τρίχα

From LSJ
Revision as of 19:23, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ";]]" to "]];")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίχᾰ Medium diacritics: τρίχα Low diacritics: τρίχα Capitals: ΤΡΙΧΑ
Transliteration A: trícha Transliteration B: tricha Transliteration C: tricha Beta Code: tri/xa

English (LSJ)

[ῐ], Adv., (τρίς)
A in three parts or ways, διὰ τ. κοσμηθέντες Il.2.655; τ. σφισὶν ἥνδανε βουλή Od.8.506; c. gen., τ. νυκτὸς ἔην 'twas in the third watch of the night, 12.312, 14.483; τ. σχίσαι τι Hdt.4.67; διὰ γαῖαν τ. δασσάμενοι Pi.O.7.75; τ. διῄρηται Arist.HA 503a27; cf. τριχθά; the common Prose form is τριχῆ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1149] adv., dreifach, in drei Teile; Il. 2, 655 Od. 8, 506. 9, 157; τρίχα νυκτὸς ἔην, es war im dritten Teil der Nacht, 12, 312. 14, 483; τρίχα σχίζειν τι, Her. 4, 67; Arist. H. A. 2, 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
en trois parties, en trois ; τρίχα νυκτὸς ἔην OD on était au tiers de la nuit.
Étymologie: τρεῖς, -χα.
2acc. sg. de θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχα acc. sing. van θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

τρίχᾰ:
I (ῐ) adv. натрое, на три части (σχίζειν τι Her.): τ. νυκτὸς ἔην Hom. треть ночи миновала; τ. σφισὶν ἥνδανε βουλή Hom. у них получились три мнения.
II acc. к θρίξ.

English (Autenrieth)

(τρίς): threefold, in three parts; τρίχα νυκτὸς ἔην, ‘a third of the night remained,’ ‘'twas in the third watch,’ Od. 12.312. (Od.)

English (Slater)

τρῐχα in three parts διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι (O. 7.75) ]αν τριχα fr. 140a. 15.

Greek Monolingual

(I)
Α
επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ.
β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» — όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. δίχα)].
(II)
η, Ν
1. (ανατομ.-φυσιολ.) νηματοειδές κεράτινο εξάρτημα του δέρματος, μεμονωμένο ή σε ομάδες, το οποίο βρίσκεται σε όλη την επιφάνεια του σώματος, εκτός από τις παλάμες, τα πέλματα και την ραχιαία επιφάνεια τών ονυχοφόρων φαλάγγων τών δακτύλων
2. βιολ. χαρακτηριστική νηματοειδής προεκβολή της κεράτινης επιδερμίδας του σώματος τών θηλαστικών, που, μαζί με άλλες ομοειδείς, αποτελεί το τρίχωμά τους
2. βοτ. εξάρτημα της επιδερμίδας τών φυτών, που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς τη μορφή και τη λειτουργία του, αλλ. τρίχωμα
3. συνεκδ. οτιδήποτε μοιάζει με τρίχα ή έχει λεπτή υφή
4. λεπτό ελατήριο του μηχανισμού των ρολογιών
5. στον πληθ. τρίχες (ή σε συνεκφ. με τη λ. κατσαρές)
καθετί που στερείται σημασίας ή αξίας, ανοησίες, ηλιθιότητες (α. «όλα αυτά που είπες είναι τρίχες» β. «όλα αυτά που σκέπτεται να κάνει είναι τρίχες κατσαρές»)
6. φρ. α) «παρά τρίχα» — λίγο έλειψε, παρά λίγο
β) «στην τρίχα» — πολύ ωραία, πολύ κομψά
γ) «ήλθε στην τρίχα» — κινδύνευσε πολύ
δ) «στέκεται στην τρίχα» — είναι έτοιμος, είναι πρόθυμος
ε) «κρέμεται από μια τρίχα» — η θέση του είναι εξαιρετικά επισφαλής
στ) «σχίζει την τρίχα» — είναι υπερβολικά τσιγκούνης, φειδωλός
ζ) «σηκώθηκε η τρίχα μου» — έμεινα κατάπληκτος ή έφριξα, τρόμαξα
η) «τον έβγαλε σαν την τρίχα από το προζύμι» — τον απογύμνωσε από όλα του τα δικαιώματα
7. παροιμ. α) «σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες εκείνο που επιζητεί ή επιδιώκει κάποιος δεν πρόκειται να εκπληρωθεί ποτέ
β) «ο λύκος την τρίχα αλλάζει, τη γνώμη δεν αλλάζει» — δηλώνει ότι η πονηρή φύση τών κακών ανθρώπων μπορεί να κρύβεται αλλά δεν αλλάζει ουσιαστικά
γ) «στο αβγό τρίχα δεν χωρεί» — οι συκοφαντίες εναντίον ανθρώπων που είναι γνωστοί για την τιμιότητα τους δεν γίνονται πιστευτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια να συνδεθεί η λ. θρίξ με συγγενείς τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες (πρβλ. λιθουαν. drika «νήματα, κλωστές»). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. τρίχα, που έχει προέλθει από την αιτ. του αρχ. θρίξ, τριχός. Η γεν., εξάλλου, του αρχ. τ. έχει σχηματιστεί με ανομοίωση τών δασέων συμφώνων: τριχός< θριχός].

Greek Monotonic

τρίχᾰ: [ῐ], επίρρ. (τρίς), τριπλά, σε τρία μέρη, Λατ. trifariam, σε Όμηρ.· με γεν., τρίχα νυκτὸς ἔην, όταν ήταν η τρίτη περιφρούρηση τη νύχτα, σε Ομήρ. Οδ.· τρίχα σχίζειν τι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχᾰ: Ἐπίρρ.· (τρίς) τριχῇ, τριχώς, εἰς τρία μέρη, Λατ. trifariam, τρίχα κομησθέντες, «τριχῶς διαταχθέντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 655· τρίχα σφίσιν ἥνδανε βουλὴ Ὀδ. Η. 506· μετά γεν., ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην, ὅτε δὲ ἦτο ἡ τρίτη φυλακὴ τῆς νυκτός, Μ. 312., Ξ. 483· τρίχα σχίζειν τι, εἰς τρία μέρη, Ἡρόδ. 4. 67· γραῖαν τρ. διαδάσσασθαι Πινδ. Ο. 7. 139· διῄρηται τρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 4· πρβλ. καὶ τριχθά· ὁ κοινὸς παρὰ τοῖς πεζογράφοις τύπος εἶναι τριχῆ, ὃ ἴδε.

Middle Liddell

τρίς
threefold, in three parts, Lat. trifariam, Hom.; c. gen., τρ. νυκτὸς ἔην 'twas in the third watch of the night, Od.; τρίχα σχίζειν τι Hdt.