μέρμερος
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ον,
A baneful, Hom. (only in Il.) always in neut. pl., μέρμερα μητίσασθαι to devise mischief, 10.48; μ. ῥέζων 11.502; μ. μήσατο ἔργα 10.289, cf. 524; in Hom. always of warlike deeds, πολέμοιο μ. ἔργα 8.453; but μ. ῥέζων, of Zeus, Orph.Fr.21a; μ. ἔργα γυναικῶν the ills that women work, Hes.Th.603; μ. κακόν E.Rh. 509; βλάβη Lyc.949; ἀδρανίη Nic.Th.248. II of persons, captious, fastidious, Pl.Hp.Ma.290e; ἔθνος Λατίνων D.P.350; μ. χρῆμα crafty creature, of a fox, Plu.2.988a; of a hound, Opp.C.1.490.— Ep. word, used in E. and Pl. ll. cc.
German (Pape)
[Seite 135] ον, sorgenvoll, mühe-, kummervoll; bei Hom. μέρμερα ἔργα, Il. 8, 453. 10, 289. 524, u. ohne subst., ἄνδρ' ἕνα τοσσάδε μέρμερ' ἐν ἤματι μητίσασθαι, ὅσσ' Ἕκτωρ ἔῤῥεξε, 10, 48, πεδίον κατὰ μέρμερα ῥέζων, 21, 217, vgl. 12, 502 (in der Od. kommt das Wort nicht vor), von Kriegsthaten, entweder mühvoll, schwierig, oder auch dem, gegen den sie vollbracht werden, Mühe u. Noth machend, verderblich, unheilvoll; u. so spricht Hes. Th. 603 von μέρμερα ἔργα γυναικῶν, verderbliche Werke der Weiber, die den Männern Unheil bereiten; μέρμερον κακόν, Eur. Rhes. 509. – Von Personen, schwierig, mürrisch, verdrießlich, mit dem man schwer fertig werden kann, Plat. Hipp. mai. 290 e. – Aber ἥρως μέρμερος, Christod. 3 (VII, 692), ist = der listige oder der große Thaten ausführt, wie κύων, vom Jagdhunde, Opp. Cyn. 409. – Uebh. verderblich, βλάβη, Lycophr. 429; ἀδρανίη, Nic. Th. 248. (Es hängt mit μέρος, μέριμνα zusammen.)
Greek (Liddell-Scott)
μέρμερος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Λυκόφρ. 949· - ὁ πολλὴν φροντίδα καὶ ἀνησυχίαν προξενῶν, βλαπτικός, φθοροποιός, ὀλέθριος, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε κατ’ οὐδ. πληθ., ἄνδρ’ ἕνα τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι, ἕνα ἄνδρα τοσαῦτα δεινὰ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ μηχανήσασθαι, Κ 48· μέρμερα ῥέζειν Λ. 502· ὡσαύτως, μέρμερα μήσατο ἔργα Κ. 289, πρβλ. 524· ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῶν ἔργων (πλῆρες, πολέμοιο μ. ἔργα Θ. 453)· ἀλλ’ Ἡσ. Θεογ. 603, μ. ἔργα γυναικῶν, τὰ κακὰ τὰ ὑπὸ τῶν γυναικῶν τελούμενα· οὕτω, μ. κακὸν Εὐρ. Ρῆσ. 509· βλάβη Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀδρανίη Νικ. Θηρ. 248. ΙΙ. συνώνυμ. τῷ δύσκολος, ἐπὶ προσώπων, δύστροπος, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Ε, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· ὄλεθρον φέρων, ἥρως Ἀνθ. Π. 7. 697· ἔθνος Διον. Π. 350· μέρμ. χρῆμα, πανοῦργον ζῷον, ἐπὶ ἀλώπεκος, Πλούτ. 2. 988Α· ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. καὶ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις (ἴδε ἐν λ. μέριμνα· πρβλ. μέρμηρα, μερμηρίζω).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui cause du souci ; triste, pénible, terrible, funeste ; pl. neutre μέρμερα ἔργα IL ou simpl. μέρμερα IL des exploits terribles;
2 qui médite, qui calcule ; fin, rusé.
Étymologie: R. Μερ, Σμερ, penser, avec redoubl. ; cf. μέριμνα.
English (Autenrieth)
memorable, signal; μέρμερα ἔργα, also μέρμερα as subst. (Il.)
Greek Monolingual
μέρμερος, -ον, θηλ. και μερμέρα, και μερμέριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί φροντίδα και ανησυχία, ολέθριος, φοβερός, δεινός (α. «μέρμερος ἀδρανίη», Νίκ. θ. «μέρμερον ἔθνος Λατίνων», Διον. Περ.
γ. «πρὶν πόλεμόν τ' ἰδέειν πολέμοιό τε μέρμερα ἔργα», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) δύστροπος, δύσκολος, γκρινιάρης («μέρμερος πάνυ ἐστίν, ὦ Ἱππία», Πλάτ.)
3. (για ζώο) πανούργος, δόλιος («Τελμησίαν ἀλώπεκα μέρμερον χρῆμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέρ-μερ-ος έχει παραχθεί με διπλασιασμό από ρίζα (s)mer- «θυμάμαι, προτίθεμαι» (πρβλ. μέρ-ι-μνα) και συνδέεται με το αρμ. mormok «φροντίζω, μεριμνώ», το λατ. memor «μνήμων» και το αβεστ. mimara- (πρβλ. μάρτυς, μείρομαι)].
Greek Monotonic
μέρμερος: -ον, I. αυτός που προκαλεί ανησυχία, βλαπτικός, καταστροφικός, μέρμερα μητίσασθαι, συλλογίζομαι τις καταστροφές, σε Ομήρ. Ιλ.· μέρμερα ῥέζειν, στο ίδ.· πολέμοιο μ. ἔργα, στο ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ανήσυχος, δύστροπος, σκυθρωπός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μέρμερος:
1) тяжелый, трудный (ἔργα Hom.);
2) ужасный, страшный (ἔργα γυναικῶν Hes.; κακόν Eur.; ἥρως Anth.);
3) (о людях) тягостный, невыносимый, назойливый Plat.;
4) ловкий, хитрый: μέρμερον χρῆμα Plut. хитрая тварь (о лисе).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: Conventional epithet of unclear meaning (after H. μέρμερα = χαλεπά, δεινά, φροντίδος ἄξια); apparently intensive formation with reduplication, which suggests connection with μέρ-ιμνα(?). So prop. meaning causing meditation, cares, from where distressful, dreadful v. t.(?), of persons (much) meditating, caring; also as PN (Apollod., Paus.).
Other forms: (Hom., only Il.) always n. pl. μέρμερα as epithet of ἔργα, also as object of ῥέζειν, μητίσασθαι, posthom. of κακόν, βλάβη etc. (E., Lyc., Nic.), also of persons and animals (Pl. Hp. Ma., Plu., Opp.); enlarged. μερ-μέριος (Them.).
Derivatives: Besides μέρμηραι f. pl. cares, anxieties (Hes. Th. 55, Thgn. 1325, also IG 14, 1942 [late verse]), μερμηρίζω, -ίξαι, -ίξω care, meditate, invent, consider, linger (Hom.; cf. Ruijgh L'élém. ach. 87); also μερμαίρω (Suid., H., Phot. [codd. also -μέρω]); on ἀπο-μερμηρίσαι forget the cares (Ar. V. 5, D. C.) s. Ruijgh ibd.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The length of the vowel in μέρ-μηρ-αι againt μέρ-μερ-ος has been explained from μερμηρίζω, where it is ascribed to the metre, but this is no sufficient explanation; rather it points to Pre-Greek origin; on ε\/η s. Fur. 257 n. 42. -- Under μέριμνα we pointed to the primary thematic root-verb Skt. smárati, Av. maraiti remember (reduplicated hi-šmar-); further there is, with broken reduplication, Arm. mormok regret, displeausre, sorrow, grief and the also reduplicated Lat. me-mor mindful, to which prob. also mora delay. Further, partly doubtful cognates from Germ. a. Celt., for Greek unimportant, in WP. 2, 689f., Pok. 969f., W.-Hofmann s. memor . Hypothetic connection with the PN Ἴσμαρος and Μάρων in Kretschmer Glotta 29, 96 f. Lith. merė́ti care, s. Fraenkel Gnomon 22, 237. -- [Not to μάρτυς s.v. or μείρομαι.]