ἐπιφορά

From LSJ
Revision as of 15:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφορά Medium diacritics: ἐπιφορά Low diacritics: επιφορά Capitals: ΕΠΙΦΟΡΑ
Transliteration A: epiphorá Transliteration B: epiphora Transliteration C: epifora Beta Code: e)pifora/

English (LSJ)

, (ἐπιφέρω)

   A bringing to or upon: hence,    1 donative, extra pay, in pl., Th.6.31, D.S.17.94 ; so ἡ ἔξωθεν ἐ. τῆς εὐδαιμονίας Plb.5.90.4    2 application, ὀνομάτων Pl.Lg.944b, cf.Cra.430d.    3 secondcourse [at dinner], Damox.2.58 (pl.).    4 fine paid by contractor for failure to keep time, BCH35.44 (Delos), cf.Hermes17.5 (ibid.); = καταδίκη, Hsch. (pl.).    5 application, τὴν τῆς αἰσθήσεως ἐ. ποιεῖσθαι to concentrate attention, Plu.2.1144b.    b infliction, πληγῶν POxy. 283.15 (i A. D.).    6 additional payment of φόρος, IG12.205, al.    II (from Pass.) offering made at the grave, Plu.Num.22.    2 impact, Epicur.Nat.15.26, al. ; sudden attack, Plb.6.55.2, etc. ; ἐπιφορὰς πρός τινα ποιῆσαι, in controversy, Phld.Lib.p.35 O. ; ἐ. ὄμβρων sudden burst of rain, Plb.4.41.7 ; of wind, Thphr.CP5.12.11 ; ἡ τοῦ κωρύκου ἐ. Philostr.Gym.57 ; attack of an orator, opp. ἀπολογία, Id.VS1.25.10 (pl.).    3 vehemence in oratory, Hermog.Id.1.11, al., Philostr.VS1.17.1, al.    4 growth by assimilation of nourishment, Stoic.2.229.    5 Medic., epiphora, persistent flow of tears, as a disease, Dsc.Eup.1.35, Gal.14.749,768 (but non-technically, floods of tears, Plb.15.26.3) ; deflux of morbid humours, Meno Iatr.5.30, Plu.2.102a (pl.) ; τοῦ γάλακτος Sor.1.76 ; ὀχθώδεις ἐ. tuberous eruption, Ruf. ap. Orib.8.24.35.    b attack, πυρετῶν, etc., Vett.Val.3.4 (pl.), al.    6 propensity, -φορὰς ἔχειν πρός τι Men.Rh.p.342 S.    III Rhet., second clause in a sentence, opp. ἀρχή, D.H.Dem. 20.    2 repetition, συνδέσμου Demetr.Eloc.196.    3 succession of clauses ending in the same word, opp. ἐπιβολή, Rut.Lup.1.8.    IV in Stoic Logic, the conclusion of a syllogism, Chrysipp.Stoic.2.80, Crinisib.3.269, Procl.in Prm.p.534 S.    2 question at issue, τῆς ἐ. ἀπερρυηκέναι Phld.Mus.p.96 K.    V in Gramm., ἔχειν ἐν ἐπιφορᾷ τὸ λλ to have λλ immediately following, Hdn.Gr.2.932.

German (Pape)

[Seite 1000] ἡ, 1) das Dazubringen, Hinzutragen, τὴν τοῦ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν Plat. Crat. 430 d; ὀνομάτων, das Beilegen der Namen, Legg. XII, 944 b, vgl. Crat. 430 d; – die Zugabe, zum Solde, Zulage, Thuc. 6, 31; D. Sic. 17, 94; αἱ ἔξωθεν ἐπιφοραίD. Cass. 47, 17; vgl. Poll. 3, 94; die Zufuhr, Pol. 5, 90, 4; von Speisen, das Aufgetragene, od. der Nachtisch, Damox. bei Ath. III, 103 a (vgl. ἐπιφόρημα); – das den Todten zum Geschenk, Opfer Dargebrachte, Plut. Num. 22 (vgl. ἐπιφέρω). – 2) das Herankommen, Andringen, der Andrang, ἀνέμων Theophr.; ὄμβρων, χειμῶνος, auch δακρύων, Pol. 4, 41, 7. 5, 51. 15, 26, 3; ῥευμάτων Plut. Arist. 6; a. Sp.; Anfall, Angriff, Pol. 6, 55, 2 u. oft. – Daher auch Anklage, Rhett., bei denen es auch die kraftvolle Wiederholung eines oder mehrerer Wörter bedeutet, ῥεύματος, von Feuchtigkeit aus irgend einem Theile des Körpers, Medic. – 3) der Schluß in der Logik, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 136; D. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφορά: ἡ, (ἐπιφέρω) τὸ ἐπιφέρειν τι εἴς τι ἢ ἐπί τι, ἐντεῦθεν, 1) προσθήκη τις γινομένη εἰς τὸν μισθόν τινος, Θουκ. 6. 31, Διόδ. 17. 94· προσθήκη συντελοῦσα εἴς τι, ἡ ἔξωθεν ἐπ. τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4. 2) τὸ ἐπιφέρειν, ἐπιβάλλειν, ἐπιβολή, ὀνομάτων Πλάτ. Κρατ. 430D, Νόμ. 944Β. 3) προσθήκη, δευτέρα σειρὰ φαγητῶν ἐπὶ δείπνου, Δαμόξ. ἐν «Συντρόφοις» 1. 58· πρβλ. ἐπιφόρημα. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Παθ.) προσφορὰ γινομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, Πλουτ. Νουμ. 22. 2) αἰφνίδιος προσβολή, ὁρμή, βία, Λατ. impetus, Πολύβ. 6. 55, 2, κτλ.· ἐπ. ὄμβρων, χειμῶνος, δακρύων, αἰφνίδιος βροχή, αἰφνίδια δάκρυα, ὁ αὐτ. 4. 41. 7, κτλ.· ἐπ. ἀνέμων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· ἡ ἐπίθεσις ῥήτορος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀπολογία, Φιλόστρ. 542· ἡ τῆς αἰσθήσεως ἐπ., προσοχή, Πλούτ. 2. 1144b. 3) ἐπ. ῥευμάτων, ἐπιρροὴ ὑγρῶν, Λατ. epiphora, αὐτόθι 102Α, Γαλην. τ. 13. σ. 439C. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ δευτέρα πρότασις ἔν τινι περιόδῳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρχή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20· ἐν τῇ λογικῇ, τὸ συμπέρασμα συλλογισμοῦ ἢ ὑποθέσεώς τινος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 301.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. action de porter sur ou vers, d’où
1 apport d’offrandes sur un tombeau;
2 action de se porter sur, de se jeter sur, attaque, charge (de cavalerie), irruption (d’une tempête, de la pluie) ; flux d’humeurs, fluxion;
II. action de porter en outre ; addition à une solde.
Étymologie: ἐπιφέρω.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιφορά) επιφέρω
νεοελλ.
(λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού
μσν.
(για όρκο) επιβολή
αρχ.
1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.)
2. μεταφορά για συμπλήρωση ελλείψεως («εἰς τὴν εὐκαιρίαν τοῡ τόπου καὶ τὴν ἔξωθεν ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», Πολ.)
3. εφαρμογή, επιβολή («τὴν τοῡ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν», Πλάτ.)
4. δεύτερη σειρά φαγητών
5. πρόστιμο που επιβαλλόταν όταν δεν εκτελούσε κάποιος την υπηρεσία που είχε αναλάβει στο καθορισμένο χρονικό διάστημα
6. προσήλωση («τήν τῆς αίσθήσεως ἐπιφοράν ποιεῑσθαι», Πλούτ.)
7. ποινή
8. πρόσθετη καταβολή φόρου
9. θυσία πάνω στον τάφο η οποία προσφερόταν ως δώρο προς τους νεκρούς
10. σύγκρουση
11. έφοδος, αιφνίδια επιδρομή («διακατέσχε τὴν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν», Πολ.)
12. λογομαχία
13. (για ρἡτορα) κατηγορία
14. (για άνεμο) ορμητική και ξαφνική πνοή, φύσημα
15. χτύπημα
16. ορμητικότητα, οξύτητα στη ρητορική τέχνη
17. αύξηση με αφομοίωση της τροφής
18. ιατρ. δακρύρροια, παθολογική ροή δακρύων
19. (απλώς) άφθονη ροή δακρύων
20. (για κακοχυμία) ροή, έκχυση
21. (για ασθένεια) προσβολή
22. κλίση, ροπή, φορά
23. (ρητ.) η δεύτερη πρόταση σε μια περίοδο («πάσης διανοίας καὶ λήμματος αἵ τ’ ἀρχαὶ καὶ αἱ ἐπιφοραὶ τοιαῡταί εἰσιν», Διον. Αλ.)
24. επανάληψη
25. (ρητ.) διαδοχή προτάσεων που λήγουν στην ίδια λέξη
26. (κατά τους στωικούς) το συμπέρασμα του συλλογισμού
27. διαφιλονεικούμενο ζήτημα
28. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφοράς
καταδίκας».

Greek Monotonic

ἐπιφορά: ἡ (ἐπιφέρω), προσθήκη· δωρεά, δώρο, προσθήκη στην πληρωμή κάποιου, επιμίσθιο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφορά:
1) приношение на могилу Plut.;
2) присвоение: ἐ. ὀνομάτων Plat. именование;
3) добавление, прибавка (πρὸς τῷ μισθῷ Thuc.);
4) привоз, доставка, снабжение (ἡ ἔξωθεν ἐ. Polyb.);
5) нападение, набег, налет, натиск (τῶν ἐχθρῶν Polyb.);
6) бурный порыв, напор, наплыв (ῥευμάτων Plut.): ἐ. ὄμβρων Polyb. бурные ливни; ἐ. δακρύων Polyb. (внезапный) поток слез; ἡ τῆς αἰσθήσεως ἐ. Plut. сосредоточенное внимание;
7) рит. эпифора (конечное предложение периода, в отличие от начального - ἀρχή);
8) рит. перенесение (μεταφορά ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐ. Arst.);
9) лог. заключение, следствие, вывод (в силлогизме) Diog. L., Sext.

Middle Liddell

ἐπιφορά, ἡ, ἐπιφέρω
a bringing to or besides: a donative, addition made to one's pay, Thuc.