σύμμετρος

Revision as of 13:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, (μέτρον) A commensurate with, of like measure or of like size with, σύμμετρος σῷ ποδί (sc. ἡ βάσις) E.El.533; χαμεύνῃ Id.Fr. 676; βόστρυχον . . σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ = exactly like it, A.Ch.230: especially of time, commensurate with, keeping even with, δαλὸν ἥλικα ξύμμετρόν τε διαὶ βίου ib.610 (lyr.); τῷδε τἀνδρὶ σ. being of like age with him, S. OT1113; ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ; = coincident with what chance have I come? i.e. in the very nick of time, Id.Ant.387, cf. E.Alc.26 (infr. III). 2 in Mathematics, having a common measure, σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (sc. γραμμαί) Arist.LI968b6; freq. denied of the relation between the diagonal of a square and its side, Id.APo.71b27, APr.41a26, Ph.221b25, Rh.1392a18; τὸ νόμισμα πάντα ποιεῖ σύμμετρα commensurable, Id.EN1133b22; μήκει οὐ σύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ = not lineally commensurate with the one-foot side, Pl.Tht.147d, cf. 148b: Comp., of musical intervals, ταῖς αἰσθήσεσιν εὐληπτότερα τὰ συμμετρότερα Ptol.Harm.1.10. 3 in accord with the metre, S.Eleg.1; σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις in time, Tim. Pers.213. II in measure with, proportionable, exactly suitable, λόγοι ἀνδράσι σύμμετροι = words befitting a man Isoc.4.83, cf. 5.110, 12.135; γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος = region more fitting to beasts than men Str.15.1.26; σύμμετρος πρός τι Pl.Lg.625d, Metrod.Fr.1, etc.; c. dat., Pl.Men.76d, Ti.67c, Epicur.Fr.81 (Comp.). 2 abs., in right measure, in due proportion, symmetrical, opp. ὑπερβάλλων and ἐλλείπων, Arist.EN1104a18, al.; τὸ σ. καὶ καλόν Pl.Phlb.66b; τῶν φύσει ξηροτέρων . . ὡς πρὸς τὸν σ. παραβάλλειν Gal.6.360, cf. 27, al. 3 generally, fitting, meet, due, ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω A.Eu.532 (lyr.); δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου Pl.Ti.86c, cf. Phld.Rh.1.288S., al.; ξύμμετρος ὡς κλύειν = within fit distance for hearing, S.OT84. 4 moderate, πόνοι Isoc.1.12; ὥστε σύμμετρον . . τὸ πνεῦμα . . ποιεῖν Antiph.202.16; σ. τροφαί Sor.1.26, cf. 49, al.; σ. στέγη moderate in size, X.Oec.8.13; of suitable size, σκῆπτρον OGI56.62 (Canopus, iii B.C.). III Adv. συμμέτρως in moderation, Isoc.1.32, etc.; in due time, ἀφίκετο E.Alc.26; συμμέτρως πρὸς ἑωυτόν = conveniently, Hp.Off.3; συμμέτρως ἔχειν πρός τι = to be in proportion to... X.Eq.1.16; εἴς τι Arist.Mir. 834a15; σ. ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους Pl.Ti.85c; τὸ μετὰ νοῦ καὶ τὸ σ. Nicom.Com.1.36; = μετρίως, φέρειν IG12(7).396.31 (Amorgos, ii B.C.), cf. Aristid.Quint.2.5. Comp. συμμετρότερον more fittingly, D.61.27 (v.l. συμμετρώτερον).

German (Pape)

[Seite 982] abgemessen wonach, verhältnißmäßig, dah. gleichmäßig, passend, angemessen; κηδείου τριχὸς συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ, Aesch. Ch. 225; ἔπος, Eum. 505; δαλὸν ἥλικα, σύμμετρόν τε διὰ βίου, Ch. 602, durch das Leben mit dauernd; ἔν τε γὰρ μακρῷ γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ ξύμμετρος, Soph. O. R. 1113; ib. 84 ξύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν, in verhältnißmäßiger Nähe, nahe genug, um hören zu können; εἰ σύμμετρος σῷ ποδὶ γενήσεται, Eur. El. 533; πρός τι, Plat. Legg. I, 625 d; δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ ξυμμέτρου, Tim. 86 c; καὶ ἀνάλογα, 69 b; ὡς μήκει οὐ ξύμμετρος ἐκείναις, Theaet. 148 a; u. adv., συμμέτρως ἔχειν τάχους, Tim. 65 c, eine angemessene Geschwindigkeit haben; πόνοι, Isocr. 1, 12; λόγοι τοῖς ἀνδράσι, 4, 83, dem vorangehenden ἁρμόζοντες entsprechend. – Auch wie μέτριος, mäßig, λίμνη σύμμετρος καὶ μικρά, Artemid. 2, 27; vgl. Xen. Oec. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμετρος: -ον, (μέτρον)· ― ἰσόμετρος, ἀνάλογος, ξύμμετρος σῷ ποδὶ (ἐξυπακ. ἡ βάσις) Εὐρ. Ἠλ. 533· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ μέτρονμέγεθος μετά τινος, ἰσόμετρος, ἰσομεγέθης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 677· σκέψαι κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον τριχὸς σαυτῆς ἀδελφοῦ ξύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ, ἀκριβῶς ὅμοιον πρὸς τὴν κεφαλήν σου, Αἰσχύλ. Χο. 229 ― ἐπὶ χρόνου, μεμετρημένος πρός τι, ἰσόχρονος, δαλὸν ἥλικα σύμμετρόν τε διαὶ βίου αὐτόθι 612· τῷδε τἀνδρὶ ξ., ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν καί τις ἄλλος, Σοφ. Ο. Τ. 1113· ποία σύμμετρος προὔβην τύχῃ; ἐν συμπτώσει πρὸς ποίαν τύχην; δηλ. ἀκριβῶς εἰς τὴν κατάλληλον στιγμήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 387, πρβλ. Εὐριπ. Ἄλκ. 26 (κατωτ. ΙΙΙ). 2) παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς, ὁ ἔχων κοινόν τι μέτρον, σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (ἐξυπακ. γραμμαὶ) Ἀριστ. π. Ἀτόμων γραμμῶν˙ συχνάκις λέγεται ἐπὶ τῆς σχέσεως τῆς διαμέτρου τοῦ κύκλου πρὸς τὴν περιφέρειαν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 23, 9, Φυσ. 4. 12, 16, Ρητ. 2. 19, 5˙ [τὸ νόμισμα] πάντα ποιεῖ σύμμετρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 15˙ μήκει οὐ ξύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ Πλάτ. Θεαίτ. 147D, πρβλ. 148Α, ἴδε ποδιαῖος 2. 3) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ μέτρον, παρὰ τῷ Bgk. Lyr. σ. 152. ΙΙ. ἀνάλογος πρός τι, ἀκριβῶς κατάλληλος, λόγοι ἀνδρὶ σ. Ἰσοκρ. 57C, πρβλ. 104D, 260D˙ γῆ θηρίοις σ. Στράβ. 697˙ σ. πρός τι Πλάτ. Νόμ. 625D, Τίμ. 67C. 2) ἀπολ., ὁ ἔχων τὸ προσῆκον μέτρον, τὴν προσήκουσαν ἀναλογίαν, μέτριος, ἀντίθετον τῷ ὑπερβάλλων καὶ τῷ ἐλλείπων, συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ.˙ τὸ ξ. καὶ καλὸν Πλάτ. Φίληβ. 66Β. 3) καθόλου, ἁρμόζων, κατάλληλος, προσήκων, πρέπων, ξύμμετρον δ’ ἔπος λέγω Αἰσχύλ. Εὐμ. 531˙ δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου Πλάτ. Τίμ. 86C˙ ― σύμμετρος ὡς κλύειν, εἰς προσήκουσαν ἀπόστασιν ὥστε νὰ ἀκούῃ τις, Σοφ. Ο. Τ. 84. 4) μέτριος, πόνοι Ἰσοκρ. 4C˙ ὥστε σύμμετρον... τὸ πνεῦμα... ποιεῖν Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 2. 26˙ σ. στέγη, μετρία τὸ μέγεθος, Ξεν. Οἰκ. 8, 13˙ δένδρον Πλάτ. Τίμ. 86C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τρως, Ἰσοκρ. 9Β, κτλ.˙ κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Εὐρ. Ἄλκ. 26˙ σ. πρός τι, προσφόρως, καταλλήλως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740 σ. ἔχειν πρός τι, ἐν προσήκοντι μέτρῳ…, Ξεν. Ἱππ. 1, 16˙ εἴς τι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 51˙ σ. ἔχειν πάχους Πλάτ. Τίμ. 85C˙ τὸ μετὰ νοῦ καὶ τὸ συμμέτρως Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 36. ― Συγκρ. -ότερον, ἁρμοδιώτερον, τινι Δημ. 1409. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. de même mesure que, dat. ou gén. ; en parl. du temps de même âge, de même durée que, τινι;
II. proportionné, symétrique, d’où
1 qui répond à, qui s’harmonise avec, τινι;
2 d’une juste mesure, convenable : ξύμμετρος ὡς κλύειν SOPH à portée de nous entendre;
III. modique, médiocre en parl. de hauteur ou de force.
Étymologie: σύν, μέτρον.

Greek Monolingual

-η, -ο/ σύμμετρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος
2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός
3. ισόμετρος
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του για το σχολείο είναι σύμμετρη προς την αντοχή και την υπομονή που έχει»)
2. φρ. α) «σύμμετροι αριθμοί»
μαθ. οι αριθμοί που μπορούν να γραφούν ως κλάσματα με ακέραιους όρους, όπως λ.χ. ο 1,4 = 14/10, ο 0, 333... = 1/3
β) «σύμμετρα μεγέθη»
μαθ. δύο ή περισσότερα μεγέθη τα οποία αποτελούν ακέραια πολλαπλάσια ενός άλλου μεγέθους
αρχ.
1. ισομεγέθης («σχεδὸν χαμεύνῃ σύμμετρος Κορινθίας παιδός», Ευρ.)
2. πλήρως όμοιος με άλλον («τριχὸς... συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ», Αισχύλ.)
3. ισόχρονος (α. «τῷδε ἀνδρὶ σύμμετρος» — έχοντας την ίδια ηλικία με τον άνδρα αυτόν, Σοφ.
β. «ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ» — ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, πάνω στην ώρα, Σοφ.)
4. σύμφωνος με ένα μέτρο («σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις», Σοφ.)
5. κατάλληλος για κάποιον («λόγοι ἀνδράσι σύμμετροι», Ισοκρ.)
6. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, μέτριος («τὸ σύμμετρον καὶ καλόν», Πλάτ.)
7. ταιριαστός, πρέπων (α. «ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω», Αισχύλ.
β. «ξύμμετρος ὡς κλύειν» — αυτός που βρίσκεται στην αρμόζουσα, την κατάλληλη απόσταση ώστε να ακούει, Σοφ.)
8. υποφερτός («σύμμετροι πόνοι», Ισοκρ.)
9. μέτριος ως προς το μέγεθος («ἐν... στέγη συμμέτρῳ», Ξεν.).
επίρρ...
συμμέτρως ΝΜΑ, και σύμμετρα Ν
νεοελλ.
με συμμετρία, συμμετρικά
αρχ.
1. με μέτρο, όχι υπερβολικά («θνητὰ δὲ τῷ συμμέτρως τῶν ὑπαρχόντων ἀπολαύειν», Ισοκρ.)
2. τον κατάλληλο καιρό, την κατάλληλη ώρα («συμμέτρως δ' ἀφίκετο», Ευρ.)
3. αναλόγως («συμμέτρως ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους», Πλάτ.)
4. με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα
5. σύμφωνα με το αρμόζον μέτρο
6. (το συγκρ.) συμμετρότερον
με πιο αρμόδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. ὑπέρ-μετρος].

Greek Monotonic

σύμμετρος: -ον (μέτρον),
I. 1. αυτός που διαθέτει συμμετρία, αναλογία με κάτι άλλο, συμμετρικός, αναλογικός, σε Ευρ.· αυτός που εφαρμόζει ή ταιριάζει πλήρως, αρμονικός, ταιριαστός, σε Αισχύλ.· τῷδε ἀνδρὶ ξύμμετρος, αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον, ομήλικος, σε Σοφ.· ποίᾳ σύμμετρος τύχῃ, συμπίπτοντας με ποια περίσταση; δηλ. την κατάλληλη στιγμή, στον ίδ.· βλ. κατωτ. III. 2.
2. αυτός που μπορεί να μετρηθεί με τη χρήση του κοινού μέτρου, σε Αριστ.
II. 1. ανάλογος προς κάτι, ακριβώς κατάλληλος, σε Ισοκρ. κ.λπ.
2. απόλ., αυτός που έχει το σωστό μέτρο, τη σωστή αναλογία, συμμετρικός, ισομετρικός, αντίθ. προς τα ὑπερβάλλων και ἐλλείπων, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. γενικά, αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, σε Αισχύλ.· σύμμετρος ὡς κλύειν, σε κατάλληλη απόσταση ώστε να ακούγεται, σε Σοφ.
III. 1. επίρρ. -τρως, σε Ισοκρ. κ.λπ.
2. στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη στιγμή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύμμετρος:
1) соразмерный, подходящий, соответствующий: σ. τῷ ποδί Eur. как раз по ноге; σ. τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr. соответствующий настоящей теме; ἡ χώρα πρὸς τὴν τῶν πεζῇ δρόμων ἄσκησιν σ. Plat. местность, подходящая для пеших переходов; ξ. ὡς κλύειν Soph. он на таком расстоянии, что услышит; σ. δ᾽ ἀφίκετο Eur. он пришел кстати;
2) складный, хорошо сшитый (χιτώνιον Plut.);
3) одинакового возраста, ровесник (τινι Soph.);
4) весьма сходный, похожий (τινι Aesch.);
5) имеющий общую меру, соизмеримый (αἱ γραμμαί Arst.): ξ. τινι Plat. имеющий общую меру с чем-л.;
6) умеренный (στέγη Xen.): τὰ σώματα τοῖς συμμέτροις πόνοις αὔξεσθαι πέφυκε Isocr. тело обычно развивается умеренным трудом;
7) правильный, истинный (ἔπος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμετρος -ον Att. ook ξύμμετρος [σύν, μέτρον] van ruimte even groot (als); met dezelfde maat (als); met dat.. ἀρβύλης σκέψαι βάσιν εἰ σύμμετρος σῷ ποδί γενήσεται kijk of de afdruk van de sandaal dezelfde maten zal hebben als jouw voet Eur. El. 533. symmetrisch, met de juiste verhoudingen of afmetingen; subst.. τὸ σ. καὶ καλόν de symmetrie en de schoonheid Plat. Phlb. 66b; ξύμμετρος ὡς κλύειν op de juiste afstand om te horen Soph. OT 84; ἵνα συμμέτρως λεπτότητος ἴσχοι καὶ πάχους opdat het een juiste verhouding van dunheid en dikte heeft Plat. Tim. 85c. wisk. evenredig (aan), commensurabel (met), met dat. van tijd gelijktijdig (met), van dezelfde leeftijd (als); met dat.. ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ; met welk toeval ben ik tegelijk gekomen? Soph. Ant. 387; ἐν... μακρῷ γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ σύμμετρος op hoge leeftijd stemt hij overeen met deze man Soph. OT 1113. op het juiste moment, tijdig:. Eur. Alc. 26. uitbr. overeenkomstig, gelijk aan:; βόστρυχον... σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ een haarlok die overeenkomt met jouw hoofd Aeschl. Ch. 230; overdr. passend (bij), geschikt (voor), met dat..; λόγοι τοιούτοις ἀνδράσι σύμμετροι woorden die bij dergelijke mannen passen Isocr. 4.83; subst. τὸ συμμέτρον de norm, de juiste maat:. δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου een boom die meer vruchten draagt dan normaal is Plat. Tim. 86c.

Middle Liddell

σύμ-μετρος, ον, μέτρον
I. commensurate with another thing, Eur.: exactly fitting, Aesch.; τῷδε τἀνδρὶ ξ. being of like age with, Soph.; ποίᾳ σύμμετρος τύχῃ; coincident with what chance? i. e. in the very nick of time, Soph.; v. infr. III. 2.
2. commensurable, Arist.
II. in measure with, proportionable, exactly suitable, Isocr., etc.
2. absol. in right measure, in due proportion, symmetrical, opp. to ὑπερβάλλων and ἐλλείπων, Plat., etc.
3. generally, fitting, meet, due, Aesch.;— σύμμετρος ὡς κλύειν within fit distance for hearing, Soph.
III. adv. -τρως, Isocr., etc.
2. in due time, Eur.

English (Woodhouse)

accordant, appropriate, becoming, befitting, felicitous, fit, fitting, proper, suitable, symmetrical, corresponding to, responsive to, uniform with