καθιστώ

Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, -άω)
1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ
(α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τον κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῦ», Ηρόδ.)
2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να αποκτήσει μια ιδιότητα (α. «η ανεργία καθιστά τον άνθρωπο δυστυχή» β. «ἡ ἐπιθυμία ἀμνήμονά τινα καθίστησι», Αντιφ.)
3. μέσ. καθίσταμαι
α) διορίζομαι, γίνομαι
β) διορίζω για τον εαυτό μου
4. (το θηλ. μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) (για ηλικία) η καθεστηκυία
σταθερή, μέση
νεοελλ.
1. παθ. εξελίσσομαι σε..., τείνω να γίνω... («η κατάσταση καθίσταται αφόρητη»)
2. φρ. «καθεστηκυία τάξη»
α) η ισχύουσα τάξη πραγμάτων
β) η άρχουσα ή κυρίαρχη τάξη
αρχ.
1. βάζω, τοποθετώ («ποῦ δεῖ καθιστάναι πόδαΕυρ.)
2. οδηγώ σε κάποιον τόπο («φυγόντων παῑδας λαβὼν και καταστήσας ἐς Νάξον». Ηρόδ.)
3. επαναφέρωπάλιν αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾱ», Θουκ.)
3. οδηγώ κάποιον μπροστά σε κάποιον άλλο, παρουσιάζω («ὥς μοι καταστήσεις τὸν παῖδα ἐς ἔλεγχον», Ηρόδ.)
4. έρχομαι ενώπιον κάποιου, παρουσιάζομαι («καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε», Θουκ.)
5. εγκαθίσταμαι, τοποθετούμαι
6. φθάνω σε κάποιον τόπο («καταστάντες οὖν ἐς Ρήγιον», Θουκ.)
7. ιατρ. μπαίνω στην άρθρωση, εισέρχομαι στον αρμό («ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ καθίσταται», Ιπποκρ.)
8. εγκαθιστῶ, εγκαθιδρύω («ἔδοξεν αὐτοῖς προφυλακὰς καταστήσαντας», Ξεν.)
9. (για πολιτεύματα, νόμους, αγώνες κ.λπ.) ιδρύω, εισάγω («τοὺς γυμνικούς ἀγῶνας καταστησάντων», Iσοκρ.)
10. (ενεργ. και μέσ.) διαρρυθμίζω, διοργανώνω («ἕως ἂν πολιτείαν καταστήσωμεν», Πλάτ.)
11. φέρω κάποιον σε μια κατάστασηΣίμων με εἰς τοιαύτην ανάγκην κατέστησεν», Λυσ.)
12. καταντώ («φονέα με φησὶ Λαΐου καθεστάναι», Σοφ.)
13. επανορθώνω, αποκαθιστώ, θεραπεύω
14. εξακολουθώ, συνεχίζω («παννύχιοι δὴ διάπλοον καθίστασαν», Αισχύλ.)
15. (για στρατιώτες) παρατάσσω
16. (για αγοραπωλησίες) στοιχίζω, κοστίζω
17. μέσ. καθίσταμαι
α) εγκαθιδρύομαι, καθιερώνομαι
β) (για νερό) γαληνεύω, ησυχάζω, ηρεμώὅταν μὲν ἡ λίμνη καταστῆ», Αριστοφ.)
γ) (για θόρυβο) κοπάζω, σταματώ («κατέστη ὁ θόρυβος», Ηρόδ.)
δ) αφήνω κατακάθι («οὖρα... θολερά δὲ καὶ οὐδὲ καθιστάμενα», Ιπποκρ.)
ε) πορίζομαι, αποκτώ («τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων», Ηρόδ.)
στ) ανθίσταμαι, εναντιώνομαι («τοὺς καταστησομένους ἐν τῆ συγκλήτῳ πρός τοὺς παρὰ τῶν Ἀχαιῶν πρεσβευτάς», Πολ.)
ζ) κανονίζω, τακτοποιώ, ιδίως σε συνεννόηση με άλλον
16. φρ. α) «καθιστάναι τινὰ εἰς κρίσιν» — να φέρει κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου
β) «καθιστάναι τινὰ ἐς...» — εντάσσω ή συναριθμώ κάποιον σε ορισμένη ομάδα
17. (ο πληθ. του αρσ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) (για πρόσ.) οἱ καθεστηκότες
αυτοί που έχουν μέση ηλικία, οι μεσήλικες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱστῶ, μεταπλασμένος τ. του ἵστημι κατά τα ρ. σε -άω / -].