ἐξεργάζομαι
English (LSJ)
fut. ἐξεργάσομαι: aor. ἐξηργασάμην, Dor.
A ἐξηργάξατο IG 1.423: pf. ἐξείργασμαι, Ion. ἐξέργασμαι, both in act. and pass. sense (v. infr.): aor. ἐξειργάσθην always Pass., Isoc.5.7, Plu.Num.9: so fut. ἐξεργασθήσομαι Isoc.Ep.6.8:—work out, bring to completion, Hdt.1.93, 4.179 (Pass.), etc.; τίς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται; E. Hel.583; οὐδὲ.. μελετῶντες αὐτὸ (i.e. seamanship) ἐξείργασθέ πω Th.1.142; τὰ ἐπιμαχώτατα ἐ. finish [fortifying] the most assailable points, Id.4.4, cf. 5.75, 6.101 (Pass.); τέχνην ἐ. X.Smp.4.61, cf. Cyr.8.2.5 (Pass.); τοιούτους ἐ. τινάς make them exactly such, Id.Smp.4.60.
2 accomplish, achieve, ἥδ' ἔστ' ἐκείνη τοὔργον ἡξειργασμένη S.Ant.384, cf. Men.Epit.474; ἐξεργάζομαι τάραχον work utter confusion, X.Eq.9.4; πήματα E.Heracl.960; ἐ. συμμαχίαν bring it about, Aeschin.3.239; πραγματικῶς ἐξεργάζομαι τὴν ὑπόθεσιν Plb.5.26.6: c. dupl. acc., κακὸν ἐ. τινά work him mischief, Hdt.6.3, cf. Pl.Ep. 352d, etc.:—Pass., σφιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον A.Pers.759, cf. Hdt.9.75; ἐπ' ἐξεργασμένοισι after the deed had been done, usually of crimes or acts of violence, Id.4.164, 8.94, cf. A.Ag.1379, S.Aj.377; ἐπ' ἐ. κακοῖσι E.Ba.1039; τοὐξειργασμένον S.Aj.315.
3 contrive or manage that.., ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι Plb.31.33.3, cf. Luc.Tox.32, Plu.Cat.Ma.3.
4 work at, especially in Pass., ἀγροὶ εὖ ἐξεργασμένοι well-cultivated lands, Hdt.5.29, cf. 6.137; [ἡ γῆ] ὅσῳ ἄμεινον ἐξείργασται Th.1.82; of plants, train, Thphr. CP 5.3.5.
5 of an author, work out, D.H.Th.15: abs., treat fully, ἐ. κατὰ μέρος περί τινος Plb.3.26.5:—Pass., τὰ κατ' ἐπιτομὴν ἐξειργασμένα Phld.Lib. p.1 O.
II undo, destroy, especially of men, ruin, Hdt.4.134, 5.19, E. Hel.1098, etc.; in Trag., also ἐ. αἷμα μητρός Id.Or.1624:—Pass., ἐξειργάσμεθα we are undone, Id.Hipp.565; ὡς μή τι ἐξεργάσωνται that they may do no harm, Hp.Morb.3.16 as cited by Gal.19.182, cf. 212 (ἐξ- [or κατ-]εργάσηταί τι κακόν codd. Hp.).
German (Pape)
[Seite 877] ausarbeiten, vollenden; τοιγάρ σφιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον Aesch. Pers. 759, im pass. Sinne, wie τοὐξειργασμένον ἔλεξα πᾶν Soph. Ai. 308 u. ἀλγεῖν ἐπ' ἐξειργασμένοις 370; ἐστὶ Σωφάνεϊ λαμπρὸν ἔργον ἐξεργασμένον Her. 9, 75, S. hat es ausgeführt, s. auch nachher; aber activ. ἥδ' ἔστ' ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾿ξειργασμένη Soph. Ant. 380; ἐάνπερ ἐξεργάζωνται ἐπὶ ὃ ἕκαστος ὥρμηκε, wenn sie ausführen, Plat. Rep. IX, 582 c; οἱ δειλοὶ φόβοι πολλοὺς δὴ φόνους εἰσὶν ἐξειργασμένοι Legg. IX, 870 c; so auch αἷμά τινος Eur. Or. 1624; – τοιοῦτόν τινα, zu einem solchen machen, Xen. Conv. 4, 60; ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι, er setzte es durch, daß er König genannt wurde, Pol. 32, 4, 3; vgl. Plut. Cat. mai. 3; κακὰ ἐξεργάσασθαί τινα Her. 3, 30, wie Plat. Ep. VIII, 352 d; – zu Stande bringen, συμμαχίαν Aesch. 3, 239; – τέχνην, eine Kunst ausüben, betreiben, Plat. Apol. 22 d; Xen. Conv. 4, 61. Dah. übh. ausbilden, οὐδὲ γὰρ ὑμεῖς μελετῶντες αὐτὸ – ἐξείργασθέ πω Thuc. 1, 142. – Vom Lande, es bebauen, ἀγροὺς εὖ ἐξειργασμένους, gut bestellte, Her. 5, 29; ὅσον ἄμεινον γῆ ἐξείργασται Thuc. 1, 82. Aber auch = zerarbeiten, zu Grunde richten, conficere, Ἰνὼ δὲ τἀπὶ θάτερ' ἐξειργάζετο ῥηγνῦσα σάρκας Eur. Bacch. 1129; μή μ' ἐξεργάσῃ Hel. 1098; Her. 4, 134. 5, 19; so auch aor. pass., ἐξειργάσθη ὑπό τινος Plut. Num. 9 (in anderer Bdtg πρὶν ἐξεργασθῆναι τὸν λόγον Isocr. 5, 7, bevor sie ausgearbeitet); τοὺς ἐχθρούς, bekriegen, App. Daher ἐξειργάσμεθα = es ist um uns geschehen, Eur. Hipp. 566.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξεργάσομαι, ao. ἐξειργασάμην;
Pass. ao. ἐξειργάσθην, pf. ἐξείργασμαι;
I. mener à terme, d'où
1 exécuter, accomplir : ἔργον SOPH une œuvre ; νηόν HDT élever un temple;
2 effectuer, réaliser : τοιοῦτόν τινα XÉN parvenir à rendre tel (qu'on veut) ; μισθὸς ἡμῖν ἐξείργασται XÉN une solde nous est assurée ; ἐξ. κακά τινα HDT faire du mal à qqn;
II. exercer, cultiver : ἡ γῆ ἐξείργασται THC la terre a été cultivée ; ἀγροὶ εὖ ἐξεργασμένοι (ion.) HDT champs bien cultivés ; fig. ἐξεργάζεσθαι τέχνην XÉN exercer un art;
III. avec idée d'hostilité venir à bout de, càd ruiner, faire périr : ἐξειργάσμεθα EUR c'en est fait de nous.
Étymologie: ἐξ, ἐργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεργάζομαι: (aor. ἐξειργασάμην - pass. ἐξειργάσθην)
1 совершать, делать, выполнять (ἔργον Soph.): ἐξεργάσασθαι φόνον Plat. или αἷμα Soph. совершить убийство; ἀλγεῖν ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις Soph. скорбеть о содеянном (т. е. непоправимом): ἐ. τοιοῦτόν τινα Xen. делать кого-л. таким именно;
2 создавать, творить (βλέποντα σώματα Eur.);
3 строить, воздвигать (νηόν Her.);
4 обрабатывать, возделывать (τὴν γήν Thuc.; ἀγροὶ εὖ ἐξεργασμένοι Her.);
5 прясть: νῆμα ἐξειργασμένον Arst. готовая пряжа;
6 проводить, рыть (τῆς τάφρου τὸ τρίτον μέρος Plut.);
7 вызывать или вести (πλείονας πολέμους Plut.);
8 добиваться, устраивать: ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι Polyb. он заставил провозгласить себя царем; μισθὸς ἐξείργασται τῇ στρατιᾷ ἐνιαυτοῦ Xen. жалованье войску обеспечено на год;
9 причинять (κακά τινα Her., Plat.);
10 тщательно исследовать, обстоятельно излагать (περί τινος Polyb.; τὴν αἰτίαν τινος Plut.);
11 в совершенстве владеть (ἐ. τέχνην τινά Xen., Plat.);
12 уничтожать, истреблять, губить (τινα Her., Eur.): ἐξείργασμαι Eur. я погиб.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι: ἀόρ. -ειργασάμην, γραφόμενον ἐξηργάξατο, ἐν τοῖς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 762: πρκμ. -είργασμαι, Ἰων. -έργασμαι, ἀμφότερά εἰσιν ἐνεργ. καὶ παθ. σημασ., ἴδε κατωτ.: ἀόρ. -ειργάσθην, ἀείποτε παθ., Ἰσοκρ. 84A· κτλ.· οὕτω μέλλ. -εργασθήσομαι, Ἰσοκρ. 419Δ: - Ἀποθ., ἐργάζομαί τι ἐντελῶς, τελειώνω, φέρω εἰς πέρας, εἰς ἐντέλειαν, Ἡρόδ. 1. 93., 4. 179, καὶ Ἀττ., τίς βλέποντα σώματ’ ἐξεργάζεται; Εὐρ. Ἠλ. 583· οὐδὲ γὰρ ὑμεῖς μελετῶντες αὐτὸ (δηλ. τὸ θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι) ἐξείργασθέ πω Θουκ. 1. 142· ἠπείγοντο φθῆναι τοὺς Λακεδαιμονίους τὰ ἐπιχώματα ἐξεργασάμενοι, πρὶν ἐπιβοηθῆσαι, παντὶ τρόπῳ ἐπέσπευδον τὸ ἔργον ὅπως προλάβωσι νὰ τελειώσωσι τὰ ὀχυρώματα πρὶν προφθάσωσι νὰ ἔλθωσι κατ’ αὐτῶν οἱ Λακεδαιμόνιοι, ὁ αὐτὸς 4. 4, πρβλ. 5. 75., 6. 101· τέχνην ἐξ. Ξεν. Συμπ. 4, 61, πρβλ. Κύρ. 8. 2. 5· τοιούτους ἐξ. τινας, ποιεῖν αὐτοὺς ἀκριβῶς τοιούτους, ὁ αὐτὸς Συμπ. 4. 60. 2) πράττω, ἐκτελῶ, κατορθώνω τι, ἥδ’ ἔστ’ ἔργον ἡξειργασμένη Σοφ. Ἀντιγ. 384, πρβλ. 262, 428· ἐξ. τάραχον, προξενεῖν ἐντελῆ σύγχυσιν, Ξεν. Ἱππ. 9. 4· πήματα Εὐρ. Ἡρακλ. 960· συντελῶ ὅπως γένηταί τι, τὸ δ’ αὐτὸ τοῦτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάζετο Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 67· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτ., κακὸν ἐξ. τινα, προξενεῖν κακὸν εἴς τινα, Ἡρόδ. 6. 3, Πλάτ. Ἐπιστ. 352D, κτλ: -ὡς Παθ., σφιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον Αἰσχύλ. Πέρσ. 759, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 75· ἐπ’ ἐξεργασμένοισι, ἀφοῦ ἡ πρᾶξις ἐπράχθη, συνήθως ἐπὶ κακουργημάτων ἢ βιαίων πράξεων, ὁ αὐτὸς 4. 164., 8. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1379, Σοφ. Αἴ. 377, Εὐρ. Βάκχ. 1039· τοὐξειργασμένον Σοφ. Αἴ. 315· μισθὸς ἡμῖν ἐξείργασται τῇ στρατιᾷ, εἶναι ἐξησφαλισμένος, Ξεν. Ἑλλην. 3. 1, 28. 3) κατορθώνω ὥστε νά..., Λατ. efficere ut.., ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι Πολύβ. 32. 4, 3, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 32, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 3. 4) ἐν τῷ Παθ. ἐπὶ ἀγρῶν ἢ γῆς ἐν γένει, καλλιεργοῦμαι, ἀγροὶ εὖ ἐξεργασμένοι Ἡρόδ. 5. 59, πρβλ. 6. 137· ἡ γῆ ἐξείργασται Θουκ. 1. 82· ἐπὶ φυτῶν, ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἐξειργασμένων καὶ ἡμερωμένων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 5. 5) ἐπὶ νόμων, ἐπεξεργάζομαι αὐτούς, μὴ γὰρ ἐξεργασαμένου καὶ γράψαντος... τοὺς νόμους Πολύβ. 40. 10, 5, κτλ.· ἐπὶ συγγράματος, περὶ ὧν ἡμεῖς ἐν τῇ παρασκευῇ τῆς ἰδίας πραγματείας μνησθέντες, εἰς τοῦτον ὑπερεθέμεθα τὸν καιρόν, κατὰ μέρος ὑπὲρ αὐτῶν ἐξεργάσασθαι ὁ αὐτὸς 3. 26, 5. ΙΙ. βλάπτω, φέρω καταστροφήν, καταστρέφω, Λατ. conficere, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἢ καί τι Ἴωσι δόξαι τὸ ἡμέας οἷόν τε ἔσται ἐξεργάσασθαι Ἡρόδ. 4. 134· ἵνα μὴ ἐξεργάσῃ ἡμέας, ἵνα μὴ ἐπενέγκῃς καταστροφὴν εἰς ἡμᾶς, ὁ αὐτὸς 5. 19, ἔνθα ἴδε Wessel. Εὐρ. Ἑλ. 1098, κτλ.· προτέτι, ἐξ. αἷμα, φόνον Εὐρ. Ὀρ. 1624, κτλ: - Παθ. ἐξειργάσμεθα, εἴμεθα τελειωμένοι, κατεστραμμένοι, Λατ. actum est, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 565, πρβλ. ἐξαρπάζω.
Greek Monolingual
(AM ἐξεργάζομαι) εργάζομαι
κατεργάζομαι, δουλεύω καλά
αρχ.
1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται;», Ευρ.)
2. (για αγρό) καλλιεργώ
3. (για φυτά) περιποιούμαι
4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι
5. απόλ. πραγματεύομαι («τὰ κατ' ἐπιτομήν ἐξειργασμένα», Φιλόδημος)
6. εκπληρώνω, κατορθώνω
(«τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάζετο», Αισχίν.)
7. προκαλώ («τάραχον ἐξεργάζεται», Ξεν.)
8. κατορθώνω ώστε να («ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι», Πολ.)
9. καταστρέφω («κόρη Διώνης Κύπρι, μὴ μ' ἐξεργάσῃ, Ευρ.)
10. αδικώ, ζημιώνω.
Greek Monotonic
ἐξεργάζομαι: μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι, Ιων. -έργασμαι (και με Ενεργ. και με Παθ. σημασία)·
I. 1. εκτελώ, επεξεργάζομαι, ολοκληρώνω, τελειώνω, φέρνω εις πέρας, σε Ηρόδ., Αττ.
2. εκπληρώνω, πραγματοποιώ, εκτελώ, κάνω, κατορθώνω κάτι, σε Σοφ.· κακὸν ἐξ. τινα, πρόκληση κακού σε κάποιον, σε Ηρόδ. — Παθ., ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἐξεργασμένοισι, αφού η πράξη είχε γίνει, σε Ηρόδ.
3. καλλιεργούμαι· ως Παθ., ἀγροὶ εὖ ἐξεργασμένοι, καλά καλλιεργημένα χωράφια, στον ίδ.· (ἡ γῆ) ἐξείργασται, σε Θουκ.
II. χαλώ, καταστρέφω, συντρίβω, αφανίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., ἐξειργάσμεθα, είμαστε τελειωμένοι, κατεστραμμένοι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -άσομαι perf. -είργασμαι ionic -έργασμαι both in act. and pass. sense
I. to work out, make completely, finish off, bring to perfection, Hdt., Attic
2. to accomplish, perform, achieve a work, Soph.; κακὸν ἐξ. τινα to work him mischief, Hdt.:—as Pass., ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον Aesch.; ἐπ' ἐξεργασμένοισι after the deed had been done, Hdt.
3. to work at: as Pass., ἀγροὶ εὖ ἐξεργασμένοι well cultivated lands, Hdt.; [ἡ γῆ] ἐξείργασται Thuc.
II. to undo, destroy, overwhelm, ruin, Hdt., Eur.:—as Pass., ἐξειργάσμεθα we are undone, Eur.
Lexicon Thucydideum
absolvere, to acquit, absolve, 1.142.7 (de re nautica concerning naval matters), 3.51.4, [nonnulli codd. several manuscripts ἐξείργάσατο] 4.4.3, 5.75.9, 8.92.1, [Vat. Vatican manuscript ἐξειργασμένοι].
PASS. perf. et plqperf. perfect and pluperfect 2.78.2, 6.101.3, 7.2.4, —
excoli (de terra), to be tilled (of land), 1.82.4.