ἀμάχητος

From LSJ
Revision as of 23:31, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰχητος Medium diacritics: ἀμάχητος Low diacritics: αμάχητος Capitals: ΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: amáchētos Transliteration B: amachētos Transliteration C: amachitos Beta Code: a)ma/xhtos

English (LSJ)

ἀμάχητον,
A not to be fought with, unconquerable, S.Ph.198 (lyr.).
II not having fought, not having been in battle, X.Cyr.6.4.14; ἀμάχητος ὄλεθρος = destruction without fighting, Lys.Fr.71.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
I irresistible τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198, κέρδος Simon.36.9, ἄνεμος POxy.1482.6 (II d.C.).
II 1que no lucha, que no entra en batalla de pers., X.Cyr.6.4.14.
2 de cosas que sucede sin resistencia o lucha ὄλεθρος Lys.Fr.2.

German (Pape)

[Seite 117] 1) unbezwinglich, θεῶν βέλη Soph Phil. 198. – 2) der noch nicht in die Schlacht gekommen ist, Xen. Cyr. 6, 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 contre qui l'on ne peut pas lutter;
2 qui n'a pas encore combattu.
Étymologie: , μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμάχητος: (μᾰ)
1 неодолимый, непобедимый (θεῶν βέλη Soph.);
2 не принимавший (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάχητος: -ον, ἀπροσμάχητος, ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. ὄλεθρος, καταστροφὴ ἄνευ μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. ἄμαχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)
νεοελλ.
αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)
αρχ.
1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος
2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη
3. ο δίχως μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.
ΠΑΡ. αμαχητί].

Greek Monotonic

ἀμάχητος: -ον (μάχομαι),
I.αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει κάποιος, ακαταμάχητος, ακυρίευτος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.

Middle Liddell

μάχομαι
I. not to be fought with, unconquerable, Soph.
II. not having fought, not having been in battle, Xen.

Translations

irresistible

Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний