συνήθεια

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ,

   A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους σ. Isoc.1.1; διατριβαὶ καὶ -θειαι μετά τινων Aeschin.2.23; ἡ τῶν φίλων σ. ib.152; σ. καὶ φιλία Arist.GA753a12; ἡ πολιτικὴ σ. Id.EN1181a11; τὰς τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1; ὅπως ἂν αἱ σ. διαζευχθῶσιν Arist.Pol.1319b26; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι σ. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.); ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3 (iii B.C.).    b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.); σ. ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e; πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23.    2 of animals, herding together, Arist.HA575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας in herds, ib.611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας in messes, Plb.35.4.14.    II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι σ. bad habits, Epicur.Sent.Vat.46; κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου Pl.R.620a; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg.865e; ἡ σ. τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4; λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3, cf. 60.27; πολλῆς . . σ. ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46; τῇ σ. τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg.656d: with Preps., διὰ συνήθειαν Id.Sph.248b; διὰ τὴν σ. Arist. HA494b21; ἐκ συνηθείας OGI629.12,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ σ. Pl.R.l.c.; παρὰ συνήθειαν Id.Lg.655e; ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht.157b; σ. ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2; σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a.    2 the customary usage of language, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht.168b, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ σ. τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους σ., Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ σ. Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ σ. Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν σ. A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.    III customary gratuity, Sammelb.7336.13 (iii A.D.), 7369.25 (vi A.D.), PLond.1.113 (3).11, 3.1036.8 (both vi A.D.): pl., perquisites, Cod.Just.3.2.4, Just. Nov.134.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

συνήθεια: ἡ, συναναστροφή, σχέσις, γνωριμία, φιλία, Λατιν. consue?do, πρός τινα Ἰσοκρ. 2Α, κτλ.˙ μετά τινος Αἰσχίν. 31. 18˙ ἡ τῶν φίλων σ. ὁ αὐτ. 48. 27˙ σ. καὶ φιλία Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 15˙ ἡ πολιτικὴ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 19˙ πληθ., αἱ στεναὶ γνωριμίαι καὶ σχέσεις, τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσεν Ἰσοκρ. 2Α˙ ὅπως αἱ σ. διαζευχθῶσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19˙ ― σαρκικὴ συνουσία, μῖξις, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31˙ σ. ἔχειν μετὰ γυναικὸς Σώστρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34˙ ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 7. 2) ἐπὶ ζῴων, συναγελασμός, ἀγέλη, νέμεσθαι κατὰ συνηθείας, κατὰ ἀγέλας, αὐτόθι 9. 4, πρβλ. Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 2. 31˙ ― οὕτως ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συνηθείας, κατὰ συσσίτια, Πολύβ. 35. 4, 14. ΙΙ. ἕξις, ἔθος, συνήθεια, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 485, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 516Α˙ κατὰ συν. τοῦ προτέρου βίου αὐτόθι 620Α˙ τοῖς ἤθεσι τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας, εἰς τοὺς συνήθεις τόπους ἔνθα διατρίβει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Ε˙ σ. τοῦ ἔργου, ἕξις, ἐξοικείωσις πρὸς αὐτό, Ξεν. Κυν. 12, 4˙ λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων Δημ. 342. 11, πρβλ. 1397. 13· τῇ σ. τοῦ εἰδώλου ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσιν Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 7˙ ― ἐφαρμογή, ἄσκησις, γυμνασία, Πολύβ. 1. 42, 7, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 656D· ― μετὰ προθέσεων, διὰ συνήθειαν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 248Β˙ διὰ τὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16. 1˙ κατὰ ἢ παρὰ συνήθειαν, ἐναντίον τῆς συνηθείας, Πλάτ. Πολ. 620Α, Νόμ. 655Ε· ὑπὸ συνηθείας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 157Α˙ ― σ. ἔχω τινί, εἶμαι συνηθισμένος εἴς τι, Πολύβ. 40. 10, 2˙ σ. κτᾶσθαι πρός τι Πλούτ. 2. 791Α. 2) ἡ κατὰ συνήθειαν χρῆσις τῆς γλώσσης, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Πλάτ. Θεαίτ. 168Β˙ εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι, ἔκαμε τὴν πόλιν εἰς συνήθη χρῆσιν τῆς φράσεως ταύτης, Αἰσχίν. 23. 37˙ σ. Ἀθηναίων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 228˙ ― ἰδίως ἡ κοινὴ καὶ συνήθης γλῶσσα, ἐν τῇ συνηθείᾳ Πλούτ. 2. 22F, πρβλ. αὐτόθι C, 1113Α, καὶ Γραμμ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαν., 1) φόρος. 2) πληρωμή, μισθός.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. habitudes en commun, vie en commun ; p. suite :
1 relations habituelles, commerce, société;
2 commerce intime;
II. habitude :
1 manière d’être habituelle : συνήθειαν κτᾶσθαι πρός τι PLUT acquérir l’habitude de qch;
2 usage courant d’un mot, d’une locution ; dialecte commun ou vulgaire.
Étymologie: συνήθης.

English (Strong)

from a compound of σύν and ἦθος; mutual habituation, i.e. usage: custom.

English (Thayer)

συνηθείας, ἡ (συνήθης, and this from σύν and ἦθος), from Isocrates, Xenophon, Plato down, Latin consuetudo, i. e.
1. contact (with one), intimacy: custom: Buttmann, § 189,45); a being used to: with a genitive of the object to which one is accustomed, L T Tr WH.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α συνήθης
1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση του σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις ἔχει δύναμιν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. τρόπος ζωής ή συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται ομοιότυπα (α. «το 'χω συνήθεια να κοιμάμαι λίγο το μεσημέρι» β. «κατὰ συνήθειαν τοῡ προτέρου βίου», Πλάτ.)
3. (κατ' επέκτ.) έθος, έθιμοείναι συνήθεια στον τόπο μας να γίνεται γλέντι πριν την τελετή του γάμου»)
νεοελλ.
1. (νομ.) άτυπος, κατ' έθος κανόνας συμπεριφοράς σε ορισμένο κύκλο βιοτικών σχέσεων
2. (ψυχολ.) κάθε τακτικά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που απαιτεί ελάχιστη ή και καθόλου σκέψη και είναι περισσότερο αποτέλεσμα μάθησης παρά έμφυτη
3. στον πληθ. οι συνήθειες
(κοινων.) κανόνες ή τρόποι συμπεριφοράς που θεωρείται ότι εκφράζουν τον κοινωνικά παραδεκτό τρόπο ενέργειας, χωρίς όμως να έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και χωρίς να συνοδεύονται από ένα σύστημα κυρώσεων ή τυπικού ελέγχου
μσν.
1. στρατιωτικός μισθός
2. μισθός δικαστών ή γραφέων
3. αγώνες που τελούνταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
4. είδος φορολογίας
5. στον πληθ. αἱ συνήθειαι
τα έμμηνα τών γυναικών
μσν.-αρχ.
το φιλοδώρημα που συνήθιζαν να δίνουν, τα τυχερά
αρχ.
1. συναναστροφή, φιλική σχέση («αἱ πρὸς ἀλλήλους συνήθειαι», Ισοκρ.)
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (για ζώα) ο συναγελασμός
4. (κατ' επέκτ.) η αγέλη
5. (για στρατιώτες) τάγμα, λόχος
6. εξάσκηση ή εφαρμογή («πολλῆς δεῑται ἐμπειρίας και συνηθείας», Πολ.)
7. πείρα
8. (σχετικά με λόγο) α) η συνήθης χρήση της γλώσσας
β) η κοινή γλώσσα
9. λέσχη, συντεχνία.