κοχλίας

From LSJ
Revision as of 21:45, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλίας Medium diacritics: κοχλίας Low diacritics: κοχλίας Capitals: ΚΟΧΛΙΑΣ
Transliteration A: kochlías Transliteration B: kochlias Transliteration C: kochlias Beta Code: koxli/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (< κόχλος) snail with a spiral shell, Batr. 165, Achae. 42, Phily Il. 21, etc.; ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, for they shrink into their shells on the least alarm, Anaxil. 34, cf. Arist.HA 523b11, 527b35; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis 13.3; βολβός, κτείς (codd. τις), κοχλίας Theoc. 14.17; κοχλιῶν ἀγγεῖα PSI 6.553.11 (iii BC).
II anything twisted spirally,
1 automaton in form of snail, Democh. 4 J.
2 reel, spool, roller, Bito 47.4, Gp. 8.29.
3 screw, Bito 58.10; esp. for raising water, screw of Archimedes, Moschio ap. Ath. 5.208f, Str. 17.1.30, 52, DS. 1.34, 5.37, PLond. 3.1177.73 (ii AD).
4 spiral stair, διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Str. 17.1.10, Procop. Pers. 1.24.
5 part of surgical machine, Orib. 49.20.6.
6 the pinna of the external ear (opp. σκάφος), Poll.2.85.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
coquillage en spirale, limaçon.
Étymologie: κόχλος.

German (Pape)

ὁ, Schnecke mit gewundener Schale; Theocr. 14.17, Arist. H.A. 4.4 und A. – Alles schneckenförmig Gewundene, z.B. eine Wendeltreppe, Strab. XVII.795, eine Wassermaschine mit einer Schraube, ib. 807; vgl. Ath. V.208f; DS. 1.34. – S. auch κόχλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοχλίας -ου, ὁ [κόχλος] huisjesslak.

Russian (Dvoretsky)

κοχλίας: ου ὁ
1 моллюск с витой раковиной Arst., Theocr., Plut.;
2 тех. винт Архимеда (μηχανή, ἣν ἐπενόησε Ἀρχιμήδης, ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.).

Greek Monolingual

ο (AM κοχλίας)
πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, σαλιγκάρι («Αἴτνη τρέφει κοχλίας κεράστας», Αθήν.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες στέλεχος που φέρει σπείρωμα και κεφαλή, τα οποία του δίνουν τη δυνατότητα να περιστρέφεται και να διεισδύει έτσι σε εξάρτημα με αντίστοιχο θηλυκό σπείρωμα ή σε συνεκτικό μέσο, και που χρησιμεύει είτε για σύσφιγξη ή σύζευξη είτε για επίτευξη κίνησης κατά ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «ακιδωτός κοχλίας» β. «κοχλίας σύσφιγξης» γ. «κοχλίας κίνησης»)
β) (ειδ.) η βίδα
2. ανατ. το κάτω πίσω τμήμα του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει σπείρα στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το ακουστικό όργανο
3. φρ. α) «ατέρμων κοχλίας» — εξάρτημα με σπειροειδή οδόντωση, που, σε σύζευξη με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη μετάδοση κίνησης
β) «κοχλίας του Αρχιμήδη» — είδος ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης
γ) «κοχλίας του Πασκάλ» — καμπύλη που ορίζεται ως ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό σημείο προς τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου
μσν.-αρχ.
1. ελικοειδής συμπιεστική μηχανήρόδα ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)
2. ο κοχλίας του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ ὕδωρ ἀνάγουσιν», Στράβ.)
3. ελικοειδής σκάλα
αρχ.
1. είδος βασανιστηρίου οργάνου
2. τμήμα χειρουργικού μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) «όστρακο» + κατάλ. -ίας, πρβλ. κροταλίας, σπαθίας. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «βίδα» καθώς και όλες τις συναφείς. Κοχλίας, τέλος, ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.
ΠΑΡ. κοχλιώδης
νεοελλ.
κοχλιακός, κοχλιώνω, κοχλιωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοχλιοειδής
αρχ.
κοχλιοκογχύλιον
νεοελλ.
κοχλιόκρανο, κοχλιοστρόφιο, κοχλιοσύνθεση, κοχλιοτόμος, κοχλιότοπος, κοχλιοτροφείο, κοχλιοτρύπανο, κοχλιουλκός, κοχλιοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. γυμνοκοχλίας
νεοελλ.
πωματοκοχλίας].

Greek Monotonic

κοχλίας: -ου, ὁ (κόχλος), σαλιγκάρι με σπειροειδές καύκαλο, Λατ. cochlea, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίας: -ου, ὁ, (κόχλος) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» μετὰ ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, διότι οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, 2· ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 (ἔνθαἐπίσκοπος Wordsworth διορθοῖ: βολβός, κτείς, κοχλίας). ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ ἕλιξ: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, ὁ κοχλίας τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) ἀναβάθρα ἑλικοειδής, διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795.

Middle Liddell

κοχλίας, ου, κόχλος
a snail with a spiral shell, Lat. cochlea, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=σαλιγκάρι). Ἀπό τό κόχλος (=ὀστρακόδερμο), πού εἶναι συγγενικό μέ τά: κόγχη, κόγχος (=κοχύλι).

Translations

snail

Adyghe: цӏыӏргъ; Albanian: kërmill; Arabic: حَلَزُونَة‎, حَلَزُون‎; Algerian Arabic: بُوجَغلال‎; Egyptian Arabic: بزاقة‎, قوقعة‎; Gulf Arabic: صبّان‎; Iraqi Arabic: زلنطح‎; Moroccan Arabic: بَبُّوش‎, حلزون‎‎, غلالة‎; North Levantine Arabic: بزّقة‎; Tunisian Arabic: ببّوش‎; Aragonese: caragol; Armenian: խխունջ; Assamese: শামুক; Asturian: cascoxu, caracol; Avar: цӏадал хӏама; Aymara: ch'uru; Azerbaijani: ilbiz; Basque: barraskilo; Bats: ჰიმო̂; Belarusian: смоўж, слімак, улі́тка; Bemba: ín-kolâ; Bengali: শামুক; Berber Kabyle: ababbuc; Tashelhit: aɣwlal; Borôro: uruwo; Breton: melc'hwed; Bulgarian: охлюв; Burmese: ခရုပက်ကျိ, ပက်ကျိ; Catalan: caragol, cargol; Central Melanau: sek; Chakma: 𑄥𑄟𑄪𑄇𑄴, 𑄌𑄖𑄴; Chamicuro: shyamo; Chechen: этмаьӏиг; Cherokee: ᎡᎶᏆ; Chichewa: nkhono; Chinese Cantonese: 蝸牛, 蜗牛; Mandarin: 蝸牛, 蜗牛; Min Dong: 牛母牛囝; Min Nan: 露螺; Wu: 蝸牛, 蜗牛; Chittagonian: óõk; Chuvash: шуй; Cree: ᐊᑲᐦᑿᕀ; Czech: hlemýžď, šnek; Danish: snegl, snegl med sneglehus; Dutch: slak, huisjesslak; Emilian: lumèga; Erzya: гуйтодов; Esperanto: heliko; Estonian: tigu; Faroese: snigil; Finnish: kotilo, etana; Franco-Provençal: lemace; French: escargot, limaçon; Galician: cosco, cornacha, cornacho, sesillo, caxirolo, cascarolo; Georgian: ლოკოკინა; German: Schnecke, Gehäuseschnecke; Alemannic German: Schnägg; Gilaki: راب‎; Greek: σαλιγκάρι; Ancient Greek: κόχλιας; Greenlandic: siuteroq; Guaraní: jatyta; Haitian Creole: kalmason; Hebrew: חִלָּזוֹן‎, שַׁבְּלוּל‎; Hindi: घोंगा; Hinukh: хетІу-бисмилла; Hungarian: csiga; Icelandic: snigill; Ido: heliko; Indonesian: bekicot, keong, siput; Ingush: митал; Interlingua: limace; Irish: seilide, seilmide, seilche; Isthmus Zapotec: bichubé; Italian: chiocciola, lumaca; Japanese: 蝸牛, カタツムリ, でんでん虫; Kannada: ಬಸವನ ಹುಳು, ಶಂಬುಕ; Kazakh: ұлу; Khinalug: илбиз; Khmer: ខ្យង; Kimaragang: tuntul; Korean: 달팽이, 와우(蝸牛); Kryts: шийтІан; Kurdish Northern Kurdish: hiseynok, şeytanok; Kyrgyz: үлүл; Lao: ຫອຍນ້ຳຈືດ; Latgalian: glīmiezs; Latin: cochlea; Latvian: gliemezis; Laz: ფენწო; Limburgish: snaegel, slak; Lithuanian: sraigė; Lombard: lumaga; Luxembourgish: Schleek; Macedonian: полжав; Malagasy: lelosy, sifotra; Malay: siput; Malayalam: ഒച്ച്; Maltese: bebbux, għakrux; Manx: crammag; Maori: pūpū; Marathi: गोगलगाय; Mazanderani: لیسک‎, راب‎; Mingrelian: ფერწო, ლოქორუა; Mon: တု; Mongolian эмгэн хумс ᠡᠮᠡᠭᠡᠨ; ᠬᠢᠮᠤᠰᠤ бүрээ хорхой ᠪᠦᠷᠢᠶ᠎ᠡ; ᠬᠣᠷᠣᠬᠠᠢ; Nahuatl: tecciztli; Navajo: chʼosh chʼééh digháhii, tąądee naagháii; Neapolitan: babbaluscia; Norman: colînmachon; Northern Sami: riipu; Northern Sotho: kgohu; Northern Norwegian Bokmål: snegl, snile; Nynorsk: snigel; Occitan: cagaraula; Ojibwe: biimiskodisii; Old East Slavic: смолжь; Old English: sneġel, ġehūsod sneġel; Old Irish: selige; Ossetian: сӕтӕлӕг; Pashto: غوابيژه‎, غوابيژی‎, غواګۍ‎; Pennsylvania German: Schneck; Persian: حلزون‎, لیسک‎; Plautdietsch: Schnigj; Polish: ślimak; Portuguese: caramujo, caracol; Quechua: ch'uru; Romagnol: lumég; Romanian: melc; Romansch: lindorna; Russian: улитка; Samogitian: srāgis; Sanskrit: शम्बूक; Scottish Gaelic: seilcheag; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̑ж; Roman: pȗž; Shona: hózhwe; Sicilian: babbaluciu, bucalaci, crastuni, stuppateddu, vavaluci; Sinhalese: ගොළුබෙලි; Slovak: slimák; Slovene: polž; Sorbian Lower Sorbian: slinik; Upper Sorbian: šlink; Southern Spanish: caracol; Svan: მჷრღჷჭ, მჷყა̄ნც; Swahili: konokono; Swazi: um-nenkhé; Swedish: snigel; Sylheti: ꠢꠣꠝꠥꠇ; Tagalog: kuhol; Tagal Tajik: тӯқумшуллуқ, холазун; Tamil: நத்தை; Tatar: лайлач; Telugu: నత్త; Thai: หอยทาก; Tibetan: སྨུག་འབུ; Tigrinya: ኣረነ; Turkish: salyangoz; Turkmen: ulitka; Tuvan: хап-балык; Udi: аьлбиз; Ukrainian: равлик, слимак; Urdu: گھونگا‎; Uyghur: قۇلۇلە‎; Uzbek: chayon, shilliq qurt; Venetian: sciùs; Vietnamese: ốc; Volapük: snel; Walloon: caracole; Welsh: malwoden, malwen, malwod; West Coast Bajau: kesu'; West Frisian: slak; Yiddish: שנעק‎; Yucatec Maya: urich, uul; Yup'Yámana: atwel; Zazaki: seytanok; Zhuang: sae, saehaexma, hoingwh; Zulu: umnenke

screw

Afrikaans: neuk, skroef; Albanian: vidhë, helikë; Amharic: ብሎን; Arabic: بُرْغِيّ‎, قَلَاوُوظ‎; Aragonese: torniello; Armenian: պտուտակ; Asturian: torniellu; Azerbaijani: şurup, vint; Bashkir: шөрөп, винт; Basque: torloju, gabila; Bavarian: Schraubn; Belarusian: шруба; Breton: biñs; Bulgarian: винт, болт; Burmese: ဝက်အူ; Catalan: bis, cargol, caragol; Chechen: винт; Chinese Cantonese: 螺絲, 螺丝, 螺絲釘, 螺丝钉; Mandarin: 螺釘, 螺钉, 螺絲釘, 螺丝钉; Chuvash: винт; Cornish: skrew; Corsican: vita; Crimean Tatar: vint; Czech: vrut; Danish: skrue; Dutch: schroef, vijs; Dzongkha: གཅུས་གཟེར།; Elfdalian: skruv; Esperanto: ŝraŭbo; Estonian: kruvi; Faroese: skrúva; Finnish: ruuvi; French: vis; Friulian: vît; Galician: parafuso; Georgian: ხრახნი; German: Schraube; Greek: βίδα; Greenlandic: qinnilik; Gujarati: સ્ક્રૂ; Haitian Creole: vis; Hawaiian: kui nao; Hebrew: בורג / בֹּרֶג‎; Hungarian: csavar; Icelandic: skrúfa; Ido: skrubo; Ilokano: tornilio; Indonesian: sekrup; Interlingua: vite; Irish: scriú; Italian: vite; Japanese: ねじ, 螺子; Jingpho: we wu; Kabuverdianu: parafuzu, parafuze; Karelian: vintta, kruuvi, ruuvi; Kashubian: szruwa; Kazakh: бұрамашеге, бұранда; Khanty: ԯук; Khmer: ខ្ចៅ; Komi-Zyrian: дзурк; Korean: 나사; Kurdish Central Kurdish: برغی‎; Kyrgyz: шуруп; Ladin: vida; Lao: ຄວງ, ກຽວ; Latgalian: skryva, škruba; Latin: clavus cochleatus; Latvian: skrūve; Ligurian: via; Limburgish: sjroef; Lithuanian: sraigtas, varžtas; Livonian: skrõuv; Lombard: vid; Luxembourgish: Schrauf; Macedonian: шраф; Malagasy: visy; Malay: skru, pelitik, pelir itik, sekerup; Jawi: ‏سكرو‎‎‎, ڤليتيق‎‎, سكروڤ‎‎; Maltese: kamin, vit; Manx: scrod; Maori: kōwiri; Mòcheno: schrauf; Mongolian Cyrillic: шураг, эрэг, эрэг шураг; Nogai: винт, бурав; Northern Sami: skruva; Norwegian Bokmål: skrue; Nynorsk: skrue; Occitan: vitz; Ossetian: лæсгæр, винт; Papiamentu: skruf; Persian: پیچ‎; Piedmontese: vis; Plautdietsch: Schruw; Polish: wkręt, śruba; Portuguese: parafuso; Quechua: pillinku; Romanian: șurub; Romansch: struva; Russian: винт, шуруп; Scottish Gaelic: sgriubha; Serbo-Croatian Cyrillic: вијак; Roman: víjak; Shan: ဝၢၵ်ႈဢူႇ; Silesian: szroba; Slovak: skrutka; Slovene: vijak; Sorbian Lower Sorbian: šruba; Upper Sorbian: šrub; Spanish: tornillo, tirafondo; Sranan Tongo: skrufu; Swahili: parafujo; Swedish: skruv; Tagalog: tornilyo; Tamil: திருகாணி; Tatar: шөреп, винт; Telugu: స్క్రూ, ఇస్క్రూ, ఇష్క్రూ, మర, మరమేకు, మరమేకు; Thai: ควง; Tibetan: གཅུ་འཛེར།; Tok Pisin: skru; Turkish: vida; Turkmen: nurbat; Tuvan: гайка; Udmurt: винты, винт; Ukrainian: гвинт, шуруп; Uzbek: shurup, vint; Venetian: vida; Vietnamese: vít; Vilamovian: śrau, śraoj; Volapük: skrub; Võro: kruvv; Welsh: sgriw; West Flemish: vize; West Frisian: skroef; Xhosa: isikrufu; Yiddish: שרויף‎; Zazaki: vide sg, vida; Zulu: isikulufo

Archimedes' screw

Arabic: تَابُوت رَفْع الْمِيَاه‎; Dutch: vijzel; Finnish: Arkhimedeen ruuvi; Galician: parafuso de Arquímedes; German: archimedische Schraube; Norwegian: Archimedes' skrue; Polish: śruba Archimedesa; Portuguese: parafuso de Arquimedes; Romanian: șurubul lui Arhimede; Turkish: Arşimet'in vidası