲν δ. πράττειν, οὐδὲν πράττω διὰ τὸν λαόν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 39· καθόλου, ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαόν, ἢ ἀγαπῶν τὸν λαόν, εὔνους αὐτῷ, δ. καὶ φιλάνθρωπος ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 2, 60· τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. Δημ. 573 ἐν τέλ.· τῶν πολλῶν καὶ δ. ὁ αὐτ. 581. 24· δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 19· ― συχνάκις ἐν τῷ ἐπίρρ. -κῶς, πράως, μετ’ ἀγαθότητος, καλῶς καὶ δ. Δημ. 719. 8. 3) ἐπὶ πολιτευμάτων ἢ κυβερνήσεων, λαϊκός, δημοκρατικός, Ἰσοκρ. 185Ε, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 8 καὶ 5, 3.― Ἐπίρρ., χρῆσθαι ἀλλήλοις δ., ὡς μέλη ἐλευθέρας πολιτείας, αὐτόθι 5. 8, 5, πρβλ. 5. 9, 2. ΙΙΙ. ὁ ἔκ τινος δήμου ἢ εἴς τινα δῆμον ἀνήκων, ἀντίθ. τῷ δημόσιος, παρὰ Δημ. 1074. 20.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
A. (δῆμος, peuple) :
I. qui concerne les gens du peuple :
1 populaire, plébéien : δημοτικὰ γράμματα HDT l’écriture démotique, càd à l’usage des gens du peuple, l’écriture commune, en Égypte démotique (p. opp. à l’écriture sacrée, hiéroglyphes);
2 partisan du peuple, qui a un caractère ou des sentiments démocratiques;
3 p. ext. qui a des sentiments d’humanité, philanthrope ; τὸ δημοτικόν, sentiments d’humanité;
II. qui concerne l’État, de l’État;
B. (δῆμος, dème) qui concerne un dème.
Étymologie: δημότης.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I sent. político, de abstr. popular, democrático τὸ σόφισμα Ar.Nu.205, γνώμη Ar.Ec.631, παρανομία Th.6.28, οὐδὲν πώποτε δημοτικὸν οὔτε αὐτοῦ οὔτε τοῦ πατρὸς πράξαντος no habiendo hecho jamás ni él ni su padre nada en favor del sistema democrático X.HG 2.3.39, δημοτικωτέρα πολὺ τῆς Σόλωνος ἐγένετο ἡ πολιτεία Arist.Ath.22.1, cf. Pol.1292b13, νόμοι Arist.Pol.1310a17, θαρροῦντες τῇ τε φύσει τοῦ βασιλέως δημοτικωτέρᾳ οὔσῃ Philostr.VS 560, cf. 583
•de pers. o personif. partidario del partido popular, democrático ὄρνεα Ar.Au.1584, δ. ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γεγονώς Pl.R.572d, δημοτικοὺς μὲν εἶναι νομίζοντες τοὺς συκοφάντας considerando que los sicofantas eran amigos del pueblo Isoc.8.133, Κάτων ... δημοτικώτατος ... τῶν καθ' ἑαυτὸν ἀνθρώπων D.C.43.11.6, βουληθεὶς ... ὣς δ. τις εἶναι δόξαι D.C.53.12.1
•subst. ὁ δ. el partidario del partido popular D.18.122, οἱ δημοτικοί los demócratas Isoc.16.37, Arist.Pol.1298b18.
II admin.
1 del pueblo, público τὸ δ. δικαστήριον el tribunal público, e.e., que juzga los pleitos entre ciudadanos, Milet 1(3).136.17 (IV a.C.)
•en las metrópolis de los nomos por op. a los βουλευταί que podían optar a los cargos y magistraturas litúrgicas δημοτικῆς ὢν τύχης POxy.1101.24 (IV d.C.), cf. SB 7261.6 (III d.C.), τὴν ὑπὲρ ἑαυτοῦ ἐνιαύσιον δημοτικὴν λιτουργίαν ἀποπληρῶσαι PSI 86.11, cf. PLips.65.12 (ambos IV d.C.), ἐκτελοῦντα τὴν ἐγχειρισθεῖσαν τῷ υἱῷ αὐ[τ] οῦ δημοτικὴν λειτουργί[αν PVindob.Sijpesteijn 3.12 (IV d.C.)
•subst. τὰ δημοτικά los asuntos públicos Alciphr.1.4.1, Hsch.
2 que pertenece a un demo, propio de un demo ἱερόν Ley en D.43.71, cf. Hsch.s.u. δημοτελῆ, δεῖπνα Ath.185c.
III sent. social
1 del pueblo, de extracción popular Σωκράτης ... πένης ἀνὴρ καὶ δ. D.Chr.54.2
•en Roma plebeyo ἄνθρωπος ... πένης καὶ δ. Plu.Mar.44
•subst. οἱ δημοτικοί los de las clases populares, la gente del pueblo, los ciudadanos comunes δύο μυριάδ'... τῶν δημοτικῶν Ar.V.709, τῶν μετρίων τινὰ καὶ δημοτικῶν D.21.183, καί τις ὑμῶν τῶν πολλῶν καὶ δημοτικῶν D.21.209, cf. Arist.Pol.1266a22, IG 22.1329.13 (II a.C.), ὅπως] ... τῷ δημοτικωτάτῳ πρὸς τὸν εὐπο[ρώ] τατον ἡ ἴση ὑπάρ[χῃ δικα] ιο[δ] ο[σί] α IG 4.1.15 (Egina II a.C.), cf. D.Chr.31.74, 50.2, Zos.5.23.5
•subst. τὸ δ. el pueblo τοῦ μὲν βουλευτικοῦ καὶ δημοτικοῦ μέσον τάττεται τὸ πολεμικόν el ejército se sitúa equidistante del Senado y el pueblo Aristid.Quint.107.1, Διονύσιος δὲ τὸ δ. εἶχεν εὔνουν Charito 5.4.1, πᾶν δὲ τὸ δ. ... ἐφίλει D.C.37.22.2, ἔπειτα ἐπιμελήσεται (el gobernador de Arabia) καὶ τοῦ δημοτικοῦ καὶ τῆς εὐταξίας Iust.Nou.102.2, ἀπαριθμεῖσθαι προστέταχε τὸ δ. Cyr.Al.M.68.845B, cf. Iust.Nou.102.2.
2 popular, común de escritura y lengua διφασίοισι δὲ γράμμασι χρέωνται, καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ἱρά, τὰ δε δημοτικά καλέεται (los egipcios) hacen uso de dos tipos de escritura, a una la llaman sagrada (la jeroglífica) y a la otra demótica Hdt.2.36, cf. Hld.4.8.1, ποιήματα D.Chr.2.5, ὀνόματα δημοτικά palabras comunes op. al lenguaje poético, Luc.Hist.Cons.22, ἡ γὰρ Ἀττικὴ γλῶσσα συνεστραμμένον τι ἔχει καὶ δημοτικόν Demetr.Eloc.177
•gener. δ. ὑπόληψις opinión popular, común Arist.Metaph.989a11, ἐπὶ πράγμασι μικροῖς καὶ δημοτικοῖς Plu.2.408c, ἐκ δημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑποθέσεως Plb.15.35.2, οἶνος ... δημοτικός vino común Plu.Mar.44, ὕλη Max.Tyr.4.7, ἐν ταῖς δημοτικαῖς καθέδραις Synes.Ep.66 (p.119), δημοτικοὶ θόρυβοι disturbios populares Iust.Nou.13.4.1, cf. 103.3.1
•de pers., peyor. populachero δημοτικοί, ὀχλαγωγοί de los que están bajo el signo de Ares, Vett.Val.15.22.
3 llano, amable, civil de pers. Σωκράτης ... δ. καὶ φιλάνθρωπος ὤν X.Mem.1.2.60, cf. Numen.24.78, πρᾷόν τινα καὶ δημοτικόν Plb.10.26.1 del carácter δημοτικόν τι καὶ πρᾷον ἐν τοῖς λόγοις Pl.Euthd.303d, δημοτικόν γε τοῦτο δρᾷ Antiph.188.19, πολλὰ δημοτικὰ καὶ φιλάνθρωπα διαλεχθείς Plu.Oth.1, τρόπος Eun.VS 481, ψυχή IEphesos 43.21 (IV d.C.), δ. παιδεία una educación cívica, UPZ 144.18 (II a.C.)
•compar. neutr. como adv. δημοτικώτερον ἐξελαύνειν marchar con un aspecto más amable Plu.Demetr.42.
IV adv. -ῶς
1 democráticamente de una ley καλῶς καὶ δ. λέγων D.24.59, φιλανθρώπως καὶ δ. ... πράττειν actuar humanitaria y democráticamente D.24.24, πολιτεύεσθαι Arist.Pol.1292b14, τῷ χρῆσθαι ἀλλήλοις δ. Arist.Pol.1308a11, πεπαιδευομένοι ἐν τῇ πολιτείᾳ ... δ. Arist.Pol.1310a17, διαιτᾶσθαι Plu.Ant.21, αὐτοῦ ... δ. ἐρίζοντος Luc.Ner.9.
2 a la manera del pueblo, como un hombre del pueblo, sencillamente γέροντα ... δ. ἐσταλμένον Luc.Scyth.5, ἔσκωπτε δ. καὶ ἀντεσκώπτετο ἡδέως D.C.66.11.1.
Greek Monolingual
-ή και -ιά, -ό (AM δημοτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία της δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες)
2. δημοφιλής, λαοφιλής
3. φρ. α) «δημοτική εκπαίδευση» — πρωτοβάθμια εκπαίδευση
β) «δημοτικό σχολείο» — σχολείο πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης
γ) «δημοτικό συμβούλιο» — το αιρετό, βουλευόμενο όργανο κάθε δήμου
δ) «δημοτικός και κοινοτικός κώδικας» — κωδικοποιημένο σύνολο διατάξεων που ρυθμίζουν τα θέματα τών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
7. «δημοτικά τραγούδια» — λαϊκά δημιουργήματα από ανώνυμους συνήθως στιχουργούς που αναφέρονται σε όλο τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής και εκφράζουν καθολικότερα αισθήματα και αρχές του λαού για τον κοινωνικό και τον εθνικό βίο
μσν.
1. (συγκρ.) δημοτικώτερος, -α, -ον
1. αυτός που ανήκει σε κατώτερη λαϊκή τάξη
2. φρ. «λόγος δημοτικός» — παροιμία
αρχ.
1. κοινός, συνήθης
2. γνωστός
3. ο λαϊκής καταγωγής
4. φτωχός
5. δημοκρατικός στα φρονήματα
6. καταδεχτικός, ευπροσήγορος
II. το θηλ. ως ουσ. η δημοτική
νεοελλ.
1. η απλή εξελιγμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας, την οποία χρησιμοποιεί φυσικά και αβίαστα ο ελληνικός λαός
2. (κατά τους αρχαϊστές και τους καθαρολόγους) η χυδαία γλώσσα τών αμόρφωτων λαϊκών στρωμάτων
αρχ.
η γραφή που προήλθε από την απλοποίηση της ιερατικής, ιερογλυφικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
III. το ουδ. εν. ως ουσ. το δημοτικό (Μ δημοτικό)
νεοελλ.
το δημοτικό σχολείο
μσν.
ο λαός ως σύνολο
IV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημοτικά (Α δημοτικά)
νεοελλ.
1. τα δημοτικά τραγούδια
2. οι υποθέσεις, τα θέματα του δήμου, τών δημοτικών αρχών
αρχ.
οι δημόσιες υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημότης
βλ. και δημόσιος.
Greek Monotonic
δημοτικός: -ή, -όν (δῆμος),·
I. αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το λαό, αυτός που βρίσκεται σε κοινή χρήση, δημόσιος, λαϊκός· δ. γράμματα, στην Αίγυπτο, αντίθ. προς τα ιερογλυφικά, σε Ηρόδ.
II. 1. αυτός που ανήκει στον όχλο, ένας από τη μάζα, Λατ. plebeius, σε Ξεν., Δημ.
2. αυτός που βρίσκεται στη λαϊκή ή δημοκρατική παράταξη, Λατ. popularis, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, καταδεκτικά, ευγενικά, με φιλανθρωπία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δημοτικός:
1) народный, общераспространенный (πρόληψις Arst.);
2) из народа, простого звания (ἄνθρωπος πένης καὶ δ. Xen., Plut.);
3) демотический, общедоступный, упрощенный (γράμματα Her.);
4) демократический (βίος Plat.; πολιτεία, νόμοι Arst.);
5) направленный к благу народа, общеполезный (οὐδὲν δημοτικὸν πράττειν Xen.);
6) народолюбивый, т. е. дружелюбный (δ. καὶ φιλάνθρωπος Xen.; πρᾷος καὶ δ. Plat., Polyb.);
7) относящийся к или принадлежащий дему (ἱερόν Dem.);
8) простонародный, простой (οἶνος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοτικός -ή -όν [δημότης] volks, vulgair, gewoon:. δ. οἶνος goedkope wijn Plut. Mar. 44.2; ὀνόματα δημοτικά vulgaire woorden Luc. 59.22. het volk goedgezind, democratisch:. τὸ... σόφισμα δημοτικόν die truc is democratisch! Aristoph. Nub. 205; οὐδὲν δημοτικὸν πράττειν geen democratische gezindheid tonen Xen. Hell. 2.3.39; ἐξίστατο τοῦ δημοτικοῦ hij gaf zijn democratische houding op Plut. Rom. 26.1. vriendelijk, aardig:; δημοτικόν τι καὶ πρᾶον iets vriendelijks en aardigs Plat. Euthyd. 303d; adv.. χρῆσθαι ἀλλήλοις δημοτικῶς vriendelijk met elkaar omgaan Aristot. Pol. 1308a11.
Middle Liddell
δῆμος
I. of or for the people, in common use, common, δ. γράμματα in Egypt, opp. to the hieroglyphics, Hdt.
II. of the populace, one of them, Lat. plebeius, Xen., Dem.
2. on the popular or democratic side, Lat. popularis, Ar., Thuc., etc.: adv. -κῶς, affably, kindly, Dem.
English (Woodhouse)
democratic, a man of the people, in favor with the people, in favour with the people, of the common people, of the people