πρόειμι

From LSJ
Revision as of 11:52, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόειμι Medium diacritics: πρόειμι Low diacritics: πρόειμι Capitals: ΠΡΟΕΙΜΙ
Transliteration A: próeimi Transliteration B: proeimi Transliteration C: proeimi Beta Code: pro/eimi

English (LSJ)

(εἶμι, ibo) go forward, advance, κατὰ βραχὺ προϊών Th.1.64; ὀλίγα βήματα προϊόντες X.Cyr.7.5.6; π. τῆς ὁδοῦ X.Eph.4.3; of the Nile Delta, προϊούσης τῆς χώρης as it advanced (by deposit from the water), Hdt.2.15.
2 of time, προϊόντος τοῦ χρόνου as time went on, Id.3.96; προϊούσης τῆς πόσιος, π. τοῦ συμποσίου, Id.6.129, X.Cyr.8.4.13: προϊούσης τῆς νυκτός Id.An.2.2.19; π. τῆς ἡλικίας, τῆς συνουσίας, Pl.Phdr. 279a, Tht.150d; προϊόντος τοῦ λόγου, τοῦ ᾄσματος, Id.Phdr.238d, Prt.339c; τοῦ προϊόντος ἔτους the current year, BGU 1126.6(i B.C.): ἡ ἐργασία κατὰ τοὺς τρεῖς χρόνους π. Hermog.Prog. 9.
3 proceed, continue, προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων going on reading, Pl.Phd. 98b; πρόϊθί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσθεν Id.Grg.497a, cf. Lg. 842a; ὁ λόγος προΐτω Plot.2.4.4.
4 go first, go in advance, X.Cyr.1.5.14, 2.2.6: c. gen., go before or in advance of, τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.1.80: metaph., π. τοῦ καιροῦ X.Cyr.6.3.29.
5 go forth, θύρασι Ar.Th.69; π. ἔξω τῆς φάλαγγος X.Lac.12.3 codd.; π. τοῦ οἴκου Hdn.1.17.4; appear in public, ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι PGnom.182 (ii A.D.).
b spring from, γῆς τε καὶ ὕδατος Aphth.Prog.6.
6 π. εἴς τι pass on to, begin another thing, X.Eq.10.13; π. εἰς ἄπειρον Arist.EN 1094a20, Ph.209a26: hence, become, ἐξ οἰκέτου δεσπότης π. Luc.Nigr.20.
7 of an action, π. ἐπὶ τὸ λῷον succeed, X.Vect.6.3.(εἰμί, sum) to be before, τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα things which were before, Il.1.70; οἱ προόντες γεωργοί the former cultivators, PTeb.379.12(ii A.D.); αἱ προοῦσαι τάξεις the previous positions, Ael. Tact.29.10; but, οἱ προόντες those who were there before (and still are there), Ath.9.391d; ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῦσι θεμελίοις ἀρχαίοις Sammelb.5232.19(i A.D.); τῇ προούσῃ αὐτοῦ γυναικί his present wife, PSI1.36a5,27(i A.D.), cf. PRyl.154.4(i A.D.); τὰ προεσόμενα Plu. 2.586f(s.v.l.); also τοῖς προοῦσι δίδωμι the aforesaid, POxy.580(ii A.D.).
II προεσόμενα, = profutura, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 718] (s. εἰμί), vorher sein, Sp., wie Clem. Al. Als Tmesis rechnet man πρό τ' ἐόντα Il. 1, 70 hierher. (s. εἶμι), vorgehen, weiter-, vorausgehen, vorrücken; προϊόντος τοῦ χρόνου, im Verlaufe der Zeit, Her. 3, 96; προϊούσης τῆς πόσιος, 6, 129, wie Plat. Legg. II, 671 a: προϊούσης τῆς νυκτός, Xen. An. 2, 2, 19, vgl. Cyr. 1, 5, 2. 8, 4, 13; πρόιθί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσθεν, Plat. Gorg. 497 a; Soph. 261 b u. öfter; προϊόντος τοῦ λόγου, im Fortgange oder Verlaufe der Rede, Plat. Phaedr. 238 d Prot. 339 c u. öfter; εἰς ἄπειρον πρόεισιν, es geht ins Unendliche, Arist. 1, 2. 7; auch τὸν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα, Luc. Nigr. 20, der aus einem Sklaven zum Herrn vorgerückt, ein Herr geworden ist; οἱ προϊόντες πρὸς τὴν ἀρχήν, sind die Bewerber um das Amt, die Candidaten, Pol. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

1f. προέσομαι;
être auparavant.
Étymologie: πρό, εἰμί.
2impf. προῄειν, f. πρόειμι;
1 s'avancer : ὀλίγα βήματα XÉN de qqes pas ; fig. en parl. du temps ; aller en avant, avancer dans une lecture ; ἐξ οἰκέτου δεσπότης προιέναι LUC s'avancer ou s'élever de la condition de serviteur à celle de maître;
2 se produire en avant ou au dehors, sortir : ἔξω τῆς φάλαγγος προιέναι XÉN sortir du rang, litt. de la troupe;
3 aller en avant ou d'avance ; avec un gén., être en avance sur : προιέναι τοῦ καιροῦ XÉN devancer l'événement.
Étymologie: πρό, εἶμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-ειμι [πρό, εἰμί] eerder zijn:. τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα wat zal zijn en wat vroeger was (toekomst en verleden) Il. 1.70 (in tmesis).
πρό-ειμι [πρό, εἶμι] voor aor. en perf. zie προέρχομαι naar voren komen, vooruit gaan:; προϊούσης δὲ τῆς χώρης terwijl het land aangroeide Hdt. 2.15.3; ὀλίγα βήματα προιόντες een paar passen vooruitgaand Xen. Cyr. 7.5.6; tevoorschijn komen:. ἢν μὴ προΐῃ θύρασι als hij niet voor de deur verschijnt Aristoph. Th. 69. verdergaan:; προϊόντος... τοῦ χρόνου in de loop van de tijd Hdt. 3.96.1; προϊόντος τοῦ ᾄσματος als het lied verdergaat Plat. Prot. 339c; vervolgen:. προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων terwijl ik verder lees Plat. Phaed. 98b; πρόιθί γε ἔτι ga nog wat door Plat. Grg. 497a; τὸν μὲν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα dat de één van slaaf tot meester opklimt Luc. 8.20. voorgaan, voor... uitgaan: met gen..; τῆς ἄλλης στρατιῆς προϊέναι de rest van het leger voorgaan Hdt. 1.80.2; overdr.. κολαζόντων τοὺς προϊόντας τοῦ καιροῦ zij moeten degenen straffen die buiten de perken gaan Xen. Cyr. 6.3.29.

Russian (Dvoretsky)

πρόειμι:
I εἰμί существовать ранее, быть прежде: τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα Hom. сущее, будущее и прошлое; τὰ προεσόμενα Plut. установленное на будущее, т. е. традиции прошлого; αἰὲν ἐὼν προεών τε Anth. вечно сущий и существовавший.
II εἶμι (impf. προῄειν, fut. πρόειμι)
1 идти вперед, продвигаться, проходить (ὀλίγα βήματα Xen.): προσήγαγε τὸν στρατὸν κατὰ βραχὺ προϊών Thuc. (Формион) понемногу продвигался с войском вперед; προϊόντος τοῦ χρόνου Her. с течением времени; προϊούσης τῆς ξυνουσίας Plat. по мере укрепления общности; ἐπειδὴ προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων Plat. когда я углубился в чтение; ἐξ οἰκέτου δεσπότης π. Luc. из слуги стать господином; εἰς τὸ ἄπειρον π. Arst. уходить в бесконечность; ἐπὶ τὸ λῷον καὶ ἄμεινον π. Xen. (о делах) идти все благополучнее и лучше;
2 выходить вперед (ἔξω τῆς φάλαγγος Xen.; π. θύραζε πρὸς τὸν ἥλιον Arph.);
3 идти впереди (π. τῆς ἄλλης στρατιῆς Her.): οἱ προϊόντες τοῦ καιροῦ ἢ λειπόμενοι Xen. забегающие вперед или (наоборот) отстающие.

Greek (Liddell-Scott)

πρόειμι: (εἶμι, ibo) προβαίνω, προχωρῶ, κατὰ βραχὺ προϊὼν Θουκ. 1. 64· ὀλίγα βήματα προϊόντες Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· πρ. τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἐφέσ. 4, 4· ἐπὶ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, προϊούσης τῆς χώρης, καθὼς προυχώρει, ηὐξάνετο (διὰ τῶν καθιζημάτων τοῦ ποταμοῦ), ὁ αὐτ. 2. 15. 2) ἐπὶ χρόνου, προϊόντος τοῦ χρόνου, προβαίνοντος τοῦ χρόνου, Ἡρόδ. 3. 96· οὕτω, προϊούσης τῆς πόσιος, τοῦ συμποσίου ὁ αὐτ. 6. 129, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 13· προϊούσης τῆς νυκτὸς Ξεν. Ἀνάβ. 2. 2, 19· πρ. τῆς ἡλικίας, τῆς ξυνουσίας Πλάτ. Φαῖδρ. 279Α, Θεαίτ. 150D· προϊόντος τοῦ λόγου, τοῦ ᾄσματος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238D, Πρωτ. 339C. 3) ἐπὶ προσώπων ἀναγινωσκόντων, προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων, προχωρῶν ἐν τῇ ἀναγνώσει, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98Β· πρ. εἰς τοὔμπροσθεν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 497Α, πρβλ. Νόμ. 842Α, 4) ὑπάγω πρῶτος, προχωρῶ ἐμπρός, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 14., 2. 2, 7· ― μετὰ γεν., προχωρῶ, προπορεύομαι, τῆς στρατίης Ἡρόδ. 1. 80· καὶ μεταφορ., πρ. τοῦ καιροῦ Ξεν. Κύρ. 6. 3, 29. 5) ἐξέρχομαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 69· πρ. ἔξω τῆς φάλαγγος Ξεν. Λακ. 12, 3· πρ. τοῦ οἴκου Ἡρῳδιαν. 1. 17, κτλ.· ― ἐξέρχομαι ἐκ..., πηγάζω, γῆς τε καὶ ὕδατος Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 78. 6) πρ. εἴς τι, μεταβαίνω εἴς τι, ἄρχομαι ἄλλου πράγματος, Ξεν. Ἱππ. 10, 13· πρ. εἰς τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1· ― γίνομαι, ἐξ οἰκέτου δεσπότης πρ. Λουκ. Νιγρῖν. 20. 7) ἐπὶ ἐνεργείας ἢ πράξεως, προχωρῶ καλῶς, προβαίνω, ἐπιτυγχάνω, Ξεν. Πόροι 6, 3.

Greek Monolingual

(I)
Α εἶμι
1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.)
2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῦ χρόνου», Ηρόδ.)
3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» — συνεχίζοντας την ανάγνωση, Πλάτ.)
4. πηγαίνω πρώτος («ἐγὼ οὐ σὲ μόνον ἐκέλευον ἀλλὰ πάντας προϊέναι», Ξεν.)
5. (με γεν.) βαδίζω επικεφαλής, προπορεύομαι, προηγούμαι («προσέταξε τῆς ἄλλης στρατιῆς προϊέναι», Ηρόδ.)
6. εξέρχομαι, βγαίνω («προϊέναι ἔξω τῆς φάλαγγος», Ξεν.)
7. εμφανίζομαι δημόσια («ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι προϊέναι», πάπ.)
8. εκπηγαζω, αναβλύζω από κάπου
9. μεταβαίνω σε κάτι, αρχίζω κάτι άλλο («καὶ τοῦτο εἰς ἄπειρον πρόεσιν», Αριστοτ.)
10. γίνομαι («τὸν μὲν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα», Λουκιαν.)
11. (για ενέργεια) προοδεύω, επιτυγχάνω
12. φρ. α) «τοῦ προϊόντος ἔτους» — του τρέχοντος έτους
β) «προϊούσης δὲ της χώρης»
(για το Δέλτα του Νείλου) καθώς προχωρούσε, αυξανόταν η στεριά από τα ιζήματα, τις εναποθέσεις του ποταμού.
(II)
ΜΑ εἰμί
1. προϋπάρχω («ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῦσι θεμελίοις ἀρχαίοις», πάπ.)
2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ προόντες
α) αυτοί που υπήρχαν στο παρελθόν και υπάρχουν ακόμη και τώρα («τῶν ἀνατιθεμένων ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀλεκτρυόνων τὸν ἀνατεθέντα οἱ προόντες ὀχεύουσι μέχρι ἂν ἄλλος ἀνατεθῇ», Αθήν.)
β) αυτοί που μίλησαν προηγουμένως, οι προλαλήσαντες («τοῖς προοῦσι δίδωμι», πάπ.)
3. (η μτχ. ουδ. μέλλ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προεσόμενα
αυτά που πρόκειται να ωφελήσουν
4. φρ. α) «αἱ προοῦσαι τάξεις» — οι προηγούμενες τοποθεσίες
β) «oἱ προόντες γεωργοί» — οι προηγούμενοι, οι παλαιότεροι γεωργοί.

Greek Monotonic

πρόειμι: (εἰμί, Λατ. sum), βρίσκομαι μπροστά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
πρόειμι: (εἶμι, Λατ. ibo),
1. βαδίζω μπροστά, προχωρώ, προωθώ, σε Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για χρόνο, προϊόντος τοῦ χρόνου, καθώς ο χρόνος περνούσε, σε Ηρόδ.· ομοίως, προϊόντος, σε Ξεν.· προϊούσης τῆς νυκτός, στον ίδ. κ.λπ.
3. λέγεται για πρόσωπα που διαβάζουν, προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων, προχωρώ στην ανάγνωση, σε Πλάτ.
4. πηγαίνω πρώτος, προχωρώ μπροστά, σε Ξεν.· με γεν., προχωρώ ή προπορεύομαι, τῆς στρατιῆς, σε Ηρόδ.
5. εξέρχομαι, σε Ξεν.
6. πρόειμι εἴς τι, μεταβαίνω σε κάτι, αρχίζω κάτι άλλο, στον ίδ., Αριστ.
7. λέγεται για πράξη, προχωρώ καλά, επιτυγχάνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

1 εἶμι ibo]
1. to go forward, go on, advance, Thuc., etc.
2. of time, προϊόντος τοῦ χρόνου as time went on, Hdt.; so, προϊόντος Xen.; προϊούσης τῆς νυκτός Xen., etc.
3. of persons reading, προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων going on reading, Plat.
4. to go first, go in advance, Xen.:—c. gen. to go before or in advance of, τῆς στρατιῆς Hdt.
5. to go forth, Xen.
6. πρ. εἴς τι to pass on to, begin another thing, Xen., Arist.
7. of an action, to go on well, succeed, Xen.
2 εἰμί sum]
to be before, Il.