ἄλλως
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
Dor. ἀλλῶς, A.D.Adv. 175.13, Adv. of ἄλλος,
A otherwise, Il.19.401, etc.: freq. with other Advbs., ἄ. πως in some other way, ἄ. οὐδαμῶς in no other wise, Pl.R.343b, 526a, etc.; πως ἄ. X.Mem.2.6.39; ἄ. καὶ ἄ. Hierocl.in CA23p.468M. 2 καὶ ἄλλως and besides (cf. ἄλλος 11.8), ἀγήνωρ ἐστὶ καὶ ἄλλως Il.9.699; a woman is described as very tall καὶ ἄ. εὐειδής Hdt.1.60, etc.; ἀρίστου καὶ ἄ. φρονιμωτάτου Pl.Phd.118:—so ἄ. δέ . . Hdt.6.105, Ar.Av.1476; ἄλλως τε S.OT1114, Hdt.8.142. b at all events, any how, εἴ πέρ γε καὶ ἄ. ἐθέλει . . Hdt.7.16.γ; ἄλλως alone, εἰ ἄ. βούλοιτο Id.8.30; ἐπείπερ ἄλλως . . εἰς Ἄργος κίεις A.Ch.680. 3 freq. in phrase ἄλλως τε καί . . both otherwise and... i.e. especially, above all, A.Eu.473, Th.1.70, etc.; strengthd., ἄ. τε πάντως καί . . A.Pr. 636, Eu.726; freq. followed by ἤν, εἰ, ἐπειδή, especially if... Hp.VC 21, Th.1.81, 2.3; by part., Id.4.104, 7.80:—without καί, ἄ. τε ἐάν X.Mem.1.2.59; ἄλλως τε ἐπειδή Isoc.2.51, Pl.Men.85e, etc. II otherwise than something implied, differently, τοῦτ' οὐκ ἔστιν ἄ. εἶπαι to deny it, Hdt.6.124; οὐκ ἄ. λέγω I say no otherwise, i.e. I say so, E. Hec.302: hence, 2 far otherwise, i.e. better, οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειε Od.8.176, cf. Il.14.53. 3 more freq., otherwise than should be, at random, without aim or purpose, Od.14.124, Hdt.3.16, 4.77, etc.:—in uain, Il.23.144; freq. in Trag. and Com., ἀλλ' ἄ. πονεῖ S.OT1151, cf. 333, E.Med.1030, Ar.Eq.11; with Subst., εἴδωλον ἄ. mere image, S.Ph.947; ἀριθμὸν ἄ. E.Tr.476; παρὰ καιρὸν ἄ. Id.IA 800; ἀριθμός, πρόβατ' ἄ. Ar.Nu.1203; ὄχλος ἄ. καὶ βασκανία D.19.24, cf. Th.8.78; τὴν ἄ., sc. ἄγουσαν ὁδόν, in vain, λέγειν D.3.21; ψηφίζεσθαι 19.181, cf. Philem.51, etc.; also, in no particular way, i.e. concerning indiffcrent matters, οἱ ἀγῶνες οὐδέποτε τὴν ἄ., ἄλλ' ἀεὶ τὴν περὶ αὑτοῦ Pl.Tht.172e; τὴν ἄ. θεωρεῖν Pl.Lg.650a; τήν γε ἄλλως otherwise, i.e. generally, D.C.38.24, 42.50:—for nothing, Hdt.3.139: —otherwise than right, wrongly, D.Ep.1.12, etc.
German (Pape)
[Seite 107] adv zu ἄλλος, auf andere Weise, anders, Hom. z. B. μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως Od. 5, 286; εἴ τι πόροις ξεινήιον ἠὲ καὶ ἄλλως δοίης δωτίνην 9, 267; πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε Iliad. 5, 218, = besser; 11, 391 ἶ τ' ἄλλως ὑπ' ἐμεῖο, καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρῃ, ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίθησιν; Od. 14, 124 ἀλλ' ἄλλως κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται ψεύδονται, auf schlechte Art, Iliad. 23, 144 ἄλλως ἠρήσατο, flehte vergeblich; Od. 15, 513 ἄλλως μέν σ' ἂν ἔγωγε καὶ ἡμέτερόνδε κελοίμην ἔρχεσθαι, unter anderen Umständen, κελοίμην ἄν homerisch für ἐκελόμην ἄν; Iliad. 9, 699 ὁ δ' ἀγήνωρ ἐστὶ καὶ ἄλλως, ohnehin, vgl. 20, 99 Od. 21, 87; περιττόν ist καὶ ἄλλως z. B. Od. 17, 577; – οὕτως ἢ ἄλλως πως Plat. Phaedr 272 b; μὴ ἄλλως ποίει ἀλλὰ πείθο υ Crit. 54 a; ἄλλως οὐδαμῶς, auf keine andere Weise; ἄλλως ἔχειν, anders gesinnt sein, τινός D. Hal. 6, 49; häufig im schlimmen Sinne; anders als wahr ist, fälschlich, Her. 3, 16. 4, 77; nicht selten umsonst, vergebens; vgl. Tim. Lex.; οὐκ ἄλλως προνοεῖ, οὐ μάτην Aesch. Ag. 1290; ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους Eur. Hipp. 301 Med. 1030 u. sonst bei Tragg.; Ar. Equ. 11 Pax 1079; οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται Plat. Phaedr. 232 a vgl. Phaed. 76 e; ἄλλως λέγειν 115 d, u. so öfter bei Sp. Bei Her. 3, 139 auch ἄλλως δίδωμι hinter πωλέω οὐδενὸς χρήματος, ich gebe es umsonst; ἄλλως ἠρόμην, ich fragte nur so, Luc. Pisc. 19 vgl. D. d. 20, 4. Dah. nichts anders, als, d. i. allein, bloß, εἴδωλον ἄλλως Soph. Phil. 947; ἄλλως ὄνομα καὶ οὐκ ἔργον Thuc. 8, 78; γῆς ἄλλως ἄχθη, nur eine Last der Erde, Plat. Theaet. 176 d; ἄλλως ἕνεκα λόγου ἐλέγετο, nur zum Scheine, Crit. 46 c; λῆρος ἄλλως, Geschwätz ohne bes. Zweck, Luc. Prom. 6, u. oft. So τὴν ἄλλως, sc. ὁδόν, nur so, ohne Zweck, τὸ μετὰ παιδιᾶς τὴν ἄλλως θεωρεῖν, Plat. Legg. I, 650 a S. τηνάλλως. – Häufig att. ἄλλως τε καί, auch in anderer Hinsicht, aber vorzüglich, insbesondere, zumal, τολμητέον τό γε ἀληθὲς εἰπεῖν, ἄλλως τε καὶ περὶ ἀληθείας λέγοντα Plat. Phaedr. 247 c, mit folgendem ὅταν; Phaed. 77 d ἄλλως τε καὶ εἰ, zumal wenn; auch getrennt: ἄλλως τε οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου, ganz wie cum – tum. Selten bleibt καί fort, ἄλλως τε, u. vollends, Soph. O. R. 11. 10; ἄλλως τε εἰ καί u. vollends, wenn gar.
French (Bailly abrégé)
adv.
I. 1 autrement, d’une autre manière : οὐκ ἄλλως ἐρεῖς EUR tu diras comme (moi) ; • ἄλλως τε καί ATT pour d’autres raisons… et en particulier (pour celle-ci) ; ou sous d’autres rapports… et en particulier (sous celui-ci) ; particulièrement, surtout : χαλεπόν ἐστι διαβαίνειν τὸν ποταμὸν ἄλλως τε καὶ πολεμίων πολλῶν ἔμπροσθεν ὄντων XÉN il est difficile de traverser le fleuve (pour d’autres raisons et) surtout lorsque l’ennemi est en force barrant le chemin ; ἄλλως τε καὶ εἰ φίλος εἴη LUC surtout si c’est un ami;
2 autrement (qu’on ne pourrait croire) : mieux;
3 autrement (qu’il ne convient) : à tort, mal, injustement ; au hasard, sans raison ; en vain, inutilement ; p. ext. sans but, sans motif déterminé : ταῦτά μοι δοκῶ ἄλλως λέγειν PLAT il me semble que je parle là inutilement;
4 autrement, càd simplement : εἴδωλον ἄλλως SOPH une pure image ; ἄλλως ὄνομα THC (la flotte phénicienne) qui n’était qu’un mot (non une réalité, etc.);
II. en outre : ἀγήνωρ ἐστὶ καὶ ἄλλως IL il est d’ailleurs orgueilleux ; τὸ σῶμα μάλα εὔρωστος καὶ ἄλλως φιλόπονος XÉN très vigoureux de corps, et en outre aimant la fatigue;
III. d’ailleurs : εἰ ἄλλως βουλοίατο HDT si d’ailleurs eux-mêmes le voulaient ; ἐπείπερ ἄλλως EUR puisque d’ailleurs.
Étymologie: ἄλλος.
English (Autenrieth)
otherwise; freq. implying ‘in vain’ (‘idly’), ‘besides,’ ‘for some other reason’ (Od. 17.577), ‘as it is’ (Od. 21.87), ‘better’ (Il. 5.218, Od. 8.176).
Spanish (DGE)
v. ἄλλος.
English (Strong)
adverb from ἄλλος; differently: otherwise.
English (Thayer)
adverb (ἄλλος) (from Homer down), otherwise: τά ἄλλως ἔχοντα, which are of a different sort, i. e., which are not καλά ἔργα (others which are not πρόδηλα)).
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄλλως)
με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς
νεοελλ.
1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή
2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε
εκτός τούτου, εξάλλου
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως αλλιώς
«ἄλλως οὐδαμῶς», με κανένα άλλο τρόπο
2. «καὶ ἄλλως» ή «ἄλλως δέ»
α) και εκτός τούτου, επίσης, επί πλέον β) σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε
3. περίφρ. «ἄλλως τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., κυρίως, κατεξοχήν, προπάντων, και μάλιστα
4. με καλύτερο τρόπο, καλύτερα
5. δωρεάν
6. (με ουσιαστικά) τίποτε άλλο από, απλώς
7. αλλιώς από ό,τι θα έπρεπε να είναι, τυχαία, άσκοπα
8. μάταια, του κάκου
9. αλλιώς από ό,τι είναι ορθό, άτοπα, κακώς
10. (ελλειπτική περίφραση) «τὴν ἄλλως» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)
α) μάταια
β) γενικά, αδιάφορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀλληνάλλως].