κύβος
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
[ῠ, v. sub fin.], ὁ,
A cube, Ti.Locr.98c; esp.cubical die, marked on all six sides, mostly in pl., dice, Hdt.1.94, etc.; κύβων βολαί S. Fr.429; ἐν πτώσει κύβων Pl.R.604c; περὶ κύβους τὰς διατριβὰς ποιούμενοι Lys.16.11: prov., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κ., i.e. God's work is no mere chance, S.Fr.895; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414; ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp.330; ψυχὴν προβάλλοντ' ἐν κύβοισι δαίμονος Id.Rh.183: later in sg., οἶδ' ὅτι ῥιπτῶ πάντα κύβον κεφαλῆς… ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24 (Phld.); τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίψων κύβον Plu.Fab.14, cf. Luc.Pr.Im.16; ἐφ' ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Id.Harm.3; ἀνερρίφθω κ., Lat.jacta esto alea, Men.65.4, Plu.Caes. 32; ἔσχατον κύβον ἀφιέναι try one's luck for the last time, Id.Cor. 3. 2 of the single pips on the dice, βέβληκ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέσσαρα he has thrown two aces and a four, E.Fr.888: prov., τρὶς ἓξ… ἢ τρεῖς κύβους βάλλειν 'all or nothing', Pl.Lg.968e, cf. Pherecr. 124. 3 in pl., gaming-table, Hermipp.27. II cubic number, Pl. R.528b, Arist.APo.76b8. III anything of cubic shape: vertebra, Rhian.57. 2 block of stone, PCair.Zen.276 (iii B.C.); of wood, IG22.463.57, 7.3073.187 (Lebad., ii B.C.). 3 piece of salt fish, Alex.187.4. 4 kind of cubic cake, Eup.424, Heraclid. ap. Ath.3.114a. 5 hollow above the hips of cattle, Simaristus ib.9.399b. 6 part of an irrigation-machine, BGU1546 (iii B.C.), PLond.3.1177.216 (ii A.D.). [κῦβος only in late Poets, AP14.8; coebus Aus.Idyll.11.3.]
German (Pape)
[Seite 1523] ὁ, 1) cubus, Würfel; bes. – a) der Würfel zum Würfelspiel, welcher auf allen sechs Seiten bezeichnet ist (der αστράγαλος war nur auf vier Seiten bezeichnet); Her. 1. 94; ἐν πτώσει κύβων Plat. Rep. X, 404 c; Sp. – Auch die mit Eins bezeichnete Sein des Würfels, ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβους βάλλοντες Plat. Legg. XII, 968 e, vgl. Aesch. frg. 130 u. Poll. 9, 95. – Κύβον ἀναῤῥίπτειν wird oft übertragen gebraucht, den Würfel werfen, wagen, aufs Spiel setzen; ἀπειρίᾳ καὶ θρασύτητι τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναῤῥίψων κύβον Plut Fab. 14; ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, sein Glück zum letzten Male versuchen. Coriol. 3; so auch a. Sp.; πάντα κύβον ῥιπτῶ κεφαλῆς αἰὲν ὕπερθεν ἐμῆς Philodem. 16 (V, 25); δεδογμένον τὸ πρᾶγμα, ἀνεῤῥίφθω κύβος, alea jacta esto, es sei gewagt, Ath. XIII, 559 e; Plut. Caes. 32 u. A. – Aehnl. ἔργον δ' ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ, Ares wiro entscheiden, Aesch. Spt. 396; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπ τουσιν οἱ Διὸς κύβοι Soph. frg. 763; ψυχὴν προβάλλοντ' ἐν κύβοισι δαίμονος Eur. Rhes. 182. – Κύβοι, der O rt, wo man Würfe spielt, Hermipp. bei Schol. Ar. Vesp. 672, s. Mein. – b) ein kubischer Körper; Plat. Rep. VII, 528 b; Math.; auch = Kubikzahl. – Auch von anderen Dingen; kubische Brote, Ath. III, 114 a; Stücke gesalzener Fische, Alexis bei Ath. VII, 324 c. – 2) die Höhlung vor der Hüfte beim Vieh, Ath. IX, 399 a. – [Κῦβος steht Ep. ad. 454 b (XIV, 8).]
Greek (Liddell-Scott)
κύβος: ῠ ἴδε ἐν τέλ., ὁ, Λατ. cubus, στερεὸν τετράγωνον μετὰ ἓξ πλευρῶν, κύβος, Τίμ. Λοκρ. 98C· κύβος τοῦ παιγνιδίου σεσημειωμένος καὶ ἐπὶ τῶν ἓξ αὐτοῦ πλευρῶν, διαφέρων οὕτω τοῦ ἀστραγάλου, ὅστις ἔφερε σημεῖα μόνον ἐπὶ τῶν τεσσάρων πλευρῶν (ἔχων τὰς ὑπολοίπους δύο στρογγύλας), τὸ πλεῖστον (ὡς εἰκός) κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1. 94, Σοφ. Ἀποσπ. 380, κτλ.· ἔπαιζον δὲ οἱ Ἕλληνες διὰ τριῶν κύβων, ἴδε κατωτ. 2· κύβων βολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ἐν πτώσει κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· περὶ κύβους τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 34· ― παροιμ., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, δηλ. τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐκ τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 763· κρίνειν τι ἐν κύβοις, ἀποφασίζειν τι διὰ τῶν κύβων, ἤτοι τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἄλλα βλήματ’ ἐν κύβοις βαλεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 330· ψυχὴν προβάλλοντ’ ἐν κύβοισι δαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 183· ― μετέπειτα ἐν τῷ ἑν., οἶδα ὅτι ῥίπτω πάντα κύβον κεφαλῆς... ὕπερθεν ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίπτειν κύβον Πλουτ. Φάβ. 14, πρβλ. Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 16· ἐφ’ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Λουκ. Ἁρμον. 3· ἀνερρίφθω κύβος, jacta esto alea, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 4, Πλουτ. Καῖσαρ 32· ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, τὸ νὰ δοκιμάσῃ τις τὴν τύχην του διὰ τελευταίαν φοράν, Πλουτ. Κοριολ. 3. 2) ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τῆς φερούσης τὸ ἓν στίγμα, βέβληκ’ Ἀχιλλεὺς δύω κύβω καὶ τέσσαρα, ἔρριψε δύο «ἄσσους» καὶ τέσσαρα, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 132) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1400· τρὶς ἓξ βαλεῖν, «τρία ἑξάρια», Αἰσχύλ. Ἀγ. 33 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· τρὶς ἓξ... ἢ τρεῖς κύβους βάλλειν Πλάτ. Νόμ. 968Ε. 3) ἐν τῷ πληθ. προσέτι = τράπεζα κυβευτική, «τάβλι» (ὡς τὸ πεσσοί), Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 6. ΙΙ. κυβικὸς ἀριθμός, 3, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 3. ΙΙΙ. πᾶν πρᾶγμα κυβικὸν ἔχον σχῆμα, σπόνδυλος, ὡς τὸ ἀστράγαλος, Ριανὸς παρὰ Πολυδ. Βϳ, 180. 2) τεμάχιον παστοῦ ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 4· πρβλ. κύβιον. 3) εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ ἔχοντος σχῆμα κύβου, Ἐπίχ.(;) παρὰ Φωτ. 183. 11, Ἀθήν. 114Α. 4) κοίλωμά τι ὑπεράνω τοῦ μηροῦ τῶν βοῶν, Ἀθήν. 399Β. κῦβος, Λατ. cūbus, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14. 8, Αὐσων. Εἰδυλλ. 11. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 cube, figure hexaèdre;
2 dé à jouer marqué sur les six côtes : κρίνειν τι ἐν κύβοις ESCHL décider qch sur un coup de dé, càd au hasard ; ἀνερρίφθω κύβος PLUT (lat. jacta esto aléa) que le dé en soit jeté ! ἔσχατον κύβον ἀφιέναι PLUT jeter son dernier dé, càd courir sa dernière chance.
Étymologie: R. Κυ, être gros.
Greek Monolingual
ο (AM κύβος)
1. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες και όλες οι έδρες, έξι τον αριθμό, είναι ίσα μεταξύ τους τετράγωνα («ἐν τῷ τετραγώνῳ γεννᾱσθαι τὸν κύβον, ἑδραιότατον... σῶμα», Τίμ. Λουρ.)
2. μικρό τεμάχιο από στερεά ύλη το οποίο έχει χαραγμένες σε καθεμιά από τις πλευρές του μία έως έξι κουκκίδες και χρησιμεύει για τυχερά παιχνίδια, ζάρι («ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους... τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι», Λυσ.)
3. το γινόμενο που προκύπτει από τον διπλό πολλαπλασιασμό αριθμού επί τον εαυτό του, αλλ. τρίτη δύναμη ή τριτοβάθμια δύναμη («το 64 είναι κύβος του αριθμού 4, δηλαδή 4 χ 4χ 4 = 64»)
4. φρ. «ο κύβος ερρίφθη» ή «ἀνερρίφθω κύβος» — πάρθηκε πλέον η κρίσιμη απόφαση ύστερα από πολλούς δισταγμούς
νεοελλ.
φρ. «τέλειος κύβος» — ο αριθμός ο οποίος είναι κύβος ενός ακέραιου αριθμού («ο αριθμός 8 είναι τέλειος κύβος γιατί είναι ο κύβος του ακεραίου 2»)
αρχ.
1. η πλευρά του ζαριού που φέρει μία μόνο κουκκίδα
2. κάθε πράγμα που έχει κυβικό σχήμα
3. τεμάχιο παστωμένου ψαριού
4. είδος πίτας ή ζυμαρικού με κυβικό σχήμα
5. η κοιλότητα τών ζώων που βρίσκεται πάνω από τον μηρό
6. μέρος αρδευτικής μηχανής
7. στον πληθ. οἱ κύβοι
το κυβείον
8. φρ. α) «άναρρίπτω κύβον» — ριψοκινδυνεύω παίρνοντας τολμηρή απόφαση
β) «ἔσχατον κύβον ἀφίημι» — δοκιμάζω την τύχη μου για τελευταία φορά
9. παροιμ. «ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι» — ποτέ τα έργα του Διός δεν είναι τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με γοτθ. hups «ισχίο», λατ. cubitus «αγκώνας», που βασίζεται στη σημ. της λ. κύδος «κοιλότητα που βρίσκεται πάνω από τον μηρό τών ζώων», δεν φαίνεται πολύ πειστική. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cubus.
ΠΑΡ. κυβεύω, κυβίζω, κυβικός
αρχ.
κυβίας, κύβιον, κυβοστός
μσν.
κυβεών.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κυβοειδής
αρχ.
κυβεπίκυβος
αρχ.-μσν.
κυβόκυβος
νεοελλ.
κυβόλεξο, κυβόλιθος, κυβομαντεία, κυβόμετρο.
Greek Monotonic
κύβος: [ῠ], ὁ, Λατ. cubus, κύβος·
I. 1. κυβικό ζάρι, σημειωμένο και στις έξι πλευρές του (ενώ ο ἀστράγαλος ήταν σημειωμένος μόνο στις τέσσερις), στον πληθ., ζάρια, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι Έλληνες έριχναν τρία ζάρια, έτσι ώστε τρὶς ἕξ, τρία εξάρια ήταν η πιο υψηλή ζαριά, σε Αισχύλ., Πλάτ.· κρίνειν τι ἐν κύβοις, να το αποφασίσουν με το ζάρι, στην τύχη, σε Αισχύλ.
2. επίσης, λέγεται και για τις μεμονωμένες κουκίδες του ζαριού, βέβληκ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέσσαρα, έριξε δύο άσσους και ένα τέσσερα, σε Αισχύλ. παρά Αριστοφ.
II. αριθμός εις τον κύβο, δηλ. αριθμός που τριπλασιάζεται με τον εαυτό του, όπως το 27 είναι ο κύβος του 3, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύβος -ου, ὁ, later poët. ook κῦβος dobbelsteen (meestal plur. ):; ἐν πτώσει κύβων bij het vallen van de dobbelstenen Plat. Resp. 604c; later ook sing.:; ἀνερρίφθω κ. (= Lat. iacta esto alea) laat de dobbelsteen geworpen zijn Plut. Caes. 32.8; overdr.: ἔσχατον κύβον ἀφιέναι de laatste dobbelsteen gooien, z’n laatste kans wagen Plut. Cor. 3.1. de één (op een dobbelsteen);. ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβους βάλλειν drie zessen of drie enen gooien Plat. Lg. 968e. kubus.
Russian (Dvoretsky)
κύβος: (ῠ), редко Anth. κῦβος ὁ
1) куб, кубическое тело: ὁ κ. σταδαῖον παντᾷ σῶμα Plat. куб (есть) самое устойчивое из всех тел;
2) мат. куб, третья степень, число в кубе Plat., Arst.;
3) игральная кость (в форме кубика, все шесть граней которого имели обозначения - в отличие от ἀστράγαλος, у которого обозначения были только на четырех; греки играла тремя костями): ἐν πτώσει κύβων Plat., Arst. как выпали игральные кости, перен. по прихоти случая (или судьбы); κρίνειν ἔργον ἐν κύβοις Aesch. решать дело бросанием костей (т. е. жребием); ἀεὶ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι погов. Soph. кости Зевса всегда выпадают правильно; ἔσχατον κύβον ἀφιέναι Plut. в последний раз попытать счастья; ἀνερρίφθω κ.! Plut. пусть будет брошен жребий! (лат. alea jacta esto!);
4) грань игральной кости с одним очком: τρεῖς κύβους βάλλειν Plat. выбросить три единицы.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: dice (IA.), also of the eyes of the dice (E., Pl.) and the gaming table (Hermipp. 27, pl.); metaph. of dice-like objects, cubus (Ti. Lokr.), cubic number (Pl., Arist.), dice-like stone-, wood-block (hell. pap. a. inscr.), cake, piece of salted fish (com.); also vertebra (Rhian. 57; after ἀστράγαλος) and hollow above the hip of cattle (Ath. 9, 399b).
Compounds: Some compp., e.g. φιλό-κυβος who loves the dice (Ar., Arist.).
Derivatives: 1. κύβιον in the form of κύβοι salted fish (com., pap.) with κυβιάριον name of a belonging pot (pap) 2. κυβίας kind of tunny (Opp.; on the formation Chantr. Formation 94). 3. κυβοστόν n. name of a fraction (Dioph.; after εἰκοστόν etc.). 4. κυβεών m. gambling house (Tz.). 5. κυβικός quadrangular (Pl., Arist.). Denomin. verbs : 1. κυβεύω dice, gamble (Att.), also deceive (Arr.), with κυβεία dice, κυβευ-τής dicer, -τικός, -τήριον (Att.). 2. κυβίζω raise to the cube (Hero) with κυβισμός (Theol. Ar.). 3. κυβᾳ̃ H. as explanation of πεττεύει.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The names vary from language to language and are often loans (Schrader-Nehring Reallex. 2, 423). Also κύβος will be a foreign word (Schwyzer 458); after Hdt. 1, 94 the Lydians claimed to have invented the game. Lat. LW [loanword] cubus. - Because of the incidental meaning hollow above the hip of cattle κύβος was with wrong idea of the development of the meaning connected with Germ., e.g. Goth. hups hip (Lat. cubitus elbow), Bq, WP. 1, 373f., Pok. 589f., W.-Hofmann s. cubitus; rejected by Kretschmer KZ 55, 89). - On κύβος = τρύβλιον (Paph., H.) cf. the words s. κύπελλον.
Middle Liddell
κύ˘βος, ὁ,
I. Lat. cubus, a cube: a cubical die, marked on all 6 sides (whereas the ἀστράγαλος was marked only on four sides), in pl., dice, Hdt., etc.; the Greeks threw with three dice, so that τρὶς ἕξ, three sixes, was the highest throw, Aesch., Plat.; κρίνειν τι ἐν κύβοις to decide it by the dice, by chance, Aesch.
2. also of the single pips on the dice, βέβληκ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέσσαρα he has thrown two aces and a four, Aesch. ap. Ar.
II. a cubic number, i. e. a number multiplied twice into itself, as 27 is the cube of 3, Plat.
Frisk Etymology German
κύβος: {kúbos}
Grammar: m.
Meaning: Würfel (ion. att.), auch von den Augen des Würfels (E., Pl. u. a.) und dem Spielbrett (Hermipp. 27, pl.); übertr. von würfelähnlichen Gegenständen, Kubus (Ti. Lokr.), Kubikzahl (Pl., Arist.), ‘würfelförmiger Stein-, Holzblock’ (hell. Pap. u. Inschr.), Kuchen, Stück eingesalzenen Fisches (Kom.); auch Wirbelknochen (Rhian. 57; nach ἀστράγαλος) und Höhlung vor der Hüfte beim Vieh (Ath. 9, 399b).
Composita : Einzelne Kompp., z.B. φιλόκυβος der die Würfel liebt (Ar., Arist.).
Derivative: Ableitungen: 1. κύβιον in der Form von κύβοι eingesalzenes Fischfleisch (Kom., Pap. u. a.) mit κυβιάριον Ben. eines zugehörigen Topfes (Pap.). 2. κυβίας m. Art Thunfisch (Opp.; zur Bildung Chantraine Formation 94). 3. κυβοστόν n. Ben. eines Bruchs (Dioph.; nach εἰκοστόν usw.). 4. κυβεών m. Spielhaus (Tz.). 5. κυβικός viereckig (Pl., Arist. u. a.). Denominative Verba : 1. κυβεύω würfeln, ein gefährliches Spiel wagen (att.), auch hintergehen (Arr.), mit κυβεία Würfelspiel, κυβευτής Würfelspieler, -τικός, -τήριον (att. usw.). 2. κυβίζω kubieren (Hero u. a.) mit κυβισμός (Theol. Ar.). 3. κυβᾷ H. als Erklärung von πεττεύει. Obwohl das Würfelspiel uralt ist, wechseln die Ben. des Würfels stark von Sprache zu Sprache und sind oft Entlehnungen (Schrader-Nehring Reallex. 2, 423). Auch κύβος dürfte ein Fremdwort sein (Schwyzer 458); nach Hdt. 1, 94 beanspruchten die Lyder, das Würfelspiel erfunden zu haben. Lat. LW cubus.
Etymology : Wegen der ganz zufälligen Bed. Höhlung vor der Hüfte beim Vieh ist κύβος mit falscher Auffassung der Bed.-entwicklung mit germ., z.B. got. hups Hüfte, lat. cubitus Ellbogen verbunden worden (Bq, WP. 1, 373f., Pok. 589f., W.-Hofmann s. cubitus; ablehnend Kretschmer KZ 55, 89). Sollte diese Gleichung wirklich zutreffen, muß κύβος Würfel unter allen Umständen ein anderes Wort sein. — Zu κύβος = τρύβλιον (paph., H.) vgl. die Wörter s. κύπελλον.
Page 2,39-40