πλάνος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
1 Act., leading astray, deceiving, π. κατέσειον ἐδωδάν the bait, Theoc.21.43, cf. AP7.702 (Apollonid.); π. δῶρα, ἄγρα, Mosch.1.29, Fr.1.10; πνεύματα 1 Ep.Ti.4.1.
2 Pass., wandering, roaming, fickle, ποικίλον πρᾶγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη Men.Kith.Fr.8; π. φέγγη = planets, Man.4.3.
II Subst. πλάνος, ὁ, = πλάνη, wandering, roaming, S.OC1114, E.Alc.482, etc.: in plural, Ar.V.873 (lyr.), etc.
b κερκίδος πλάνοι, of the act of weaving, E.Ion 1491 (lyr.).
2 metaph., φροντίδος πλάνοι = wanderings of thought, S.OT67; π. φρενῶν = wandering of mind, madness, E.Hipp.283; π. τε καρδίᾳ προσίσταται Id.Fr.1038; πλάνοις = in uncertain fits, of a disease, S.Ph.758; = πλάνη II.1, Pl.Phd.79d.
3 digression, Id.Ep.344d.
4 error, Ceb.25, Diog.Oen.26; grammatical mistake, A.D.Pron.84.11.
III of persons, πλάνος, ὁ, vagabond, impostor, Nicostr.Com.24, Dionys.Com. 4, D.S.34/5.2.14, Ev.Matt.27.63.
German (Pape)
[Seite 625] 1) als adj., auch 2 Endgn, umherschweifend, Landstreicher, Taschenspieler, Gaukler u. dergl.; πλάνοι ἀστέρες, die Irr-, Wandelsterne, Gegensatz ἄπλανοι, Fixsterne. – 2) als subst., ὁ πλ., das Umherirren, Umherschweifen, Soph. O. C. 1116; auch übertr. von der Krankheit, Phil. 748; u. von Gedanken, πολλὰς δ' ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, O. R. 67; Eur. Hel. 540; κερκίδος, Ion 1491; Ar. Vesp. 873; πέπαυται τοῦ πλάνου, Plat. Phaed. 79 d.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 errant;
2 qui égare, qui trompe.
Étymologie: R. Πλαν, errer.
2ου (ὁ) :
course errante ; en parl. de choses mouvements (d'une maladie, de la pensée, etc.).
Étymologie: R. Πλαν, errer.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάνος -ον [πλανάω] (~ πλανάω) misleidend:; π. ἐδωδάν bedriegelijk voedsel (d.w.z. aas) Theocr. Id. 21.43; προσέχοντες πνεύμασιν πλάνοις doordat ze luisteren naar dwaalgeesten NT 1 Tim. 4.1; subst. ὁ πλάνος bedrieger. NT. (~ πλανάομαι) subst. ὁ πλάνος het zwerven, zwerftocht; overdr..; φροντίδος πλάνοις in de omzwervingen van mijn geest Soph. OT 67; π. φρενῶν geestelijke onrust Eur. Hipp. 283; onzekerheid; Plat. Phaed. 79d; uitweiding. Plat. Epist. 344d.
Russian (Dvoretsky)
πλάνος: (ᾰ)
1 блуждающий, переменчивый, непостоянный (ποικίλον καὶ πλάνον πρᾶγμα Men.);
2 вводящий в заблуждение, завлекающий, обманчивый (ἐδωδή Theocr.; εἶδαρ ἀγκίστρου Anth.).
II ὁ
1 блуждание, скитание, странствие, Soph., Eur.;
2 колебание, шатание (φροντίδος πλάνοι Soph.): (ἡ νόσος) ἥκει πλάνοις Soph. болезнь находит приступами; κερκίδος πλάνοι Eur. качание ткацкого челнока;
3 отклонение, отступление Plat.;
4 обманщик NT.
English (Strong)
of uncertain affinity; roving (as a tramp), i.e. (by implication) an impostor or misleader; --deceiver, seducing.
English (Thayer)
πλανον, wandering, roving; transitively and tropically, misleading, leading into error: πνεύματα πλανᾷ, πλάνοι ἄνθρωποι, Josephus, b. j. 2,13, 4). ὁ πλάνος substantively (Cicero, others, planus), as we say, a vagabond, 'tramp,' impostor (Diodorus, Athen., others); hence, universally, a corrupter, deceiver, (Vulg. seductor): ὁ κοσμοπλάνος, ' Teaching' etc. 16,4 [ET].)
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο / πλάνος, -α, -ον, ΝΜΑ
1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που εξαπατά, απατεώνας
3. εκκλ. αυτός που πιστεύει ή διδάσκει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, που αντιστρατεύεται τις χριστιανικές διδασκαλίες και αλήθειες
νεοελλ.
1. αυτός που γοητεύει με την ομορφιά του, γοητευτικός (α. «πλάνα μάτια»)
2. (για πρόσ.) γόης
3. αυτός που πλανάται ως προς την πεποίθηση ή την προσδοκία του («γλυκοί εστάθηκαν και πλάνοι / τών γονιών σου οι στοχασμοί», Σολωμ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ο πλάνος
α) δόλωμα αλιευτικό
β) το πουλί γιδοβυζάστρα
μσν.-αρχ.
1. ασταθής («ποικίλον πρᾶγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη», Μέν.)
αρχ.
αυτός που περιπλανάται («πλάνα φέγγη» — οι πλανήτες, Μαν.)
2. το αρσ. ως ουσ. α) περιπλάνηση
β) κίνηση («κερκίδος ἐμᾱς πλάνους», Ευρ.)
γ) παρέκκλιση, παρέκβαση
δ) (για ασθένεια) ανώμαλη πορεία
ε) πλάνη, λάθος
στ) γραμματικό σφάλμα
ζ) απατηλή κατάσταση
3. φρ. α) «πνεῦμα πλάνον»
(στην Καινή Διαθήκη) δαίμονας που παραπλανά, που εκτρέπει από την ευθεία οδό, από την αλήθεια
β) «φροντίδος πλάνοι» — οι περιπλανήσεις της σκέψης
γ) «πλάνος φρενῶν»
i) μανία, παραφροσύνη
ii) ψυχική διαταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. πλανῶ / πλανῶμαι].
(II)
το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) δελεαστικό μέσο, δέλεαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πλάνη με αλλαγή γένους (πρβλ. μισθό, το: μισθός, ο, πεύκο, το: πεύκη, η)].
Greek Monotonic
πλάνος: [ᾰ], -ον,
I. 1. Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε σφάλμα, απατεώνας, απατηλός, σε Θεόκρ., Μόσχ.
III. 1. πλάνος, ὁ = πλάνη.
2. μεταφ., φροντίδος πλάνοι, περιπλανήσεις του μυαλού, τρέλα, σε Ευρ.· πλάνοις, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για ασθένεια, σε Σοφ.· κερκίδος πλάνοι, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ.
III. λέγεται για πρόσωπα, πλάνος, ὁ, απατεώνας, αγύρτης, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πλάνος: [ᾰ], -ον, 1) ἐνεργ., παραπλανῶν, παροδηγῶν, ἀπατῶν, ἐξαπατῶν, πλάνον κατέσειον ἐδωδήν, τὸ δέλεαρ, Θεόκρ. 21. 43, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 702· πλάνα δῶρα, πλάνος ἄγρα Μόσχ. 1. 29., 5. 10· πνεύματα Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 1. 2) Παθ., πλανώμενος, περιπλανώμενος, ἀσταθής, ποικίλον πρᾶγμ’ ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 8· ἀλλά, πλάνα φέγγη, πλανῆται, Μανέθων 4. 3. ΙΙ. πλάνος, ὁ, = πλάνη, περιπλάνησις, Σοφ. Ο. Κ. 1114, Εὐρ. Ἄλκ. 482, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Σφ. 873, κτλ. 2) μεταφορ., φροντίδος πλάνοι, αἱ περιπλανήσεις τῶν σκέψεων, Σοφ. Ο. Τ. 67· ἀλλά, πλ. φρενῶν, παραπλάνησις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη, μανία, Εὐρ. Ἱππ. 283, οὕτω, πλ. τε καρδίᾳ προσίσταται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1025· πλάνοις, με ἀκανονίστους παροξυσμούς, ἐπὶ νόσου, Σοφ. Φιλ. 758, ἴδε Ellendt Lex. ἐν λ. ἴσως· ― κερκίδος πλάνοι ἐπὶ τῆς ἐν τῷ ὑφαίνειν κινήσεως, Εὐρ. Ἴων 1491. 3) παρεκβολή, παρέκβασις, Πλάτ. Ἐπιστ. 344D. 4) πλάνη, λάθος, Κέβητ. Πίναξ 25. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πλάνος, ὁ, ἀλήτης ἢ ἀπατεών, Νικόστρατος ἐν «Σύρῳ» 1, Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζϳ, 63 Λατ. planus, Cic. pro Cluent. 26.
Middle Liddell
πλᾰ́νος, ον,
1. act. leading astray, cheating, deceiving, Theocr., Mosch.
II. πλάνος, = πλάνη, a wandering, roaming, straying, Soph., Eur., etc.
2. metaph., φροντίδος πλάνοι the wanderings of thought, Soph.; but, πλ. φρενῶν wandering of mind, madness, Eur.; πλάνοις in uncertain fits, of a disease, Soph.; κερκίδος πλάνοι, of the act of weaving, Eur.
III. of persons, πλάνος, a deceiver, impostor, NTest.
Chinese
原文音譯:pl£noj 普拉挪士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:離正道(者) 相當於: (תָּעָה)
字義溯源:漂泊*,迷惑人的,誘惑人的,引誘人的,誤人者,欺騙人的。比較: (φρεναπάτης)=迷亂人心者
同源字:1) (ἀποπλανάω)使人迷途 2) (πλανάω)流浪,迷惑 3) (πλάνη)詐欺,錯謬 4) (πλάνης / πλανήτης)流蕩者 5) (πλάνος)漂泊
出現次數:總共(5);太(1);林後(1);提前(1);約貳(2)
譯字彙編:
1) 誘惑人的(2) 太27:63; 林後6:8;
2) 迷惑人的(2) 約貳1:7; 約貳1:7;
3) 引誘人的(1) 提前4:1