κέλλω

Revision as of 10:47, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

poet. (exc. D.H.14.1 as etym. of Κελτική), = Prose ὀκέλλω: fut.

   A κέλσω A.Supp.331, E.Hec.1057 (lyr.), κελῶ Hsch.: aor. ἔκελσα (v. infr.):—drive on, Hom. only in Od., always in phrase νῆα κέλσαι run a ship to land, put her to shore, νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι Od.10.511; νῆα… ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν 9.546; cause to land, ἀνδρῶν ἡρώων στόλον A.R.2.1090: metaph., Ἄργει κ. πόδα E.El.139 (lyr.).    II intr., of ships or seamen, put to shore or into harbour, κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία Od.9.149; κέλσαντες Σιμόεντος ἐπ' ἀκτάς A. Ag.696 (lyr.), cf. Eu.10; ἐς Ἄργος Id.Supp.331; πρὸς γῆν S.Tr.804: c.acc. loci, κέλσαι… Ἄργους γαῖαν A.Supp.15 (anap.); Τροίας ἄστυ E. Rh.934: metaph., A.Pr.186 (lyr.); κ. ποτὶ τέρμα E.Hipp.140 (lyr.); πᾷ κέλσω; where shall I find a haven? Id.Hec.1057 (lyr.). (Cf.κέλομαι.)

German (Pape)

[Seite 1415] (vgl. ὀκέλλω, cello), fut. κέλσω, aor. ἔκελσα, treiben, bewegen; Hom. νῆα κέλσαι, navem appellere, das Schiff ans Land treiben, theils mit dem Zusatz ἐν ψαμάθοισιν, Od. 9, 546. 12, 5, theils ohne denselben, 10, 511. 11, 20; κατ' ἴχνος πλάταν ἄφαντον κελσάντων Σιμόεντος ἐπ' ἀκτάς Aesch. Ag. 680. – Auch intrans., sich bewegen, laufen, bes. vom Schiffe, anlanden, in den Hafen einlaufen, κελσάσῃσι νηυσί Od. 9, 149; so Tragg., auch von den Schiffenden, κέλσας ἐπ' ἀκτὰς ναυπόρους Aesch. Eum. 10; κέλσαι δ' Ἄργους γαῖαν Suppl. 15; ἐς Ἄργος κέλσειν 326; absol., übertr., πᾶ ποτε τῶνδε πόνων χρή σε τέρμα κέλσαντ' ἐςιδεῖν; Prom. 184, wie auch wir sagen »den Hafen erreichen«; vgl. Eur. Hec. 1048; πρὸς γῆν τήνδ' ἐκέλσαμεν μόλις Soph. Trach. 801; Εὐρίπου διὰ χευμάτων κέλσασα Eur. I. A. 167; οἵαν ἔκελσας ὁδόν Rhes. 898; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1091.

Greek (Liddell-Scott)

κέλλω: (μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ παρατατ. παρὰ πεζογράφοις, καὶ μόνον ἐν τῷ τύπῳ ὀκέλλω): μέλλ. κέλσω Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 330, Εὐρ. Ἑκ. 1052· ἀόρ. ἔκελσα Ὅμ., Ἀττ. ποιητ., ἐν ᾧ τὸ ὀκέλλω ἔχει ἀόρ. ὤκειλα. (Ἐκ √ΚΕΛ- παράγεται καὶ τὸ κέλης, Σανσκρ. kal, kalavâmi (ago, urgeo)· Λατιν. cello (per-cello), celer, celox). Ἐλαύνω, ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει νῆα κέλσαι, ὁδηγῶ πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, «τὸ εἰς γῆν ἐκτιθέναι τὴν ναῦν» Ἡσύχ., Λατ. appellere, νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι Ὀδ. Κ. 511· νῆα μὲν ἔνθ’ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν Λ. 20· νῆα… ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν Ι. 546, Μ. 5, ἢ καὶ ἄνευ τοῦ προσδιορισμοῦ, Κ. 511, Λ. 20·-μεταφορ., Ἄργει κ. πόδα Εὐρ. Ἑλ. 139· οἵαν ἔκελσας ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 898 ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ πλοίων ἢ ναυτῶν, ἔρχομαι εἰς τὴν ἀκτὴν ἢ εἰς τὸν λιμένα, ἐλλιμενίζομαι, κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία Ὀδ. Ι. 149· κέλσαντες Σιμόεντος… ἐπ’ ἀκτὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 696, πρβλ. Εὐμ. 10· ἐς Ἄργος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 330· πρὸς γῆν Σοφ. Τρ. 804· Εὐρίπου διὰ χευμάτων κέλσασα Εὐρ. Ι. Α. 167· ἢ μετ’ αἰτιατ. τόπου, κέλσαι... Ἄργους γαῖαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 16· ἄστυ Εὐρ. Ρῆσ. 934·- μεταφορ., πᾷ ποτε… κέλσαντ’, εἰς τίνα λιμένα καταχθέντες; Αἰσχύλ. Πρ. 184· κ. ποτὶ τέρμα Εὐρ. Ἱππ. 140· καὶ μεταφορ., πᾷ κέλσω; ποῦ νὰ προσορμισθῶ; ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1056, ἀνθ’ οὗ αὐτόθι 1070, πᾷ στῶ; πᾷ κάμψω; πᾷ βῶ;

French (Bailly abrégé)

seul. fut. κέλσω et ao. ἔκελσα;
I. tr. pousser à terre, faire aborder : νῆα OD un vaisseau ; ἐν ψαμάθοισιν OD faire aborder un vaisseau sur des sables;
II. intr. 1 en parl. de l’équipage aborder, arriver au port ; fig. aborder au port (après des épreuves) : πᾷ κέλσω ; EUR par où trouver un port de refuge ?;
2 en parl. de navires aborder, arriver au port.
Étymologie: R. Κελ, pousser vivement ; cf. lat. celer.

English (Autenrieth)

aor. ἔκελσα: beach a ship (νῆα); also intr., κελσάσῃσι δὲ νηυσί, the ships ‘having run on the beach,’ we, etc., Od. 9.149.

Greek Monolingual

κέλλω και ὀκέλλω (Α)
1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός
2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά
3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω
4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω
5. κινώ
6. τρέχω γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κέλλω < κέλ-j-ω, όπως και το ρ. κέλομαι, παρά τη διαφορά σημασίας, ανάγονται στην ΙΕ ρίζα kel- «κινώ, θέτω σε γρήγορη κίνηση» (πρβλ. αρχ. ινδ. kălayati «ωθώ», λατ. celer «γρήγορος» και κελεύω). Απαντά επίσης και ενεστωτικός τ. ὀκέλλω, που εμφανίζει πρόθεμα -ο- (πρβλ. ο-τρύνω). Ο ποιητ. τ. κέκλομαι σχηματίστηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους υποχωρητικά από τον αόρ. ἐκέκλετο του ρ. κέλομαι. Η σημ. του ρ. κέλομαι «καλώ, προσφωνώ» οφείλεται σε επίδραση του ρ. καλώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εξοκέλλω
αρχ.
αποκέλλω, εγκέλλω, εισκέλλω, επικέλλω, εποκέλλω, περιοκέλλω, προσκέλλω, προσοκέλλω, συγκέλλω, συνεξοκέλλω, συνεποκέλλω, υποκέλλω].

Greek Monotonic

κέλλω: μέλ. κέλσω, αόρ. αʹ ἔκελσα·
I. οδηγώ προς, νῆα κέλσαι, τραβώ πλοίο στην ξηρά, έρχομαι στην ακτή, Λατ. appellere, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., Ἄργει κ. πόδα, σε Ευρ.
II. αμτβ., λέγεται για πλοία και ναύτες, έρχομαι στην ακτή, ελλιμενίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., πᾶ ποτε κέλσαντ', σε ποιο λιμάνι κατέφθασαν; σε Αισχύλ.· πᾶκέλσω; πού θα βρω ένα λιμάνι; σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέλλω, alleen fut. κέλσω en aor. ἔκελσα, aan land zetten:; νῆα... ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάτοισιν wij zetten het schip op het strand Od. 9.546; overdr.:; Ἄργει κ. πόδα voet zetten in Argos Eur. El. 139; abs. landen, aanleggen:; κ. ἐς Ἄργος in Argos aanleggen Aeschl. Suppl. 331; ἐπ ’ ἀκτάς bij de oevers Aeschl. Ag. 696; overdr. in veilige haven komen:. θανάτου... κέλσαι ποτὶ τέρμα de veilige haven van de dood bereiken Eur. Hipp. 140; πᾷ κέλσω waar vind ik een veilige haven? Eur. Hec. 1057.

Russian (Dvoretsky)

κέλλω: (только fut. κέλσω и aor. ἔκελσα)
1) пригонять к берегу, причаливать (νῆα Hom.): νῆα κ. ἐν ψαμάθοισιν Hom. вытащить корабль на песок; Ἄργει κ. πόδα Eur. прибыть в Аргос;
2) приставать к берегу, приплывать (Σιμόεντος ἐπ᾽ ἀκτὰς, ἐς Ἄργος Aesch.; πρὸς γῆν τήνδε Soph.): κελσάσῃσι νηυσὶ καθείλομεν ἱστία πάντα Hom. на причаливших кораблях мы спустили все паруса; πᾷ ποτε τῶνδε πόνων χρή σε τέρμα κέλσαντ᾽ ἐσιδεῖν; Aesch. когда можно будет увидеть конец этих твоих страданий?; πᾷ βῶ, πᾷ στῶ, πᾷ κέλσω; Eur. куда мне пойти, где остановиться, где найти убежище?

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: drive (on) (tr. a. intr.), move, put (a ship) to shore, land,
Other forms: (gramm.), aor. κέλσαι (Od.; on the phonetics Schwyzer 285), fut. κέλσω (A., E.), κελῶ (H.)
Compounds: also with prefix, esp. ὀ-κέλλω, aor. ὀκεῖλαι (IA.), rarely ἐπι-, ἐγ-, εἰσ-, συγ-κέλσαι (ep., also Hp., Ar.), ἐπ-έκειλα Act. Ap. 27, 41.
Derivatives: Beside it κέλομαι (Il., Dor.), aor. (ἐ)κέκλετο (Il.) with new present κέκλομαι (A. R.), (ἐ)κελήσατο (Pi., Epich., Epid.), fut. κελήσομαι (κ 296), rarely with ἐπι-, παρα-, drive on, exhort, call. Further athematic κέντο (Alcm. 141) < *κέλτο (on the phonetics Schwyzer 213, on the formation ibd. 678f.). - Derivv. κέλης, κελεύω, κλόνος, s. vv.
Origin: (ὀ)κέλλω PGX. κέλομαι IEX [548] *kel- drive on
Etymology: κέλλω (yot-present) and κέλομαι, which are semantically close, exist unmixed side by side. That they are cognate is mostly not doubted, though for κέλομαι the meaning call to reminds of καλεῖν (thus Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 367f., Specht KZ 59, 86ff.); but this meaning could have developed from drive on, invite, summon. request secondarily. - The other languages have no forms that agree closely with the Greek ones. Semantically closest is the secondary present Skt. kalayati (kāl-) drives. Note also the root aorist Toch. A śäl, B śala he brought, pl. kalar, śälāre (Pedersen Tocharisch 183ff.), with a nā- present källāṣ, källāṣṣäṃ; neither meaning nor form however is clear. The same holds for Alb. qil bring, carry and for Germ., e. g. Goth haldan βόσκειν, ποιμαίνειν, NHG halten. A nominal formation one might compare is Lat. celer quick; (quite uncertain however is Lat. celeber populous, abounding in. - Inspite of the differences in meaning one usually assumes that they have the same root (DELG). Connections with other languages are few and rather doubtful. Further there is the problem of ὀ-, which is assumed in ὄζος etc. The meaning of (ὀ)κέλλω run a ship aground, the usual way of landing (except in a harbour) is so concrete that I would assume a separate verb, but I see no further indications that the verb is Pre-Greek; perh. the ὀ- is Pre-Greek.

Middle Liddell


I. to drive on, νῆα κέλσαι to run a ship to land, put her to shore, Lat. appellere, Od.:—metaph., Ἄργει κ. πόδα Eur.
II. intr., of ships or seamen, to put to shore or into harbour, Od., Aesch., etc.:—metaph., πᾶ ποτε κέλσαντ' having reached what port? Aesch.; πᾶ κέλσω; where shall I find a haven? Eur.

Frisk Etymology German

κέλλω: (Gramm.),
{kéllō}
Forms: Aor. κέλσαι (ep. poet. seit Od.; zum Lautlichen Schwyzer 285), Fut. κέλσω (A., E.), κελῶ (H.)
Grammar: v.
Meaning: ‘antreiben (tr. u. intr.), bewegen, anfahren, landen’,
Composita : auch mit Präfix, bes. ὀκέλλω, Aor. ὀκεῖλαι (ion. att.), vereinzelt ἐπι-, ἐγ-, εἰσ-, συγκέλσαι (ep., auch Hp., Ar.), ἐπέκειλα Act. Ap. 27, 41.
Derivative: Daneben κέλομαι (ep. poet. seit Il., dor.), Aor. (ἐ)κέκλετο (ep. poet. seit Il.) mit neuem Präsens κέκλομαι (A. R.), (ἐ)κελήσατο (Pi., Epich., Epid.), Fut. κελήσομαι (κ 296), vereinzelt mit ἐπι-, παρα-, antreiben, auffordern, zurufen. Dazu das athematische κέντο (Alkm. 141) aus *κέλτο (zum Lautlichen Schwyzer 213, zur Bildung ebd. 678f.). — Ableitungen κέλης, κελεύω, κλόνος, s. dd.
Etymology : Die semantisch eng verwandten κέλλω (Jotpräsens) und κέλομαι laufen formal ohne Vermischung nebeneinander her. Die ursprüngliche Zusammengehörigkeit ist aber kaum anzuzweifeln, obwohl für κέλομαι die Bedeutung zurufen an καλεῖν denken lassen könnte (so zuletzt Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 367f., Specht KZ 59, 86ff.); sie dürfte trotzdem aus antreiben, auffordern sekundär entwickelt sein. — Die übrigen Sprachen bieten keine Formen, die zu den griechisehen genau stimmen. Semantisch am nächsten steht das sekundäre Präsens aind. kalayati (kāl-) treibt. Zu beachten ist auch der Wurzelaorist toch. A śäl, B śala er brachte, pl. kalar, śälāre (Pedersen Tocharisch 183ff.), wozu ein - Präsens källāṣ, källāṣṣäṃ; weder Bedeutung noch Form sind aber eindeutig. Dasselbe gilt für alb. qil bringe, trage und für germ., z. B. got haldan βόσκειν, ποιμαίνειν, nhd. halten. Eine Nominalbildung ist lat. celer schnell; ganz unsicher dagegen lat. celeber belebt.
Page 1,817-818