μέλας
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
(
A μέλᾰς Rhian.58, where μέγας is corrupt for μέλας) , μέλαινα, μέλᾰν; gen. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος, etc.; Ep. dat. μείλανι (metri gr.) Il.24.79: Aeol. nom. μέλαις, from *μέλανς, Choerob. in Theod. 1.123, Greg.Cor.p.599 S., hence restored in Sapph.57:—black, dark: in Hom. generally, dark in colour, οἶνος Od.5.265; μέλαν αἷμα, κῦμα, Il.4.149, 23.693; γαῖα μέλαινα 2.699, cf. Sapph.Supp.5.2; ὕδωρ μέλαν Αἰσήποιο Il.2.825, cf. Od.4.359, νηῦς μ., from its being pitched over, Il.1.300, al.; of men, dark, swarthy, μέλανας δὲ ἀνδρικοὺς ἰδεῖν Pl.R.474e; ἰσχυρός τις ἦν, μ. D.21.71; τὰ μ. black marks about the ears of dogs, X.Cyn.5.23. II dark, murky, ἕσπερος Od.1.423; εὐφρόνα Pi.N.7.3. III metaph., black, dark, θάνατος Il.2.834, etc.; κήρ ib.859, etc.; ὀδύναι 4.117, etc. (the origin of the metaphor is seen in the phrases θανάτου μ. νέφος, ἄχεος νεφέλη μ., 16. 350, 18.22); μ. τύχα, ἀρά, A.Supp.89 (lyr.), Th.832 (lyr.); Ἐρινύς ib.993 (lyr.), cf. Eu.52; ἄτα Id.Ag.769 (lyr.); Ἄρης ib.1511 (lyr.); Ἅιδης S.OT29; Ἅιδου μ. ἀνάγκα E.Hipp.1388 (lyr.), etc.; ἡμέραι μέλαιναι, = Lat. dies atri, Plu.Luc.27. 2 of the voice, indistinct, Arist.Top.106a25, Philostr.VA4.44; βραχὺ καὶ μ. φώνημα, of Nero, D.C.61.20. 3 dark, obscure, enigmatical, ἱστορίη AP11.347 (Phil.). 4 of character, dark, malignant, μ. φρήν, καρδία, Sol.42.4, Pi.Fr.123.4; μ. ἄνθρωποι Plu.2.12d; μ. ἦθος M. Ant.4.28. IV Comp. μελάντερος, α, ον, blacker, very black, τοῦ δ' οὔ τι μελάντερον ἔπλετο ἔσθος Il.24.94: prov. of thick darkness, [νέφος] μελάντερον ἠΰτε πίσσα (v. ἠΰτε) 4.277: Sup. μελάντατος Hp. VC14, Ar.Fr.580, etc.:—Comp. also μελανώτερος Str.16.4.12: Sup. μελαινότατος AP11.68 (Lucill.), Epigr.Gr.320.4 (Thyatira). V μέλαινα (sc. νοῦσος), ἡ, Medic., of diseases causing black secretions (such as melaena), Hp.Morb.2.73. VI μέλαν, τό, v. sub voc. (Cf. Skt. málam 'dirt', malinás 'dirty', Lett. melns 'black'.)
German (Pape)
[Seite 120] αινα, αν, gen. μέλανος, äol. μέλαις, Greg. Cor. p. 599, ep. μείλας, μείλανι, Il. 24, 79, s. auch μέλανος u. κελαινός, – schwarz, dunkel; νύξ, Il. 18, 486, ἕσπερος, Od. 1, 423, εὐφρόνα, Pind. N. 7, 3, wie Soph. El. 19; νύξ, Aesch. Pers. 349; καπνός, λιγνύς, Suppl. 760 Spt. 476; auch αἴγλα, Eur. Troad. 549; γαῖα, Il. 2, 699; ἤπειρος, Od. 14, 97; σποδιά, 5, 488; τέφρη, Il. 18, 25; ἄρουρα, Pind. N. 11, 39; auch ὕδωρ, Il. 2, 825, wie κῦμα, 23, 693; πόντος, Eur. I. T. 107, wie Ap. Rh. 1, 922; αἷμα, Aesch. Eum. 935, Soph. Trach. 714, vgl. Ai. 1391, Eur. Hec. 536, wobei an verschiedene Abstufungen der dunklen Farbe zu denken; οἶνος μ., Od. 5, 265, ist dunkelrother Wein; ναῦς μέλαινα bei Hom. das schwarze, dunkle Schiff, denn alle Schiffe, welche eine Zeitlang im Wasser gewesen sind, sehen schwarz aus, so daß man weder an die schwarz gepichte Außenseite, noch an den tiefen, dunklen Schiffsraum zu denken hat. – Uebertr. vom Tode, den alle Menschen mit der schwarzen Nacht u. Tiefe zusammenbringen, ohne daß man darum μέλας in dieser Vrbdg »verdunkelnd« zu übersetzen hätte, θάνατος, Il. 2, 834 Od. 12, 92; Pind. P. 11, 56; φόνος, I. 7, 50; häufig bei Hom. Κήρ u. Κῆρες, z. B. Il. 2, 859 Od. 2, 283; eben so μέλαν νέφος θανάτοιο; ἄχεος νεφέλη μέλαινα, Il. 16, 350. 18, 22, u. ähnl. μέλαιναι ὀδύναι, die schwarzen, finsteren Schmerzen, oder wobei es Einem schwarz vor den Augen wird, Il. 4, 117. 191. So bes. bei den Tragg., ὦ μέλαινα καὶ τελεία γένεος Οἰδίπου τ' Ἄρα, Aesch. Spt. 814, Ἐρινύς, 977, auch Ἄρης, die finstre, wilde, grausame, Ag. 1492, τύχα, Suppl. 83, ὄναρ, 865; Ἅιδης, Soph. O. R. 29; Ἅιδου μέλαινα νύκτερός τ' ἀνάγκα, Eur. Hipp. 1388, der auch das Schwert so nennt, Gr. 1472 u. öfter. Im bestimmten Ggstz von λευκός, ἄρν' ἕτερον λευκόν, ἑτέρην δὲ μελαίνην, Il. 3, 103; βότρυες, Hes. Sc. 294; Soph. ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ τήνδ' ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα, Ant. 1080; πέπλοι, Eur. I. A. 1439; ἐάν τε λευκὸς ἐάν τε μέλας, Plat. Rep. VII, 523 d, öfter. – Auch auf andere Sinne übertr., von der Stimme, dumpf, heiser, Ggstz λαμπρός, Arist. Topic. 1, 15 u. Sp., wie Philostr.; φώνημα, D. C. 61, 20; – φρένες, dunkler, tiefliegender Sinn (vgl. ἀμφιμέλας u. λευκός), und von Schriftwerken, dunkel, schwer zu verstehen, ἱστορίη, Philip. 44 (XI, 347), im Ggstz von λευκὸς στίχος; – μέλανες ἄνθρωποι, schwarze, ruchlose Menschen, Plut. educ. lib. 14; u. so auch wohl φρένες μέλαιναι, im scol. des Sol. bei D. L. 1, 61. Von einem Pankratiasten sagt Dem. 21, 71 ἰσχυρός τις ἦν, μέλας. – Τὸ μέλαν, die Tinte (s. oben), das Schwarze im Auge, s. Arist. sens. 2. – Compar. μελάντερος, schwärzer, Il. 24, 94; νέφος μελάντερον ἠΰτε πίσσα, wie wir auch »pechschwarz« sagen, 4, 277; μελανώ τερος, s. oben. Den superl. μελάντατος haben Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέλᾱς: [ἀλλὰ μέλᾰς, ἐν Ριαν. παρὰ Χοιροβ. 1. 94, ἔνθα ἐσφαλμένως γράφεται τὸ μέγας ἀντὶ τοῦ μέλας, ἴδε Α. Β. 1182, μέλαινα, μέλᾰν· γέν. μέλᾰνος, μελαίνης, μέλᾰνος, κτλ.· (πρβλ τάλας, ὅπερ εἶναι ἡ μόνη λέξις ἀκριβῶς ὁμοία κατὰ τὸν τύπον): Ἐπικ. δοτ. μείλανι Ἰλ. Ω. 79· Αἰολ. ὀνομαστ. μέλαις Γρηγ. Κορίνθου 599· (ἴδε ἐν τέλει). Μελανός, μαῦρος, μέλαν αἷμα, κῦμα, μέλας οἶνος, γαῖα μέλαινα κτλ., Ὅμ., παρ’ ᾧ ἡ λέξ. κεῖται πρὸς περιγραφὴν παντὸς μελανωποῦ πράγματος καὶ ὅταν τοῦτο δὲν εἶναι ὁλοσχερῶς μέλαν· μέλαν ὕδωρ, ἴσως διότι ἀντλεῖται ἐκ βαθείας πηγῆς ἢ ἐκ βαθέος φρέατος (πρβλ. μελάνυδρος), Ὀδ. Δ 359· ναῦς μέλαινα, ἢ διότι εἶναι πεπισσωμένη (πρβλ. μελαναίων), ἢ ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ χρώματος παντὸς πλοίου φαινομένου ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Α. 300, κ. ἀλλ.· - ἐπὶ ἀνδρὸς μελανόχρους, μαυροειδούς, μελαψός, ἐπὶ ἡλιοκαοῦς, (πρβλ. λευκὸς ΙΙ. 1), μέλανας δὲ ἀνδρικοὺς ἰδεῖν Πλάτ. Πολ. 474Ε· ἰσχυρός τις ἦν, μέλας Δημ. 537. 17· τὰ μέλανα, μέλανα σημεῖα περὶ τὰ ὦτα τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 5, 23· πρβλ. μελάγχροος, μελάμπυγος. ΙΙ. μέλας, μαῦρος, σκοτεινός, σκιερός, ἕσπερος, νύξ, κτλ., Ὅμ., Πίνδ., κλ. ΙΙΙ. μεταφορ., σκοτιενός, «μαῦρος», φοβερός, θάνατος Ἰλ. Β. 834. κτλ.· Κὴρ αὐτόθι 859, κτλ.· ὀδύναι Δ. 117, κτλ.· ἡ δὲ ἀρχὴ τῆς μεταφορικῆς χρήσεως φαίνεται σαφέστερον ἐν ταῖς φράσεσι, μ. νέφος θανάτοιο, ἄχεος νεφέλη μ. Π. 550, Σ. 22· παρὰ τοῖς μετέπειτα καί: μ. τύχη, ἀρὰ Αἰσχύλ. Ἱκ. 88, Θήβ. 833· Ἐρινὺς αὐτόθι 988, πρβλ. Εὐμ. 52· ἄτη Ἀγ. 770· Ἄρης αὐτόθι 1511· Ἅιδης Σοφ. Ο. Τ. 29· Ἅιδου μέλ. ἀνάγκη Εὐτ. Ἱππ. 1388, κτλ.· ἡμέραι μέλαιναι = Λατιν. dies atri, Πλουτ. Λούκουλλ. 27. - Ἐν πᾶσι τούτοις ἀντιτίθεται τὸ λευκός. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, ἀμυδρός, ἀσαφής, Λατ. fuscus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκὸς (Ι. 2), Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 4, Φιλόστρ. 185· φώνημα βραχὺ καὶ μ., ἐπὶ τοῦ Νέρωνος Δίων Κ. 61. 20. 3) ἀσαφής, σκοτεινός, αἰνιγματώδης, Ἀνθ. Π. 11. 347· - ὡς ἐν τῇ Λατ. «Lycophron ater» Papinius Statius «Sylvae» 5. 3, 157. 4) ἐπὶ προσώπων, ἔχων μαύρην ψυχήν, κακός, δυσμενὴς (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου hic niger est), Πλούτ. 2. 12D· μ. ἦθος Μ. Ἀντων. 4. 28· - οὕτω πιθαν., μέλαιναι φρένες, Σόλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 61· μ. καρδία Πίνδ. Ἀποσπ. 88· ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ παραβάλωμεν πρὸς ταῦτα τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι. IV. Συγκρ. μελάντερος, -α, -ον, μελανώτερος, τοῦ δ’ οὔ τι μελάντερον ἔπλετο ἔσθος Ἰλ. Ω. 94· παροιμ. ἐπὶ τοῦ πυκνοτάτου σκότους, [[[νέφος]]] μελάντερον ἠΰτε πίσσα (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Δ. 277· - Ὑπερθετ. μελάντατος Ἱππ. 908Β, κτλ.· - Συγκρ. ὡσαύτως μελανώτερος (ἐκ τοῦ μελανός), ὡσαύτως Στράβ. 772. V. μέλαν, τό, ἴδε τὴν λέξιν. (Κατὰ τὸν Κούρτιον ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ μολύνω (πρβλ. ὡσαύτως μολοβρός)· Σανσκρ. mal-am (sordes), mal-as (sordidus), mal-inas (lutulentus, niger)· Λατ. mal-us, mal-ignus· Γοτθ. mail (ῥυτίς)· Ἀρχ. Γερμαν. meil (macula)· Λιθ. mὸl-is (lutum), mel-ynas (caeruleus)· Λεττ. mel-s (niger). - Ἀρνεῖται δὲ πᾶσαν σχέσιν πρὸς τὸ κελαινός).
French (Bailly abrégé)
αινα, αν ; gén. μέλανος, αίνης, ανος;
noir :
I. au propre;
1 noir, de couleur noire : ναῦς μέλαινα IL noir vaisseau, à cause du badigeon de goudron ; τὸ μέλαν, le cœur noir (du chêne), ou noir pour se teindre, ou l’encre ou noir pour écrire et pour peindre;
2 p. ext. sombre en parl. du soir ; brun en parl. de pers.
II. fig. 1 sombre, triste, funeste : μέλαν νέφος θανάτοιο IL le sombre nuage de la mort ; μέλας θάνατος IL la sombre mort ; μελαίνα τύχη ESCHL sort funeste ; μελαίνα ἀρά ESCHL imprécation funeste, etc. ; ἡμέραι μέλαιναι PLUT jours sombres ; morose;
2 méchant;
Cp. μελάντερος, rar. μελανώτερος ; Sp. μελάντατος.
Étymologie: cf. lat. malus, skr. malas « sale », malam « saleté », etc.
English (Slater)
μέλας (μέλᾰνος, -ᾰνι; -αίνας, -αίνᾳ, -αιναν, -αιναι; μέλαν acc.)
1 dark met., dismal λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον pr. (O. 1.68) λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος (O. 9.50) μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου (θάνατον v. l.) (P. 11.56) οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν (N. 7.3) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (N. 11.39) Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον (I. 8.50)] α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας [Δ. 1. 1. ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 1. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί unenlightened fr. 123. 5. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν pr. fr. 225.