Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλοτιμία

From LSJ
Revision as of 05:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτῑμία Medium diacritics: φιλοτιμία Low diacritics: φιλοτιμία Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΙΑ
Transliteration A: philotimía Transliteration B: philotimia Transliteration C: filotimia Beta Code: filotimi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A love of honour or distinction, ambition, freq. in bad sense in early writers, Pi.Fr.210, E.IA527, Ar.Th.383, Arist.EN1125b22; κακίστη δαιμόνων Φ. E.Ph. 532; ἄκαιρος Isoc.Ep.2.9; πλεονεξία καὶ φ. Th.3.82; with φιλονικία, Pl.Lg.860e; also in good sense, Isoc.5.110, X.Mem.3.3.13, Hier.7.3, Pl.R.553c: the object is added in gen., φ. τῶν καλῶν ib.555a, cf. X.Cyr.8.1.35; also φ. ἐπὶ τοῖς καλοῖς Pl.Smp.178d; ὑπὲρ τῶν ὅλων, περί τι, Plb.1.52.4, 5.71.6; πρὸς τὰ καλά Id.6.55.4, cf. Pl.Lg.834b; but φ. πρός τινα ambitious rivalry with him, ἡ πρὸς ἀλλήλους φ. καὶ στάσις Plb.4.87.7 (but αἱ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς φ. is f.l. for φιλονικίαι (ap.Stob.) in Isoc.3.18); φ. ἐμβάλλειν τινί, ὅπως . . X. Cyr.8.1.39: freq. with Preps., διὰ φιλοτιμίαν Pl.R.586c, Isoc.5.86, etc.; φιλοτιμίας ἕνεκα Lys.19.56; ὑπὸ φιλοτιμίας Pl.Phdr.257c, etc.; simply φιλοτιμίᾳ D.2.18; φ. τινὶ καὶ φιλονεικίᾳ Plu.2.856a: pl., jealousies, rivalries, κατ' ἰδίας φ. Th.8.89; φιλονικίαι καὶ φ. Pl.R.548c, etc.; αἱ φ. τῶν συγγραφέων party-feelings, Plb.3.21.10.    2 conceited obstinacy, ἡ φ. κτῆμα σκαιόν Hdt.3.53; ὑπὸ φιλοτιμίας, ἣν ὀνομάζουσιν οἱ νῦν Ἕλληνες κενοδοξίαν Gal.6.415.    3 ambitious display, ostentation, πλούτου Lys.33.2: but freq.    4 lavish outlay for public purposes, munificence, ἡ πρὸς ὑμᾶς φ. Aeschin.3.19, cf. POxy. 1153.16 (i A. D.), Dacia 1.273 (Tomi), BCH51.99 (Panamara), etc.: pl., occasions for munificence, Plu.Nic.3.    II the object coveted, honour, distinction, credit, ἔστιν τὸ γράμμα ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς D.20.69; φ. παρέχειν τινί X.Hier.1.27; ἐκείνῳ ἔχει φ. is to his credit, D.2.3; ψευδῆ φ. κτᾶται Aeschin.3.45; ἑνὶ τὴν φ. συνεχώρησεν Plu. Phoc.20; both in sg. and pl., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας or τῶν -ιῶν, D.24.210, 19.223, cf. 24.91 (pl.); στέφανος φιλοτιμίας διὰ βίου, as an honour, Rev.Arch.22(1925).62 (Callatis); φιλοτιμίας χρυσίον charitable fund, ib.34(1931).347 (Stobi).    III punningly, the conduct of one Philotimus, Cic.Att.6.9.2, 7.1.1.

German (Pape)

[Seite 1287] ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der δόξα entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; φιλοτιμία καὶ ἐπιθυμία τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτῑμία: Ἰωνικ. ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ φιλοτίμου, ἔνθερμος ἀγάπη τιμῆς ἢ δόξης, φιλοδοξία, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πινδ. Ἀποσπ. 229, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 527, Ἀριστοφ. Θεσμ. 383, Θουκ. κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4· κακίστη δαιμόνων φιλοτ. Εὐρ. Φοίν. 532· ἄκαιρος Ἰσοκρ. 408C· συνημμένον τῷ πλεονεξία, Θουκ. 3. 82· τῷ φιλονεικία, Πλάτ. Νόμ. 860Ε, Πολ. 548C· ― ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 99C., 104C, Ξεν. Ἀπομν. 3.3, 13, Ἱέρων 7. 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 553C· ― τὸ ἀντικείμενον τίθεται κατὰ γενικήν, φ. τινός, φιλόδοξος ἐπιθυμία πράγματός τινος, αὐτόθι 555Α, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 1, 35· ὡσαύτως, φ. ἐπὶ τινι Πλάτ. Συμπ. 178D· ὑπέρ τινος, περί τι Πολύβ. 1. 52. 4., 5. 71, 6· πρός τι ὁ αὐτ. 6. 55, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834Β· ἀλλά, φ. πρός τινα, φιλόδοξος ἅμμιλα πρός τινα, Ἰσοκρ. 30C, Πολύβ., κλπ.· ― ἐντεῦθεν ἀπολ., φιλόδοξος ἅμιλλα, ζηλότυπος ἐπιθυμία, φ. ἐμβάλλειν τινί, ὅπως... Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 39· ― συχνάκ. μετὰ προθέσεων ἐν ἐπιρρηματικῇ σημασίᾳ, διὰ φιλοτιμίαν Πλάτ. Πολ. 586C, Ἰσοκρ. 99C, κλπ.· φιλοτιμίας ἕνεκα Λυσίας 157. 8· ὑπὸ φιλοτιμίας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 257C, κλπ.· ἢ ἁπλῶς φιλοτιμίᾳ, Δημ. 23. 9, Πλάτ., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., ζηλοτυπίαι, ἀντιζηλίαι, Πλάτ. Πολ. 548C, κλπ.· αἱ φ. τῶν συγγραφέων, φατριαστικὰ αἰσθήματα, Πολύβ. 3. 21, 10· ― παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ Πλουτ., κατήντησε σχεδὸν συνών. τῷ φιλονεικία· ἐνταῦθα δυνάμεθα νὰ σημειώσωμεν ἰδιαιτέρας τινὰς χρήσεις: 2) φιλόδοξος ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, κτῆμα σκαιὸν ἡ φιλ. Ἡρόδ. 3. 5, 3. 3) φιλόδοξος ἐπίδειξις, πλούτου Λυσίας 911 Reisk.· ― ἐντεῦθεν, δαψιλὴς δαπάνη, ἀσωτία, Δημ. 312, 26, Πλουτ. Νικ. 3· φ. πρός τινα, ἄφθονος χρηματικὴ δαπάνη, Αἰσχίν. 56. 27· καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία, ἐλευθεριότης, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. τὸ ἐπιδιωκόμενον πρᾶγμα, τιμή, διάκρισις, ὑπόληψις, ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς Δημ. 477 ἐν τέλ., πρβλ. 410. 21· φ. παρέχειν τινὶ Ξεν. Ἱέρων 1. 27, πρβλ. Δημ. 18. 22· κτᾶσθαι Αἰσχίν. 60. 4· ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας ἢ τῶν -ιῶν Δημ. 765. 14., 410. 24, πρβλ. 729. 15. ΙΙΙ. ὡς λογοπαίγνιον, ἢ διαγωγή τινος καλουμένου Φιλοτίμου, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 11, πρβλ. 6. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. amour de l’honneur, ambition, recherche des honneurs ; adv. • φιλοτιμίαν XÉN, • φιλοτιμίᾳ DÉM par ambition ; φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι LUC avoir de l’ambition ; au pl. αἱ φιλοτιμίαι agissements ou desseins ambitieux;
II. 1 rivalité, jalousie : φιλοτιμία πρός τινα rivalité à l’égard de qqn;
2 libéralité née de l’ambition, prodigalité par ambition;
3 sujet ou motif d’ambition, point d’honneur ; φιλοτιμίαν ἔχειν τινί DÉM apporter de l’honneur à qqn ; φιλοτιμίαν παραχωρεῖν τινι PLUT céder à qqn l’honneur de qch;
III. par jeu de mots conduite digne d’un Philotimos.
Étymologie: φιλότιμος.

English (Slater)

φῐλοτῑμία
   1 ambition ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (sc. χαλεπώτατοί εἰσι: at iudice Wil. haec non sunt ipsa verba Pindari) fr. 210.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α φιλότιμος
μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά
νεοελλ.
1. έντονη συναίσθηση της προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («του έθιξε την φιλοτιμία του»)
2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος («εργάζεται με φιλοτιμία»)
3. συνεκδ. αίσθημα ή εκδήλωση χαρακτηριστική φιλότιμου ανθρώπου
4. φρ. «κάνω την ανάγκη φιλοτιμία» — παρουσιάζω κάτι που κάνω από ανάγκη ως οικειοθελή πράξη
μσν.
1. τιμητική θέση, αξίωμα («οἱ μετασχόντες στρατείας ἢ ἀξίας ἢ συνηγορίας ἢ δημοσίας φιλοτιμίας», Φώτ.)
2. διακριτικό σημάδι («εἰ μὴ ἐφόρει χλαμύδα ἔχουσαν φιλοτιμίαν βασιλικῆς ἐσθῆτος», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
1. (με θετ. και αρνητική σημ.) φιλοδοξίαοὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων, οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ῥώμη, ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.)
2. συνεκδ. αντικείμενο φιλοδοξίας («οὐ τετυχηκότα τῆς φιλοτιμίας», Κύριλλ.)
3. καθετί που γίνεται για την απόδοση τιμής
4. (κατ' επέκτ.) τιμητική διάκριση
5. άμιλλα
6. επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη
7. επίδειξηφιλοτιμία πλούτου», Λυσ.)
8. φιλονικία
9. ασωτία, σπατάλη («μηδεμιᾱς φιλοτιμίας μήτ' ἰδίας μήτε δημοσίας ἀπολείπεσθαι», Δημοσθ.)
10. (σε λογοπαίγνιο) η διαγωγή, η συμπεριφορά κάποιου που ονομαζόταν Φιλότιμος
11. στον πληθ. αἱ φιλοτιμίαι
α) ζηλοτυπίες, αντιζηλίες
β) φατριαστικά αισθήματα
12. φρ. «φιλοτιμία πρὸς τινα» — φιλόδοξη άμιλλα προς κάποιον» (Ισοκρ.).

Greek Monotonic

φῐλοτῑμία: Ιων. -ίη, ,
I. 1. το χαρακτηριστικό του φιλότιμου, αγάπη για τις τιμές, φιλοδοξία, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με θετική σημασία, σε Ξεν., Ισοκρ.· με γεν. πράγμ., φιλοτιμία τινός, φιλόδοξη επιθυμία κάποιου πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· φιλοτιμία πρός τινα, άμιλλα προς κάποιον, σε Ισοκρ.
2. φιλόδοξη επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη, σε Ηρόδ.
3. φιλόδοξη επίδειξη, γενναιοδωρία, ασωτία, σε Δημ., Αισχίν.
II. το επιδιωκόμενο αντικείμενο, τιμή, διάκριση, υπόληψη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτῑμία:1) честолюбие, гордость Her.: φ. τινός и ἐπί τινι Plat., ὑπέρ τινος, περί и πρός τι Polyb. честолюбивое рвение к чему-л.; τὴν φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι πρός τι Luc. с честолюбивым рвением заниматься чем-л.; διὰ φιλοτιμίαν и ὑπὸ φιλοτιμίας Plat., φιλοτιμίας ἕνεκεν Lys. или φιλοτιμίᾳ Dem. из (оскорбленного) самолюбия, из честолюбия или из тщеславия; δοῦλοι φιλοτιμιῶν τινων μωρῶν Xen. рабы каких-то глупых амбиций;
2) соревнование, соперничество (φιλονεικίαι καὶ φιλοτιμίαι Plat.; φθόνος καὶ φ. Isocr., Plut.): αἱ φιλοτιμίαι τῶν συγγραφέων Polyb. соперничество между писателями; φ. πλούτου Lys. соревнование в богатстве;
3) честолюбивая расточительность Dem.: φιλοτιμίας τὸν δῆμον ἀναλαμβάνειν Plut. щедротами привлекать к себе народ; τὰς οὐσίας εἰς τὴν πρός τινα φιλοτιμίαν ἀναλίσκειν Aeschin. растрачивать имущество на щедрые подачки кому-л.;
4) честь, почет (φιλοτιμίαν κτᾶσθαι Aeschin.): ἔχειν φιλοτιμίαν τινί Dem. служить к чести кому-л.; ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας и τῶν φιλοτιμιῶν Dem. лишаться чести (почестей).