ἦχος
English (LSJ)
ὁ, later form of ἠχή, Arist.Aud.804a30, Theoc.27.57, Ep.Hebr.12.19, Ael.Tact.35.3, etc.; τεττίγων λιγὺν ἦ. Call.Aet.Oxy. 2079.29 (ἧχον Pap.);
A παγᾶς Mosch.Fr.1.12; αὐλοῦ Id.2.98; οἱ τῶν πριόνων ἦχοι A.D.Synt.290.24; of the sound of words, opp. sense, Phld.Rh.2.258S.; ἦχοι καὶ ψόφοι ib.1.150S.; τῆς φωνῆς ὁ ἦ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Luc.Nigr.7; γραμμάτων Demetr.Eloc.71; ἦ. ἐν ὠσί, or abs., ἦχοι, ἦχος, ringing in the ears, Hp.Coac.189, 190, Prorrh.1.18, Thphr.Sens.19; ἦχοι ὤτων Aret.SA1.5. 2 echo, Arist.Pr.899b30. 3 Gramm., breathing, ἦχοι ὁ μὲν δασύς, ὁ δὲ ψιλός Demetr. Eloc.73. 4 voice, τὸν ἦ. εὔτονον καὶ λαμπρὸν ἀποτελεῖ Dsc.5.17. (ἦχος, τό, is found in LXXJe.28(51).16, dub. in Ev.Luc.21.25.)
German (Pape)
[Seite 1180] ὁ, = ἠχή, nach Moeris die hellenistische Form; πηγῆς Mosch. 5, 12; Luc. τῆς φωνῆς ὁ ἦχος ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Nigr. 7; Plut. öfter u. a. Sp. – Bei Hippocr. das Klingen der Ohren; im plur. ἦχοι Dem. Phal. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἦχος: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ αὐτόθι 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ ἦχος ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - ἦχος ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, ἦχος, ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν ἦχος, Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· πέντε ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bruit, son;
2 écho.
Étymologie: cf. ἠχώ.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a loud or confused noise ("echo"), i.e. roar; figuratively, a rumor: fame, sound.
English (Thayer)
(cf. Latin echo, vox, German sprechen, etc.; Vanicek, p. 858), ἤχου, ὁ, and (G L T Tr WH) τό ἦχος, ἐχους (cf. Winer s Grammar, 65 (64); (Buttmann, 23 (20)); Delitzsch on ἤχους may come from ἤχῳ, ἤχους, see especially WH's Appendix, p. 158b; Meyer on Luke as below));
1. a sound, noise: G L T Tr WH.
2. rumor, report: περί τίνος, Luke 4:37.
Greek Monolingual
και ηχός και αχός, ο (AM ἦχος)
1. το αίτιο που με τον ερεθισμό του αισθητηρίου της ακοής προκαλεί το αντίστοιχο αίσθημα στη συνείδηση, καθετί που γίνεται αντιληπτό με την ακοή, κρότος, θόρυβος, βοή, θρόισμα κ.λπ.
2. ο «σκοπός», η μελωδία του τραγουδιού ή του μουσικού οργάνου, το ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί το τραγούδι ή το όργανο (α. «σάλπιγγος ἤχῳ», ΚΔ
β. «ἦχος αὐλοῡ», Μόσχ.
γ. «άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο», Κρυστ.)
νεοελλ.
φυσ. το αποτέλεσμα της δόνησης τών σωματιδίων ενός υλικού μέσου, με συχνότητα από 16 μέχρι 20.000 Hz, που διαδίδεται διά τών στερεών, τών υγρών και τών αερίων υπό μορφή ελαστικών κυμάτων και που είναι ικανό να προκαλέσει στον άνθρωπο ακουστικό αίσθημα
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ. > όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι οκτώ μουσικοί τρόποι της βυζαντινής μελοποιίας, που καθένας τους διέπεται από συγκεκριμένα μουσικά στοιχεία («ήχος πλάγιος του δευτέρου»)
νεοελλ.-αρχ.
ηχώ, αντίλαλος, αντήχηση («όλους εξυπνούσε τους ηχούς το τραγούδι ερωτεμένο», Σολωμ.)
αρχ.
1. ο συγκεχυμένος βόμβος μέσα στ' αφτιά που αισθάνονται οι ασθενείς
2. γραμμ. πνοή, το είδος της δασείας ή λεπτής πνοής που εξέρχεται από το στόμα κατά την εκφώνηση ορισμένων συμφώνων («ἦχοι ὁ μὲν δασύς, ὀ δὲ ψιλός», Δημήτρ. Φαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχή.
ΠΑΡ. ηχείο, ηχήεις
αρχ.
ηχέεις, ηχικός, ηχώδης
νεοελλ.
ηχερός, ηχηρός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μσν. ηχόπους
νεοελλ.
ηχαγωγός, ηχοβολίδα, ηχοβολώ, ηχογόνος, ηχογράφηση, ηχογραφώ, ηχοκινησία, ηχολαλία, ηχολήπτης, ηχοληψία, ηχολογώ, ηχολόί, ηχομετρία, ηχόμετρο, ηχομόνωση, ηχομονωτικός, ηχοπονώ, ηχορύπανση. (Β' συνθετικό) άηχος, βαρύηχος, εύηχος, κακόηχος, ομόηχος, οξύηχος, πολύηχος
αρχ.
άντηχος, δύσηχος, έυηχος, έξηχος, μεγαλόηχος, φιλεύηχος
νεοελλ.
αργυρόηχος, γλυκόηχος, γλυκύηχος, μυριόηχος, οκτώηχος, τετράηχος, χαλκόηχος].
Greek Monotonic
ἦχος: ὁ, μεταγεν. τύπος του ἠχή, σε Θεόκρ., Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
ἦχος: ὁ
1) Theocr., Arst., Luc. = ἠχή;
2) отголосок Arst., Plut.;
3) слух, молва (ἐξεπορεύετο ἦ. περὶ αὐτοῦ εἰς πάντα τόπον NT).