εἰσπίπτω

From LSJ
Revision as of 20:40, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπίπτω Medium diacritics: εἰσπίπτω Low diacritics: εισπίπτω Capitals: ΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: eispíptō Transliteration B: eispiptō Transliteration C: eispipto Beta Code: ei)spi/ptw

English (LSJ)

fut. εἰσπεσοῦμαι: aor. εἰσέπεσον:—
A fall into, generally with a notion of violence, rush in or burst in, ἐς τὰς πόλιας Hdt.5.15; ἐς τὰς νέας Id.8.56; ἐς οἴκημα Th.2.4, etc.; of the sea, Id.4.24: poet. c. dat., ἐσπίπτει δόμοις E.Ion 1196.
2 simply, fall into, ἐς χωρίον Th.1.106; ἐς χαράδρας Id.3.98, etc.; εἰσπίπτω ἐς εἱρκτήν to be thrown into prison, Id.1.131: in Poets, c.acc., ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους E.Or. 1315; ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην to go into the crowd, Id.Hel. 415; ἐσπίπτων πέπλους seek shelter within my robes, Id.Tr.1181; πτέρυγας ἐσπίτνων ἐμάς ib.751; κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος a noise having come into the street, Id.Or.1312.
3 fall into a certain condition, δούλειον ἦμαρ εἰ. Id.Andr.99; ξυμφοράν ib.983; γῆρας Id.Ion700: in Th.4.4 ἐνέπεσε should be read.
II make an onset, attack, Hdt. 1.63, S.Aj.55; ἐ. ἐς τὸν πεζόν Hdt.4.128; ἐς τοὺς ἀγρούς Th.2.22; εἰσπίπτω ἐπὶ τὰς θύρας 'besiege the door', Plu. Oth.17.
III come in, of payments, Meyer Ostr.82.4 (iv A.D.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσπίπτω Hdt.5.15, Th.2.4, E.Io 1196, Hp.VC 11
I c. suj. de pers.
1 caer, irrumpir, entrar al asalto en un lugar, gener. c. violencia o de improviso ἔξωθεν πολεμίους εἰσπεσόντας ῥώμῃ τινὶ μεγάλῃ καὶ βίᾳ Pl.Lg.814a, εἶδον τὸ στράτευμα βίᾳ εἰσπῖπτον X.An.7.1.19, cf. Hdt.1.63, Plb.4.18.6, c. εἰς y ac. λαθόντες δὲ τοὺς Παίονας ἐσπίπτουσι ἐς τὰς πόλιας αὐτῶν Hdt.l.c., cf. Plb.7.16.7, I.BI 1.351, ἐς τοὺς ἀγρούς Th.2.22, εἰς τὸ Κύρειον στρατόπεδον X.An.1.10.1, ἐτειχομάχουν καὶ εἰσέπεσον εἰς αὐτὸ τὸ ναύσταθμον Str.13.1.36, εἰς τὸ τεῖχος Tab.Il.1.g.51
lanzarse, abalanzarse εἰσπεσών abalanzándose Áyax sobre el rebaño, S.Ai.55, ἐς βοῶν ἀγέλην ... ἐσπίπτει λύκος Paus.2.19.4, οἱ στρατιῶται μετὰ βοῆς εἰσέπεσον ἐπὶ τὰς θύρας Plu.Oth.17.
2 gener. entrar, meterse frec. c. precipitación ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι Hdt.8.56, c. ac. de direcc. θάλαμον E.Alc.175, πτηνὸς ἐσπίπτει δόμους κῶμος πελειῶν E.Io 1196, δικτύων βρόχους E.Or.1315 (cód.), ἐσπίπτων πέπλους cobijándose en mis vestidos E.Tr.1181, ᾐσθόμην κτύπον τινὸς κέλευθον εἰσπεσόντος ἀμφὶ δώματα E.Or.1312, ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην sentí pudor de mezclarme con la multitud E.Hel.415
caer en o sobre, ir a dar a ἐς χαράδρας ἀνεκβάτους Th.3.98, cf. 1.106, 2.4, οἱ ... ἱππόται φεύγοντες ἐσέπιπτον ἐς τὸν πεζόν los jinetes en su huida se refugiaban entre la infantería Hdt.4.128, ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτει cae en la cárcel Th.1.131, εἰσπεσὼν ἐκεῖ Ar.Eq.486, ἔκπιθι τὸ φρέαρ εἰσπεσών bébete el pozo tras caer en él Men.Dysc.641.
3 fig., c. n. de abstr. caer en, ir a parar a ξυμφορὰν τήνδ' ἐσπεσοῦσ' ἀμηχανεῖς habiendo caído en tal desgracia no sabes qué hacer E.Andr.983, πολιὸν ἐσπεσοῦσα γῆρας E.Io 700, δούλειον ἦμαρ E.Andr.99, εἰς τούτους (λόγους) εἰσπεπτώκαμεν Pl.Ly.222d.
II c. suj. no de pers.
1 golpear, chocar, embestir gener. c. εἰς y ac. ὅσα δ' ἐσπίπτοντα ἐς τὴν κεφαλὴν βέλεα Hp.VC 11, ἡ τοῦ πνεύματος ἔκκρισις πρὸς τὴν πυκνότητα τῶν νεφῶν εἰσπίπτουσα ποιεῖ τὴν βροντήν Arist.Mete.369a36, τὰ εἰς τὰ χείλη μηχανήματα εἰσπίπτοντα Aen.Tact.32.3, raro c. dat. ἡ ... θοὴ βορέαο κατᾶιξ εἰσέπεσεν νεφέλῃσιν la rauda ráfaga del Bóreas se precipitó contra las nubes Call.Fr.238.30, fig. prob. del amor εἰς τὴν ψυχήν μου εἰσπεσών Mim.Fr.Pap.3.8
de las olas romper ὁ κλυδὼν ποτὲ μὲν εἰσπίπτων, ποτὲ δὲ παλισσυτῶν D.S.3.44, cf. Th.4.24, Thphr.Vent.33, τὸ δ' εἰσπεσὸν ὕδωρ la riada de agua D.55.20.
2 medic. entrar, penetrar en el cuerpo, de alimentos ὅσα ... λυμαίνεται τὸν ἄνθρωπον ἐσπέσοντα Hp.VM 14, c. εἰς y ac. ἐς τὴν κοιλίην Hp.Morb.4.36, ὁ μὲν ἄκρατος ... εἰς τοὺς περὶ τὴν κεφαλὴν πόρους ... οὐκ εἰσπίπτει Arist.Pr.873a7
del dolor sobrevenir τὰ δὲ ἀλγήματα ἐσπίπτει ὑπὸ φλέγματος Hp.Aff.2.
3 econ. de un objeto de pago o ingreso sobrevenir o corresponder su pago a un determinado período εἰσπεπτωκώτων εἰς τὸ ἐνεστὸς ... ἔτος καρπῶν frutos cuyo pago ha correspondido al presente año, BGU 2344.10 (I d.C.), en part. εἰσπίπτοντα pagos, PMeyer 82.4 (IV d.C.).
4 en v. med. perderse, caer en saco roto οὐκ εἰσπεσεῖται αὕτη ἡ χάρις SB 7268 (I/II d.C.).

German (Pape)

[Seite 745] (s. πίπτω), hineinfallen, hineingerathen; εἰς χαράδρας Thuc. 3, 98; εἰς τοὺς λόγους Plat. Lys. 222 d; εἰς τὰ ἴχνη, auf die Fährte kommen, Xen. Cyn. 3, 5; εἰς τὴν εἱρκτήν, ins Gefängniß kommen, d. i. geworfen werden, Thuc. 1, 131 u. Sp.; auch ξυμφοράν, πολιὸν γῆρας, Eur. Andr. 984 Ion 700; δόμοις Ion 1196. – Häufiger = feindlich eindringen; Soph. Ai. 55; Her. 1, 63; Thuc. 4, 68; ἔξωθεν Plat. Legg. VII, 814 a; Xen. Hell. 7, 1, 18; εἴς τι Thuc. 2, 25; vom Meere 4, 24; ἐπί τι Plut. Oth. 17. – Übertr., τοῖς στρατιώταις ὁρμὴ εἰσέπεσε ἐκτειχίσαι τὸ χωρίον, es fiel ihnen ein, Thuc. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσπεσοῦμαι, ao.2 εἰσέπεσον;
1 tomber dans ; p. anal. être précipité dans, être jeté dans : ἐς εἱρκτήν THC être jeté en prison;
2 tomber par hasard dans ou sur : ἐς χωρίον THC tomber sur les terres (d'un particulier) en parl. d'une troupe qui a perdu son chemin;
3 tomber sur, fondre sur : ἐς τὸν πεζόν HDT sur l'infanterie ; τινά sur qqn.
Étymologie: εἰς, πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσπίπτω: ион. и староатт. ἐσπίπτω (fut. εἰσπεσοῦμαι, aor. 2 εἰσέπεσον)
1 попадать (ἐς χαράδρας καὶ ἐνέδρας Thuc.: δικτύων βρόχους Eur.): ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐ. ὑπό τινος Thuc. быть заключенным кем-л. в тюрьму; ἐσπεσεῖν ξυμφοράν τινα Eur. попасть в какую-л. беду; εἰσπεσεῖν εἰς ἴχνη Xen. напасть на след; εἰσπεσεῖν γῇρας Eur. достигнуть старости, состариться;
2 припадать, прижиматься (πέπλους, sc. τινός Eur.);
3 врываться, влетать (πτηνὸς κῶμος ἐσπίπτει δόμοις Eur.; φλὸξ εἰσπίπτει εἰς τὰς οἰκίας Arst.);
4 вторгаться, нападать (ἐς τοὺς ἀγρούς и πρὸς τὴν πόλιν Thuc.; ἐς τὸν πεζόν Her.; ἐπὶ τὰς θύρας Plut.);
5 перен. находить, овладевать (ὁρμὴ εἰσέπεσέ τινι ποιεῖν τι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. -έπεσον: ― πίπτω ἐντός, πίπτω μέσα εἰς..., ἀλλὰ συνήθως μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, εἰσορμῶ, ἐπιφαίνομαι ἐξαίφνης, ἐς πόλιν Ἡρόδ. 5. 15· ἐς τὰς νέας ὁ αὐτ. 8. 56· ἐς οἴκημα Θουκ. 2. 4, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. 4. 24: ― ποιητ. μετὰ δοτ. ἐσπίπτει δόμοις Εὐρ. Ἴων 1196: ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 35. 2) ἁπλῶς πίπτω ἐντὸς εἰς, οἱ δὲ νικώμενοι ὑπεχώρουν· καί τι αὐτῶν μέρος... προσβιασθέν... ἐσέπεσεν ἔς του χωρίον ἰδιώτου Θουκ. 1. 106· ἐς χαράδρας ὁ αὐτ. 3. 98, κτλ.· ἐσπ. ἐς εἱρκτήν, ῥίπτομαι εἰς φυλακήν, ὁ αὐτ. 1. 131· οὕτω, παρὰ ποιηταῖς, μετ’ αἰτ. ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους Εὐρ. Ὀρ. 1315· ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην, νὰ ὑπάγω εἰς τὸ πλῆθος ᾐσχυνόμην, ὁ αὐτ. Ἑλ. 415· εἰσπ. πέπλους, ζητεῖν καταφύγιον ὑπὸ τοὺς πέπλους, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1181· κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος, ἐλθόντος, γενομένου θορύβου ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1312. 3) περιέρχομαι εἵς τινα κατάστασιν, εἰσπ. δούλειον ἦμαρ ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 99· ξυμφορὰν αὐτόθι 983· γῆρας ὁ αὐτ. Ἴων 700· παρὰ Θουκ. 4. 4 ἤδη διορθοῦται ἐπέπεσε. ΙΙ. ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τινὰ Ἡρόδ. 1. 63, Σοφ. Αἴ. 55· ὡσαύτως, ἐσπ. ἐς τὸν πεζὸν Ἡρόδ. 4. 128· πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 4. 25.

Greek Monolingual

εἰσπίπτω (AM)
1. πέφτω μέσα, ρίχνομαι σε κάτι με ορμή
2. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
3. εισβάλλω, επιτίθεμαι
αρχ.
1. εμφανίζομαι ξαφνικά
2. (για πληρωμές, έσοδα) εισρέω στο ταμείο.

Greek Monotonic

εἰσπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον·
I. 1. πέφτω μέσα, γενικά με μία πρόθεση βίας, εφορμώ ή εισβάλλω ξαφνικά, ἐς πόλιν, σε Ηρόδ.· ἐς οἴκημα, σε Θουκ.· ποιητ. με δοτ., ἐσπίπτει δόμοις, σε Ευρ.
2. απλά πέφτω μέσα, ἐς χαράδρας, σε Θουκ.· εἰσπ. εἰς εἱρκτήν, ρίχνομαι μέσα στη φυλακή, στον ίδ.· στους Ποιητές, με αιτ., σε Ευρ.
3. περιέρχομαι σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, ξυμφοράν, στον ίδ.
II. ορμώ, προσβάλλω, επιτίθεμαι, τινά, σε Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι aor2 -έπεσον
I. to fall into, but generally with a notion of violence, to rush or burst in, ἐς πόλιν Hdt.; ἐς οἴκημα Thuc.:—poet. c. dat., ἐσπίπτει δόμοις Eur.
2. simply to fall into, ἐς χαράδρας Thuc.; εἰσπ. εἰς εἱρκτήν to be thrown into prison, Thuc.; in Poets, c. acc., Eur.
3. to fall into a certain condition, ξυμφοράν Eur.
II. to fall upon, attack, τινά Hdt., Soph.
B. εἰσπίτνω, poet. form of εἰσπίπτω, ϝ. πίτνω, Eur.