πένομαι
English (LSJ)
used only in pres. and impf., (cf. πενέω) : I intr., toil, work, ἀμφίπολοι... ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Od.10.348 ; περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π. were busy preparing a meal, 4.624 ; ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Il.24.124. 2 after Hom., (to have to work for one's living, hence) to be poor or needy, Sol.15, E.Hec. 1220, Th.2.40, etc.; πλουσία ἢ πενομένη πόλις Pl.R.577e; πλουτοῦντες ἢ π. Id.Plt.293a; π. καὶ κάμνειν Id.Grg.477d. 3 c. gen., to be poor in, have need of, τῶν σοφῶν (i. e. τῆς σοφίας) A.Eu.431 ; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ E.Supp.210 ; πάντων Porph.Marc.27 ; πενόμενον τὴν ψυχὴν τῶν ἐπιβαλλόντων αὐτῇ καλῶν Hierocl. in CA 14p.451M. : c. acc., χρήματα Them. Or.(i. e. Constant.pro Them.) 22b. II trans., work at, get ready, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Od.2.322, cf. 3.428, etc.; ἔργα Hes.Op.773; ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα when we are a-doing this, Od.13.394 ; τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι; 24.407, cf. Il.19.200.—On the precise meaning of πένομαι, πενία, cf. Ar.Pl.551 sqq. (Cf. πένης, πόνος, πονηρός.)
German (Pape)
[Seite 555] nur praes. u. imperf., 1) sich anstrengen, abmühen, arbeiten; ἀμφίπολοι ἐνὶ μεγάροισι πένοντο, Od. 10, 348; περὶ δεῖπνον, um die Mahlzeit beschäftigt sein, 4, 624. Häufiger trans., verrichten, besorgen, fertig machen, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο, Od. 2, 322, ἄριστον, Il. 24, 124 u. öfter; ἔργα, Hes. O. 775; ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα, wenn wir dies ausführen werden, Od. 13, 394; θοίνην πένεσθαι, Eur. El. 785. – 2) aus Armuth od. Durftigkeit arbeiten, Thuc. 2, 40; dah. arm sein, Aesch. Ag. 936; entbehren, τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ, Eum. 409; vgl. Eur. Suppl. 222; Plat. Rep. X, 607 c. Ggstz von πλουτέω, Polit. 293 a, wie Theogn. 315; πενόμενος καὶ κακῶς πράττων, dem πλούσιος entgegengesetzt, Is. 5, 35; Folgde. – Das activ. πένω ist bei Aesch. Ag. 1179 für πνέων χάριν vermuthet worden, mit Unrecht. Man vgl. übrigens die abgeleiteten πόνος, πονέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πένομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.) Ι. ἀμεταβ., ἐργάζομαι πρὸς ἐξοικονόμησιν τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου μου· καθόλου, ἐργάζομαι, μοχθῶ, ἀμφίπολοι …, ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Οδ. Κ. 348· περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π., μετ’ ἐπιμελείας ἠσχολοῦντο παρασκευάζουσαι τὸ δεῖπνον, Δ. 624· ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Ἰλ. Ω. 124· ἐντεῦθεν μεθ’ Ὅμ., 2) εἶμαι πένης, διατελῶ ἐν ἐνδείᾳ, Σόλων 16, Εὐρ. Ἑκ. 1220, Θουκ. 2. 40, κτλ.· πλουσία ἢ πενομένη πόλις Πλάτ. Πολ. 577Ε· πλουτοῦντες ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 293Α· π. καὶ κάμνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477D. 3) εἶμαι πένης κατά τι, ἐνδεής τινος, τῶν σοφῶν (δηλ. τῆς σοφίας) Αἰσχύλ. Εὐμ. 431, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 210· πάντων Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 48· ― μετ’ αἰτ., χρήματα Θεμίστ. 22Β. ΙΙ. μεταβ., ἐργάζομαι εἴς τι, παρασκευάζω τι, ἑτοιμάζω, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Ὀδ. Β. 322, πρβλ. Γ. 428, κτλ.· ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 771· ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα, ὅταν εἰς ταῦτα ἀσχολώμεθα, Ὀδ. Ν. 394· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι Ω 407, πρβλ. Ἰλ. Τ. 200· ἴδε ἐν λέξ. διαλλαγή. ― Περὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ πένομαι, πενία, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστοφ. Πλ. 551 κἑξ. (Πρβλ. πένης, πενία, πενιχρός,· πενέστης, πόνος, πονηρός, πεῖνα, καὶ ἴσως ἠπανία· Λατ. penuria, ἀλλ’ οἱ τύποι σπάνις, σπανία, κτλ., φαίνονται δηλοῦντες ὅτι ἡ πρώτη ῥίζα ἦτο ΣΠΑΝ, ὥστε τὸ πένομαι δυνατὸν νὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς τὸ αὐτὸ καὶ τὸ Γοτθ. spinnan (νήθειν), Ἀγγλο-Σαξον. spannan, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
I. accomplir un travail pénible, d’où
1 intr. travailler péniblement ; πένεσθαι περὶ δεῖπνον OD être occupé pour un repas, le préparer;
2 tr. exécuter, accomplir, préparer en parl. d’un travail matériel : πένεσθαι δαῖτα OD préparer un repas;
II. être pauvre ; avec un gén. : manquer ou avoir besoin de.
Étymologie: R. Σπεν > Πεν, travailler péniblement ; cf. lat. penu.
English (Autenrieth)
ipf. (ἐ)πένοντο: labor, be at work or busy upon (περί τι), prepare (τὶ), Od. 4.624, Od. 14.251.
Greek Monolingual
ΝΑ
(μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα
αρχ.
1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω
2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής
3. έχω έλλειψη άρα και ανάγκη από κάτι («τῶν σοφῶν [δηλ. τῆς σοφίας] οὐ πένει», Αισχύλ.)
4. (μτβ.) καταγίνομαι με κάτι, παρασκευάζω ή ετοιμάζω κάτι («βροτήσια ἔργα πένεσθαι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η αρχική σημ. του ρ. πένομαι, όπως φαίνεται από το ομηρικό κείμενο, είναι «εργάζομαι, ασχολούμαι με οικιακές εργασίες». Αυτή η σημ. θα επέτρεπε πιθ. τη σύνδεση του ρ. με τ. όπως: λιθουαν. pinti «πλέκω», αρχ. σλαβ. peti «τεντώνω», αρμεν. hanum / henum «υφαίνω», γερμ. spinnen «γνέθω». Μια τέτοια σύνδεση, όμως, προσκρούει στο γεγονός ότι το ρ. πένομαι δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο αναφορικά με τέτοιες εργασίες. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι όλα τα παραπάνω ρ. ανάγονται σε μια γενική σημ. «τεντώνω, απλώνω» και κατ' επέκταση «καταβάλλω προσπάθεια για να τεντώσω κάτι». Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η οποία, όμως, παραμένει ανεπιβεβαίωτη, είναι δυνατό να ενταχθεί και το πένομαι στην οικογένεια αυτή, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η διαφορά σημ. που παρουσιάζουν τα παρ. του ρ. αυτού: οι τ. που εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. πόνος, πονώ κ.λπ.) έχουν τη σημ. «εργασία, προσπάθεια, μόχθος, κόπος, λύπη, ταραχή», η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «ένδεια, φτώχεια, στέρηση» (πρβλ. πενία, πένης, πενιχρός). Ανάλογη εξέλιξη παρουσιάζει και το λατ. laboro «πονώ, εργάζομαι, μοχθώ, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω»].
Greek Monotonic
πένομαι: αποθ., χρησιμ. στον ενεστ. και παρατ.,
I. 1. αμτβ., δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο· γενικά, μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω, σε Όμηρ.
2. είμαι φτωχός ή πάμφτωχος, σε Σόλωνα, Ευρ. κ.λπ.
3. με γεν., είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μτβ., δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω, δαῖτα πένοντο, σε Ομήρ. Οδ.· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι, στο ίδ.