σύσταση

From LSJ
Revision as of 21:34, 20 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α συνίστημι
1. σύνθεση, κατασκευή
2. συγκρότηση, συναρμολόγηση
3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.)
4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς συστάσεως» β. «σπέρμα... τρυφερὸν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σύστασιν ἔχον», Σωρ.)
5. συστατική εισαγωγή ενός προσώπου από κάποιον, παρουσίαση (α. «έγιναν οι συστάσεις και άρχισε η συζήτηση» β. «τῷ Θεμιστοκλεῖ τὴν πρὸς αὐτὸν [τὸν βασιλέα] ἔντευξιν γενέσθαι καὶ σύστασιν», Πλούτ.)
6. γραπτή ή προφορική βεβαίωση για τις καλές ή κακές ιδιότητες ενός ατόμου ή για την προηγούμενη επίδοση κάποιου στις σπουδές ή στο επάγγελμά του (α. «δεν μπορεί να βρει δουλειά γιατί δεν έχει συστάσεις» β. «πατρικὴν ἔχων σύστασιν», Πολ.)
νεοελλ.
1. υπόδειξη, νουθεσία, συμβουλή («δεν άκουσε τη σύσταση του γιατρού και άρχισε πάλι το κάπνισμα»)
2. παρατήρηση που γίνεται σε κάποιον για τη συμπεριφορά του («αφού τους έγιναν συστάσεις, σταμάτησαν να ενοχλούν»)
3. η διεύθυνση του παραλήπτη επιστολής η οποία αναγράφεται στον φάκελο ή, γενικά, η διεύθυνση κατοικίας
4. η μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων συναπτόμενη συμφωνία για εκτέλεση ορισμένης αξιόποινης πράξης
5. στρ. άτακτη και ταχύτατη συγκέντρωση τών ανδρών μικρής μονάδας γύρω από τον διοικητή της, με σκοπό την απόκρουση αιφνιδιαστικής εχθρικής προσβολής
6. καλή εμφάνιση
7. φρ. α) «χημική σύσταση»
χημ. το σύνολο τών επιμέρους συστατικών από τα οποία αποτελείται μια ουσία
β) «επί συστάσει»
(σχετικά με ταχυδρομική αποστολή) με απόδειξη για την ασφαλή αποστολή και παραλαβή από τον παραλήπτη
αρχ.
1. μάχη εκ του συστάδην, συμπλοκή («ἡ ἐκ συστάσεως μάχη», Ηρωδιαν.)
2. σωματική ενόχληση («καταστεῖλαι τὴν σύστασιν τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου», Ορειβ.)
3. μεγάλη ανησυχία και συνεχής φροντίδα και μέριμναμένος μὲν ξυστάσεώς τε σῶν φρενῶν δεινή», Ευρ.)
4. (κυριολ. και μτφ.) συνάντηση, συμβολή, συνένωση (α. «σύστασις ὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην», Ιπποκρ.
β. «λέγεις, ἦν δ' ἐγώ, λόγων ξύστασιν», Πλατ.)
5. συνδυασμός («τραγῳδίαν... εἶναι τὴν τούτων σύστασιν πρέπουσαν ἀλλήλοις», Πλάτ.)
6. ομάδα ανθρώπων («κατὰ ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν», Θουκ.)
7. πολιτική ένωση, με γενικότερη έννοια από τη σύνοδο και την εταιρεία («κατὰ συστάσεις κωμάζειν», Δίων Κάσσ.)
8. φιλία ή συμμαχία
9. συνωμοσία («ἀποστάσεις δὲ ὁρῶν ἅπαντα καὶ νεωτερισμοὺς καὶ σύστασιν ἰσχυρὰν ἐφ' αὑτόν», Πλούτ.)
10. πολίτευμα («οὐδ' ἡ τοιαύτη ξύστασις τὸν ἅπαντα μενεῖ χρόνον», Πλάτ.)
11. αρχή υπάρξεως («πόλεων ξυστάσεις καὶ φθοράς», Πλάτ.)
12. (για τις πηγές ποταμού) αφετηρία
13. υλικό («πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾱς συστάσεως», Αριστοτ.)
14. επιμέλεια, κηδεμονία («ἔτι νηπίας οὔσας [ἀπέδωκεν] εἰς σύστασιν Πτολεμαίῳ Γλαυκίου», πάπ.)
15. προστασία, υπεράσπιση
16. γνωριμία μεταξύ δύο προσώπων («ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρεῖς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε», πάπ.)
17. τεκμήριο, απόδειξη
18. διαβεβαίωση
19. πληρεξούσιο
20. φρ. α) «προσώπου σύστασις» — έκφραση του προσώπου («ἀλλὰ καὶ προσώπου σύστασις ἄθρυπτος εἰς γέλωτα», Πλούτ.)
β) «ἐθνικαὶ συστάσεις» — εθνικές συνελεύσεις.