ἀποτίνω

From LSJ
Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτίνω Medium diacritics: ἀποτίνω Low diacritics: αποτίνω Capitals: ΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: apotínō Transliteration B: apotinō Transliteration C: apotino Beta Code: a)poti/nw

English (LSJ)

Arc. ἀπυτείω IG5(2).6.43 (Tegea, iv B.C.), fut. -τείσω: aor. -έτεισα; Thess. 3sg. aor. imper. ἀππεισάτον ib.9(2).1229 (ii B.C.):—

   A repay, τιμὴν δ' Ἀργείοις ἀποτινέμεν Il.3.286; εὐεργεσίας ἀποτίνειν Od.22.235.    2 pay for a thing, πρὶν . . μνηστῆρας ὑπερβασίην σίην ἀποτεῖσαι ib.13.193; Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα . . ἀποτείσῃ may atone for making a prey of Patroclus, Il.18.93; σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν made atonement with a great price, ib.4.161; ἀ. αἷμα A.Ag.1338 (lyr.); πληγὰς τῶν ὑπεραύχων S.Ant.1352.    3 more freq., pay in full, τίσιν οὐκ ἀποτείσει Orac. ap. Hdt.5.56, cf. 3.109; ζημίην Id.2.65; ἀργύριον Ar.V.1255; ἐγγύας Antipho 2.2.12, cf. 5.63; χρήματα Lys. 1.29; ἀξίαν Luc.DMort.30.1; ἀπότεισον pay the wager! Ar.Pl.1059; in Law παθεῖν ἢ ἀποτεῖσαι are opposed to denote personal or pecuniary penalties, e.g. Lexap. D.21.47, cf. ib.25; τί ἄξιός εἰμι παθεῖν ἢ ἀ.; Pl.Ap.36b, cf.Plt.299a, Lg.843b, al.    4 c. acc. pers., ἀλάστωρ . . τόνδ' ἀπέτεισεν made him the price, A.Ag.1503 (lyr.).    5 τὸ πεπρωμένον ἀ. pay the debt of fate, i.e. die, Epigr.Gr.509 (Thess.).    II Med., ἀποτίνομαι, poet. ἀποτίνῠμαι (freq. written -τίννυμαι) Il.16.398, Hes.Op.247 (s.v.l.), Thgn.362, Hdt.6.65: fut. -τείσομαι:—to get paid one, exact or require a penalty from, πόλεων δ' ἀπετίνυτο ποινήν Il.16.398, etc.: c. dupl. acc., ἀποτείσασθαι δίκην ἐχθρούς E. Heracl.852; δέκα τάλαντ' ἀ. Eup.317 (dub.), etc.    2 c. acc. pers., ἀποτείσασθαί τινα avenge oneself on another, punish him, Od.5.24, X. Cyr.5.4.35, etc.    3 c. acc. rei, take vengeance for a thing, punish it, εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτείσεται Od.3.216, cf. 16.255; τὰ παράνομα . . θεὸς ἀ. Ar.Th.684: c. gen. rei, ἀ. τῶν . . ἱρῶν κατακαυθέντων Hdt.6.101, v. supr.1.2: abs., take vengeance, Thgn. l.c., Sol.4.16. [ἀποτίνω] has ῑ by position before νϝ in Ep., ῐ in Att. For ἀποτίνυμαι, which has ῑ by nature, ἀποτείνυμαι should perh. be read in early texts; cf. foreg.]

German (Pape)

[Seite 331] (s. τίνω, ι bei Ep. -, att. ñ), Einem etwas als Buße od. Ersatz bezahlen, τιμήν τινι Il. 3, 286; νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186, vgl. Her. 3, 109; σύν τινι Il. 4, 161; εὐεργεσίας, Wohlthaten vergelten, Od 22, 235; ὑπερβασίην ἀποτῖσαι, abbüßen, 13, 193; νῦν δ' ἁθρόα πάντ' ἀπέτισεν Od. 1, 43, vgl. Iliad. 22, 271; αἷμα, φόνον, für einen Mord büßen, Aesch. Ag. 1311 Eur. I. T. 338; ζημίαν Plat. Legg. IX, 882 a; τίσιν τινί Her. 3, 109, Strafgeld erlegen; τῆς ἀνοίας τοὺς μισθούς Pol. 4, 35, 15. Sehr gew. im att. Recht, παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι, von Leibes- und Geldstrafen, Plat. Apol. 36 b; Aesch. 1, 15 u. sonst; übh. Schuldiges bezahlen, Sold, Xen. An. 7, 6, 16; χρήματα Lys. 1, 29; Xen. Cyr. 8, 8, 6; λειτουργίαν Dem. 28, 17; – ἀποτιστέον Xen. Lao. 9, 5. – Med., sich von Einem etwas büßen lassen, rächen; πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 1, 6, 255; βίας τινί, Gewallthaten an Einem rächen, Od. 3, 216; βίας τινός, Jemandes Gewaltthaten strafen, 11, 118; ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων, Buße für die getödteten Gefährten, Od. 23, 312; τινά, sich an Jemandem rächen, 13, 386; τούτους οἱ θεοὶ ἀποτίσαιντο, strafen. Xen. An. 3, 2, 6; Cyr. 5, 4, 35; ἀποτίσασθαι δίκην ἐχθρούς, sich Genugthuung von den Feinden verschaffen, Eur. Heracl. 852. 882. Auffallend steht Aesch. Ag. 1484 ἀλάστως τόνδ' ἀπέτισε, wo man das med. erwartete.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτίνω: μέλλ. -τίσω: πληρώνω τι εἴς τινα ὡς ποινήν, πρόστιμον, ἢ ὡς ἀντιστάθμισμά τινος, τιμὴν δ’ Ἀργείοις ἀποτινέμεν, ἥν τιν’ ἔοικεν Ἰλ. Γ. 286· ἀνταποδίδω, εὐεργεσίας ἀποτίνειν Ὀδ. Χ. 235. 2) πληρώνω δι’ ὅσα ἔκαμα πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι Ὀδ. Ν. 193 (ἐν Γ. 206 εἶχεν εἰπεῖ, τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης, νὰ κάμῃ αὐτοὺς νὰ πληρώσωσι διά…)· Πατρόκλοιο δ’ ἕλωρα… ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν ὑπὲρ τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰ. Σ. 93· σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν, «καὶ σὺν μεγάλῳ τόκῳ ἀποτίσουσι σὺν ταῖς ἑαυτῶν κεφαλαῖς καὶ γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις» (μετάφ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ.161· οὕτως, ἀπ. αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1338· πληγὰς τῶν ὑπεραύχων Σοφ. Ἀντ. 1352. 3) συχνότερον πληρώνω ὁλοκλήρως, ἐξ ὁλοκλήρου, τίσιν οὐκ ἀποτίσει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 56, πρβλ. 3. 109 ζημίην Ἡροδ. 2.65· ἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 1256· ἐγγύας Ἀντιφῶν 117.32, πρβλ. 136.43· χρήματα Λυσ. 94. 26· ἀξίαν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 30. 1· ἀπότισον, «ἀπόδος τὸ συμπεφωνημένον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 1059: - δικανικῶς, παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι, συνεχῶς ἀντιτίθενται ὡς σημαίνοντα σωματικὴν ἢ χρηματικὴν ποινήν, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 23, πρβλ. 523. 2· ὅ,τι χρὴ παθεῖν ἢ ἀπ. Πλάτ. Πολιτ. 299Α. πρβλ. Ἀπολ. 36Β, Νόμ. 843Β, κ. ἀλλ. 4) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1503 ἀλάστωρ... τόνδ’ ἀπέτισεν, ὁ Ἕρμαννος ἑπόμενος τῷ Conington ἑρμηνεύει, τὸν ἐπλήρωσεν ὡς χρέος, τὸν προσήνεγκεν ὡς θῦμα, διότι τὸ ἀπέτισεν δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἀπετίσατο, ἐξεδικήθη. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίνομαι, ποιητ. ἀποτίνυμαι (συχν. γραφόμενον -τίννυμαι). Ὅμ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 245, Θέογν. 362, Ἡρόδ. 6. 65, Αἰσχίν. 73. 8: μέλλ. -τίσομαι: - πληρώνομαι, εἰσπράττομαι δίκην, τιμωρίαν, πόλεων δ’ ἀπετίνυτο ποινήν, «πολλῶν δὲ εἰσεπράττετο δίκην» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ) Ἰλ. Π. 398 (ἔνθα ἴδε Spitzn.), κτλ.· ἀποτίθασθαι δίκην πρβλ. Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 852· δέκα τάλαντ’ ἀπ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποτίθασθαί τινα, τιμωροῦμαί τινα, ἀποτίσεται, «τιμωρήσεται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 24, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35, κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἐκδικοῦμαι, λαμβάνω ἐκδίκησιν διά τι, εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτίσεται Ὀδ. Γ. 216· τιμωρῶ τι, κείνων γε βίας ἀποτίσεται ἐλθών, θὰ τιμωρήσῃς τὰς βιαιοπραγίας των, αὐτόθι Λ. 118· τὰ παράνομα... θεὸς ἀπ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 684: - μετὰ γεν. πράγμ., ἀπ. τῶν ἱρῶν κατακαυθέντων Ἡρόδ. 6.101, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2: - ἀπολ., λαμβάνω ἐκδίκησιν, ἐκδικοῦμαι, Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ., Σόλων 15. 16. [Ἐν τῷ ἐνεστ. ῑ παρ’ Ἐπ., ῐ παρ’ Ἀττ.: μέλλ. ἀείποτε ῑ.]

French (Bailly abrégé)

payer en retour : μισθόν XÉN une solde ; fig. τιμήν τινι IL honorer qqn en retour ; εὐεργεσίας ἀπ. OD témoigner sa reconnaissance par des bienfaits ; particul. payer en échange d’une faute, dédommager : τίσιν ἀπ. HDT acquitter sa dette, expier une faute ; ἀπ. ζημίην HDT payer une amende ; payer pour, expier : ὑπερβασίην OD son insolence ; αἷμα ESCHL, φόνον EUR le sang répandu, un meurtre;
Moy. ἀποτίνομαι faire payer : ποινήν τινος OD tirer vengeance de qqn ; βίας τινός OD ou βίας τινί OD faire payer à qqn ses violences, l’en punir ; avec l’acc. de la pers. : ἀπ. τινα punir qqn, tirer vengeance de qqn.
Étymologie: ἀπό, τίνω.

English (Autenrieth)

fut. ἀποτίσεις, inf. -σέμεν, aor. ἀπέτῖσε, -αν, mid. fut. ἀποτίσομαι, aor. ἀπετίσατο, subj. ἀποτίσεαι: I. act., pay back, pay for, atone for; τῖμὴν Ἀργείοις ἀποτῖνέμεν, Il. 3.286; εὐεργεσίᾶς ἀποτίνειν, Od. 22.235; τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτίσομεν, ‘will make good,’ Il. 1.128.—II. mid. (Od.), exact payment (see under ἀποτίνυμαι) or satisfaction, avenge oneself upon, punish (τί or τινά); κείνων γε βιᾶς ἀποτίσεαι ἐλθών, Od. 11.118; ἀπετίσατο ποινὴν | ἰφθίμων ἑτάρων, ‘forthem, Od. 24.312.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): arcad. ἀπυτείω IG 5(2).6.43 (Tegea IV a.C.)

• Prosodia: [jón. -ῑ, át. -ῐ-]

• Morfología: [inf. pres. ἀποτινέμεν Il.3.286, aor. tes. ἀπῖσαι (l. ἀππ-) IG 9(2).1202.5 (Corope V a.C.); formas con -ε-; fut. -τείσω Il.1.128, etc., aor. -έτεισα Il.9.5.12, etc., Hes.Op.260, etc., tes. ἀππεισάτου IG 9(2).1229.28 (Falana V a.C.); plusperf. ἀπετετείκει D.41.28]
I 1devolver en pago, compensar, recompensar μοι τὴν κομιδήν devolvedme mis cuidados, Il.8.186, εὐεργεσίας Od.22.235, ἐργασίαν LXX Ru.2.12, μοι ταὐτὸ τοῦτ' ἐκεῖ λαβών E.Or.655, cf. Zen.4.63, Call.Iou.37
τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτείσομεν (te) compensaremos tres y cuatro veces más, Il.1.128.
2 por daños o agravios indemnizar, resarcir, pagar:
a) con ac. int. del castigo, venganza o precio y dat. τιμὴν δ' Ἀργείοις ἀποτινέμεν Il.3.286, τίσιν τοιήνδε ἀποτίνει τῷ ἔρσενι Hdt.3.109, cf. A.R.4.1327, 3.393, fig. c. ac. de pers. τόνδ' ἀπέτεισεν dio en pago a este (Agamenón, por crímenes ancestrales) A.A.1503
abs. ἵνα γνῷς ἀποτίνων para que te enteres al pagar (la apuesta perdida) Il.23.487, ἵνα βλαφθεὶς ἀποτείσῃ para que con su daño pague, Il.9.512, cf. Ar.Pl.1059, ἐπισμυγερῶς Od.3.195, σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν Il.4.161;
b) sólo c. ac. del castigo μεγάλας πληγάς S.Ant.1352, cf. Orác. en Hdt.5.56, E.IA 1169;
c) institucionalizado en la indemnización pecuniaria ὁ μὲν ἐν δήμῳ μένει αὐτοῦ πόλλ' ἀποτείσας el (matador) permanece en su pueblo habiendo pagado mucho, Il.9.634, ἀποτίνει ζημίην paga una multa Hdt.2.65, cf. Ar.Ec.45, I.AI 4.212, ἀξίαν Luc.DMort.24.1, en la ley del Talión ταῦρον ἀντὶ ταύρου LXX Ex.21.36, AP 6.263.5 (Leon.)
de fianzas μεγάλας ἐγγύας ὑπὲρ αὐτῶν Antipho 2.2.12, cf. 5.63, Isoc.3.33, Men.Fr.746 (ap. crít.)
en dinero χρήματα Lys.1.29, ἀργύριον Ar.V.1255, cf. 1263, Pl.R.337d, Is.4.11, Isoc.12.212, LXX Ex.22.16
esp. c. múltiplos y divisiones (τὸ διπλάσιον) εἰς τὸ δημόσιον IG 13.1.5 (VI a.C.), τό τε μίσθωμα διπλεῖ TEracl.1.109 (IV a.C.), cf. I.AI 4.272
πεντακοσίας δραχμάς IG 12.78.58 (V a.C.), cf. IG 9(2).1202.5 (Corope V a.C.), μνᾶς χελλίας IG 9(2).229.28 (Falana V a.C.), χιλίας (δραχμάς) D.21.56, ἀργυρίου (τάλαντα) β' PRev.Laws 46.6 (III a.C.)
abs., como algo ya separado del castigo corporal παθε͂ν ἒ ἀποτεῖσαι IG 13.68.52 (V a.C.), παθεῖν ἢ ἀποτίνειν Pl.Plt.299a, cf. Apol.36b, X.Oec.11.25, D.20.155, LXX Ex.21.34;
d) fig. pagar τῆς ἀνοίας ... τοὺς μισθούς el precio de (su) insensatez Plb.4.35.15, τὸ πεπρωμένον (pagar) el débito al destino, morir, IG 9(2).1276.
3 c. ac. del delito o agravio pagar (por) ὅσσα ἔοργας Il.21.399, πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι antes que los pretendientes pagaran su transgresión, Od.13.193, cf. 22.167
τοκήων ἀμπλακίας Triph.605
esp. la muerte Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα ἀποτείσῃ Il.18.93, αἷμ' ἀποτείσῃ A.A.1338, τὸν σὸν ... φόνον E.IT 338, τὰ ... ὀφειλήματα Pl.Lg.717b, τὸ ... βλάβος Pl.Lg.843c
por daños y perjuicios τῷ βλαφθέντι τὸ βλάβος PPetr.3.26.8 (III a.C.), τὰ ἡρπασμένα BGU 759.23 (II d.C.).
II en v. med.
1 cobrarse, desquitarse
a) c. ac. del castigo ἀπετίσατο ποινὴν ... ἑτάρων se tomó venganza (de la muerte) de sus compañeros, Od.23.312, δίκην E.Fr.4.25C., cf. c. dos ac., E.Heracl.852, 882;
b) c. ac. del delito y gen. del culpable vengar (se de), castigar κείνων γε βίας las violencias de ellos, Od.11.118, cf. 17.540, ἀτασθαλίας βασιλέων Hes.Op.260, ὑπερβασίην βασιλῆος Hes.Fr.30.19
sólo c. ac. del delito βίας Od.3.216, 16.255;
c) c. ac. de pers. vengarse de κείνους Od.5.24, 24.480, αὐτούς Od.13.386, πατροφονῆα Hes.Fr.23a.29, ἀδικήσαντα ... θεόν E.Io 972, cf. X.Cyr.5.4.35
abs. Od.1.268, Thgn.340, ταχέως Cratin.6.
2 por parte de divinidades y c. ac. del delito castigar Sol.3.16
de la divinidad en general τὰ παράνομα ... θεὸς ... ἀποτίνεται Ar.Th.686
c. ac. de pers. X.An.3.2.6.
3 de dinero cobrar δέκα τάλαντ' Eup.168.

English (Strong)

from ἀπό and τίνω; to pay in full: repay.

English (Thayer)

and ἀποτιω: future ἀποτίσω; (ἀπό as in ἀποδίδωμι (cf. also ἀπό, V.)), to pay off, repay: Sept. for שִׁלַּם; in secular authors from Homer down.)

Greek Monolingual

κ. -τίω (Α ἀποτίνω κ. -τίω) τίνω
πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται
(«ἀπέτισαν φόρον τιμῆς»)
αρχ.
1. τιμωρούμαι, πληρώνω για κάτι που έχω κάνει
2. τιμωρώ
3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.

Greek Monotonic

ἀποτίνω: [ῑ] σε Επικ., ῐ σε Αττ.], Επικ. απαρ. -τινέμεν· μέλ. -τίσω [ῑ]·
I. 1. πληρώνω κάτι σε κάποιον αντί ποινής, ως πρόστιμο ή αντιστάθμισμα για κάτι, ανταποδίδω τα οφειλόμενα ή την ευεργεσία, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πληρώνω για ό,τι έχω κάνει ή πει, τι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., εξιλεώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αποπληρώνω, πληρώνω εξ ολοκλήρου, σε Ηρόδ., Αττ.
II. Μέσ., ἀποτίνομαι και ἀποτίνυμαι· μέλ. -τίσομαι· λαμβάνω «πληρωμή», ανταπόδοση από κάποιον για κάτι που έχει διαπράξει εις βάρος μου, εισπράττω την ποινή ή απαιτώ την καταδίκη, την τιμωρία ενός ανθρώπου, σε Ομήρ. Ιλ.· δίκην, σε υρ.
2. με αιτ. προσ., ἀποτίσασθαί τινα, εκδικούμαι, τιμωρώ κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
3. με αιτ. πράγμ., παίρνω εκδίκηση για κάτι, επιβάλλω αντίποινα γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.· απόλ., εκδικούμαι, σε Θέογν.