διακονέω
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
English (LSJ)
Ion. διηκονέω, impf.
A ἐδιακόνουν E.Cyc.406 (dub.), Alc. Com.13, Nicostr.Com.36; later διηκόνουν Ev.Matt.4.11: fut. διακονήσω Hdt.4.154, Pl.Grg.521a: aor. διηκόνησα Aristid.2.198 J.; inf. διακονῆσαι Antipho 1.16: pf. δεδιακόνηκα Arched.3.8:—Med., impf. διηκονούμην Luc.Philops.35: fut. -ήσομαι Id.DDeor.4.4: aor. διηκονησάμην Id.Tyr.22:—Pass., fut. δεδιακονήσομαι J.AJ18.8.7: aor. ἐδιακονήθην D.50.2: pf. δεδιακόνημαι, v. infr. 11: (διάκονος):—minister, do service, abs., E.Ion 396, Ar.Av.1323, POxy.275.10(i A.D.): c. dat. pers., serve D.19.69, etc.; διακονέω διακονικὰ ἔργα Arist.Pol.1333a8; διακονέω ὑποθήκαις τινός Antipho 1.17; διακονέω παρὰ τῷ δεσπότῃ Posidipp.2; διακονέω πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν Pl.R.371d:—Med., minister to one's own needs, serve oneself, S.Ph.287; αὑτῷ διακονεῖται Ar.Ach.1017; διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς = acting as servants and serving themselves, Pl.Lg.763a: also simply like Act., οἶνον ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Luc.Asin.53, cf. Lib.Or.53.9:—Pass., to be served, οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι Ev.Matt.20.28.
2 to be a deacon, 1 Ep.Ti.3.10,13.
II c.acc.rei, render a service, τινὶ ὅ τι ἂν δεηθῇ Hdt.4.154, cf.Pl.Plt.290a; δ. γάμους Posidipp.26.19:—Pass., to be supplied, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] D.50.2; τῶν καλῶς δεδιακονημένων Id.51.7: c. dat. instr., ἐκπώμασι διακονείσθωσαν OGI383.159 (i B.C.).
Spanish (DGE)
(διᾱκονέω) • Alolema(s): jón. διηκ- Hdt.4.154
• Morfología: [formas c. aum. silábico ἐδιακ- E.Cyc.406, D.50.2, Alc.Com.13, Nicostr.Com.34; formas c. aum. temporal διηκ- Eu.Matt.4.11, 2Ep.Ti.1.18, Luc.Philops.35, Tyr.22; perf. δεδιακονηκ- D.51.7, Arched.3.8, I.AI 18.293; διακεκονηκ- Thdt.Qu.in Ex.29]
A tr.
I en el ámbito de la intermediación
1 proveer, proporcionar, procurar πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Pl.R.467a, πάντα τὰ πρὸς τὰς χρείας ... ἡμῖν Nil.M.79.248A, τὴν ὁμιλίαν Hld.7.20.2, πολιτείαν ... ἀγαθήν Clem.Al.Strom.1.26.168, cf. Eus.Marcell.1.1 (p.3)
•en v. med. mismo sent. τοῖς ... τὰ ἐρωτικὰ ταῦτα διακονουμένοις Luc.Merc.Cond.27.
2 c. suj. no de pers. suministrar, transmitir οὐδὲ μὴν ὁ λύχνος διακονήσει τὸ φῶς Clem.Al.Paed.2.3.37, ὁ ἀὴρ ἔξωθεν διακονεῖ καὶ ὀσμὰς καὶ χροιὰς καὶ ψόφους el aire transmite afuera los olores, los colores y los sonidos Phlp.in de An.449.22
•en v. med. mismo sent. φλεβός, τῆς ἐν καρδίῃ ἀπὸ τοῦ ἥπατος διακονευμένης τὸ αἷμα Aret.SA 2.2.6, (εἰκόνα) ψυχὴ διακονησαμένη Plot.5.8.7, τὰς τροφὰς ἄμφω μία διακονεῖται οὐσία Clem.Al.Paed.1.6.45.
II como realización de una función por imperativo ajeno
1 prestar como servicio o favor por algún tipo de obligación, religiosa o social Ἐτέαρχος ... ἐξορκοῖ ... οἱ διηκονήσειν ὅ τι ἂν δεηθῇ Etearco (le) obliga bajo juramento a hacer cualquier favor que le pidiera Hdt.l.c., ὅσα ... διηκόνησεν cuantos servicios me prestó 2Ep.Ti.1.18, διακονοῦσα κρυπτά estando bajo una obligación secreta E.Io 396
•poner al servicio εἰς ἑαυτοὺς αὐτὸ (χάρισμα) διακονοῦντες 1Ep.Petr.4.10, οὐχ ἑαυτοῖς ὑμῖν δὲ διηκόνουν αὐτά 1Ep.Petr.1.12, en v. pas. ἕκασται καὶ χρήσιμοι (πράξεις) τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν D.50.2, χάρις ... καλῶς δεδιακονημένων agradecimiento de los buenos servicios prestados D.51.7.
2 desempeñar, ejecutar una función οἱ τὰ τοιάδε διακονοῦντες ἡμῖν dicho de heraldos, personal admin., Pl.Plt.290a, πολλὰ τῶν ... διακονικῶν ἔργων ... διακονεῖν Arist.Pol.1333a8, ταῦτα δὲ τῶν πεμφθέντων διακόνησάντων I.AI 6.298
•crist. administrar ref. al ministerio eclesiástico τὸν λόγον Basil.Spir.79.15, τὸ πνεῦμα ... τῷ βαπτιζομένῳ Origenes Comm.in 1Cor.1.14-17 (p.234)
•en v. med. mismo sent. τὰ τοῦ πατρὸς εἰς ἀνθρώπους διακονούμενος el que desempeña los (designios) del Padre ante los hombres en alusión a Jesucristo, Eus.DE 5.10(p.233)
•en v. pas. ἃ (πράγματα) διακονοῦνται las funciones que son desempeñadas Origenes Cels.1.25.
3 c. connotación servil servir esp. comida y bebida τι νῦν μοι διακονοῦντι παρὰ τῷ δεσπότῃ ἀστεῖον Posidipp.2, διακονοῦμεν νῦν γάμους ahora servimos un banquete de bodas Posidipp.28.19, τὴν ἐπὶ τοῦ πότου διακονίαν I.AI 11.163
•en v. med. mismo sent. τὸν οἶνον ἡμῖν ... διακονούμενοι Luc.Asin.53
•en v. pas. ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι ser servidos por esclavos comprados Timae.11, ὑπὸ τῶν νεωτάτων παίδων D.S.5.28, τοῖς τε ἐκπώμασιν οἷς ἐγὼ καθιέρωσα διακονείσθωσαν y que sean servidos con las copas que he consagrado, IGLS 1.159 (Nemrud Dagh I a.C.), Arsameia 139 (I a.C.).
4 llevar, mandar como correo en v. pas. ἐστὲ ἐπιστολὴ Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ' ἡμῶν sois como una carta de Cristo mandada por nosotros 2Ep.Cor.3.3.
B intr.
I desempeñar una misión o encargo X.Cyr.8.3.8, en v. med. mismo sent. διακονησάμενος πρὸς ... Μαρίαν del arcángel Gabriel, Didym.Trin.2.4.7, ἑτέρου μὲν πεποιηκότος, αὐτοῦ δὲ διακονησαμένου ref. al papel de Cristo en la creación, Eus.E.Th.2.14.10.
II gener. c. dat.
1 de pers. hacer un favor o servicio por algún tipo de obligación social, no servil, c. dat. de pers. ἠρώτα οὖν αὐτὴν εἰ ἐθελήσοι διακονῆσαι οἱ le preguntó si quería hacerle un favor (cometer un crimen), Antipho 1.16, ἀλλήλοις D.S.2.59.
2 servir en una relación que implica subordinación, esp. a la mesa Κύκλωπι E.l.c., τίνι ἐδιακόνεις; ¿a quien servías? Nicostr.Com.l.c., cf. Euphro 9.1, δεσπότῃ D.19.69, ἡμῖν UPZ 18.23 (II a.C.), cf. Lib.Or.64.93, ἄγγελοι ... διηκόνουν αὐτῷ Eu.Matt.4.11, cf. Eu.Luc.12.37, Clem.Al.Ex.Thdot.85
•en v. med. mismo sent. αὐτῷ διακονεῖται Ar.Ach.1017, cf. Ath.659d, διηκονεῖτο ἡμῖν Luc.Philops.l.c.
•c. constr. adverb. o giro prep. βλακικῶς Ar.Au.1323, ὀξέως Pl.Tht.175e, ἐπιπονώτερον Arched.l.c., μηδὲν διαφερόντως τῶν δούλων Pl.Lg.805e, προθύμως Bato Sinop.5, ἐν τοῖς γάμοις διακονοῦντες Men.Fr.238.2, cf. Com.Adesp.1147.55, POxy.275.10 (I d.C.), παιδὸς ... ἁμαρτάνοντος ἐν τῷ διακονεῖν cometiendo el niño un fallo al servir la mesa, D.S.4.36
•abs. διακονοῦντες Ἀρμένιοι παῖδες X.An.4.5.33, cf. Pl.Grg.521a, Posidon.75, οἱ διακονοῦντες οἰκέται D.S.5.40
•subst. ἡ διακονοῦσα la sirvienta Plu.2.628c, cf. 677e, ὁ διακονῶν el que sirve la mesa, op. ὁ ἀνακείμενος ‘el comensal’, Eu.Luc.22.26, οἱ διακονούμενοι los sirvientes Chrys.M.58.671, ὁ διακονῶν μοι mi fámulo, mi asistente, Apoph.Patr.M.65.257D
•hacer de mandadero, hacer el servicio de correo o recadero διακονεῖ ἡμῖν καὶ ... θάλατταν ... ὑπομένει Aen.Gaz.Ep.12.
3 c. dat. no de pers. ponerse o estar al servicio de
a) ταῖς ὑποθήκαις ... διακονοῦσα cumpliendo con las sugerencias criminales de una instigadora, Antipho 1.17, ταῖς ὑποθυμίαις Aristid.Or.2.198, τῇ δικαιοσύνῃ Aristid.Apol.2.8;
b) atender a, encargarse de τραπέζαις Act.Ap.6.2, τῇ λειτουργίᾳ Eus.HE 6.29.1, ταῖς βασιλέως ἐπιστολαῖς Lib.Or.62.14, cf. Thdr.Mops.Heb.proem., τινι πνευματικῷ πράγματι Chrys.M.57.84, cf. Thdt.l.c., ταῖς ἀποκρίσεσι Euagr.Schol.HE 2.2;
c) c. giro prep. οἱ πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν διακονοῦντες los que se dedican a la compra venta Pl.R.371d, πρὸς εὐεργεσίαν καὶ τιμὴν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ (los ángeles se niegan) a servir para beneficio y honra de la imagen de Dios (es decir el hombre después de la caída), Cosm.Ind.Top.2.84.
4 διακονῆσαι· κατεργάσασθαι. ἀπολέσαι. βλάψαι Hsch.δ 1068 (prob. por διακν-).
III sólo relig.
1 servir, socorrer, auxiliar διακόνησόν μοι εἰς Ἀπλωνοῦν ref. al dios al que se invoca en un conjuro mág. Suppl.Mag.39.2, por precepto relig. crist. πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ... καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; Eu.Matt.25.44, αἵτινες διηκόνουν αὐτοῖς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς Eu.Luc.8.3, παρακαλέσασα αὐτὸν διακονῆσαι τοῖς ἐκεῖ ἀδελφοῖς pidiéndole que ayudara a los hermanos de allí Pall.H.Laus.58.2
•en v. med. mismo sent. τὰς διακονουμένας χεῖρας las manos que prestan ayuda Chrys.M.57.275
•en v. pas. χήρα ... διακονουμένη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας Basil.Ep.199.24, σὺν τῇ χάριτι ταύτῃ τῇ διακονουμένῃ ὑφ' ἡμῶν con esa obra de caridad practicada por nosotros 2Ep.Cor.8.19.
2 servir, dedicarse al servicio divino τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ Nil.M.79.281C, en v. med. mismo sent. οἱ διακονούμενοι τῷ Θεῷ los que se dedican al servicio de Dios Origenes Cels.4.4, cf. 6.79, abs. διακονοῦντας καὶ μὴ μεριμνῶντας Cyr.H.Procatech.13, del propio Jesucristo y tb. en v. pas. οὐκ ἦλθεν διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι Eu.Matt.20.28
•en la administración eclesiástica servir como diácono, diaconar καλῶς 1Ep.Ti.3.13, cf. 10, Herm.Sim.9.26.2, Vis.3.5.1.
IV usos propios de la v. med.
1 procurarse τι ... μόνον διακονεῖσθαι procurarme todo yo solo S.Ph.287.
2 servirse βιωσόμενοι διακονοῦντές τε καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς Pl.Lg.763a, Ἱερεμίας, τοῖς ... παρὰ Θεοῦ διακονούμενος λόγοις Jeremías, sirviéndose de las palabras de Dios Cyr.Al.M.70.141B.
German (Pape)
[Seite 582] ion. διηκονέω; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήθησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; dienen, bedienen, aufwarten; οὐδὲν διαφερόντως τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηθῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; μέθυ ἐμοί 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. διακόνημα, τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b.
French (Bailly abrégé)
διακονῶ :
impf. ἐδιακόνουν, f. διακονήσω, ao. ἐδιακόνησα, pf. δεδιακόνηκα;
Pass. ao. ἐδιακονήθην, pf. δεδιακόνημαι;
1 intr. être serviteur, faire office de serviteur, servir;
2 tr. fournir, procurer, acc.;
Moy. διακονέομαι, διακονοῦμαι;
1 intr. faire office de serviteur pour soi-même ; pourvoir à ses besoins;
2 tr. δ. τί τινι, servir qch (du vin) à qqn.
Étymologie: διάκονος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακονέω [διάκονος] dienaar zijn, diensten verrichten, dienen:; ὡς βλακικῶς διακονεῖς wat ben je een luie dienaar! Aristoph. Av. 1323; met dat.:; δεσπότῃ δ. een meester dienen Dem. 19.69; met acc. v. h. inw. obj.:; πολλὰ τῶν... διακονικῶν ἔργων... διακονεῖν vele taken van dienstbaarheid verrichten Aristot. Pol. 1333a8; ook med.:; κἄδει τι... μόνον διακονεῖσθαι ik moest me in mijn eentje maar zien te bedruipen Soph. Ph. 287; van dienst zijn met, met dat. en acc.:; ἦ μέν οἱ διακονήσειν ὅ τι ἂν δεηθῇ (zweren) dat hij hem van dienst zou zijn in alles wat hij vroeg Hdt. 4.154.3; christ. diaken zijn.
Russian (Dvoretsky)
διᾱκονέω: ион. διηκονέω
1 состоять на службе, служить (δεσπότῃ Dem.; Κύκλωπι Eur.): δ. τὰ διακονικα ἔργα Arst. исполнять обязанности слуги; med. (тж. διακονεῖσθαι ἑαυτῷ Arph., Plat.) обслуживать себя самого Soph.;
2 оказывать услуги (τινι Her.): τί τινι δ. Anacr., Plat. оказывать кому-л. какую-л. услугу; μηδὲν ἐπὶ δώροις δ. Plat. не оказывать никаких услуг за взятки; δ. πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν Plat. оказывать услуги в купле-продаже; τὰ δεδιακονημένα Dem. оказанные услуги; οἱ διακονούμενοί τι Luc. помощники в чем-л.;
3 прислуживать (за столом), подавать (μέθυ τινί Anacr.; med. οἶνόν τινι Luc.);
4 оказывать материальную помощь, помогать (τινι ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ἑαυτοῦ NT);
5 помогать в богослужении, быть диаконом (διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες NT).
Greek (Liddell-Scott)
διᾱκονέω: Ἰων. διηκ-· παρατ. ἐδιακόνουν Εὐρ. Κύκλ. 406 (Ilerm.), Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἐνδυμ. 2, Νικόστρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 5. 84· μεταγεν. καὶ διηκόνουν Ν. Δ.· μέλλ. -ήσω Ἡρόδ., Πλάτ.· - ἀόρ. διηκόνησα Ἀριστείδ., ἀπαρ. διακονῆσαι Ἀντιφῶν 113. 10· πρκμ. δεδιηκόνηκα Ἀρχέδικ. Θησ. 2, πρβλ. Μοῖρ. 121. - Μέσ., παρατ. διηκονούμην Λουκ. Φιλοψ. 35· μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ.· ἀόρ. διηκονησάμην ὁ αὐτ. -Παθ., μέλλ. δεδιακονήσομαι Ἰωσηπ. Α. Ι. 18. 8, 7· ἀόρ. ἐδιακονήθην Δημ. 1206. 19· πρκμ. δεδιακόνημαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ (διάκονος). ‘Υπηρετῶ, προσφέρω ὑπηρεσίας, ἀπολ., Εὐρ. Ἴωνι 397, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323· μετὰ δοτ. προσ., Δημ. 362, ἐν τέλ., κτλ.· δ. διακονικά ἔργα Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 7· δ. ὑποθήκαις τινὸς Ἀντιφῶν 113. 19· δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Ποσείδιπ. Ἀποκλ. 1· δ. πρός τι, εἶμαι ὠφέλιμος, συντελεστικὸς εἴς τι..., Πλάτ. Πολ. 371D. - Μέσ., ὑπηρετῶ εἰς τὰς ἀνάγκας μου, ὑπηρετῶ ἐμαυτόν, Σοφ. Φ. 287· αὑτῷ διακονεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1017· διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς, ἐνεργοῦντες ὡς ὑπηρέται καὶ ὑπηρετοῦντες ἑαυτούς, Πλάτ. Νόμ. 763Α· ὡσαύτως ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., οἶνον ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Λουκ. Ὄν. 53. 2) εἶμαι διάκονος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 10 καὶ 13, Ἐκκλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., παρέχω, χορηγῶ, Λατ. ministrare, τινι ὅ τι ἂν δεηθῇ Ἡρόδ. 4. 154, Πλάτ. Πολιτ. 290Α· δ. γάμους Ποσείδιπ. Χορ. 1. 19. - Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγοῦμαι, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] Δημ. 1206. 18· τῶν καλῶς δεδιακονημένων ὁ αὐτ. 1230. 10.
English (Strong)
from διάκονος; to be an attendant, i.e. wait upon (menially or as a host, friend, or (figuratively) teacher); technically, to act as a Christian deacon: (ad-)minister (unto), serve, use the office of a deacon.
English (Thayer)
διακόνῳ; imperfect διηκόνουν (as if the verb were compounded of διά and ἀκονέω, for the rarer and earlier form ἐδιακονουν, cf. Buttmann, 35 (31); Ph. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. § 86 Anm. 6; Krüger, § 28,14, 13); (future διακονήσω); 1st aorist διηκόνησα (for the earlier ἐδιακόνησα); passive, present participle διακονουμενος; 1st aorist infinitive διακονηθῆναι, participle διακονηθεις; (διάκονος, which see); in Greek writings from (Sophocles), Herodotus down; to be a servant, attendant, domestic; to serve, wait upon;
1. universally: (absolutely ὁ διακονῶν, to minister to one; render ministering offices to: to be served, ministered unto (Winer's Grammar, § 39,1; (Buttmann, 188 (163))): ministrare, to wait at table and offer food and drink to the guests, (cf. Winer's Grammar, 593 (552)): with the dative of person, ὁ διακονῶν, Menander quoted in Athen. 6c. 46, p. 245c.; Anacreon (530 B.C.>) 4,6; others; passive διακονεῖσθαι ὑπό τίνος, Diodorus 5,28; Philo, vit. contempl. § 9).
3. to minister, i. e. supply food and the necessaries of life: with the dative of person, διηκόνουν αὐτοῖς ἐκ: ( ἀπό) τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς, to relieve one's necessities (e. g. by collecting alms): τραπέζαις, to provide, take care of, distribute, the things necessary to sustain life, διακονεῖν, i. e. to take care of the poor and the sick, who administer the office of deacon (see διάκονος, 2) in the Christian churches, to serve as deacons: to minister, i. e. attend to, anything, that may serve another's interests: χάρις διακονουμένῃ ὑφ' ἡμῶν, ἁδρότης, ibid. 20); ὅσα διηκόνησε, how many things I owe to his ministration, ἐπιστολή διακονηθεῖσα ὑφ' ἡμῶν, an epistle written, as it were, by our serving as amanuenses, to minister a thing unto one, to serve one with or by supplying anything: τί εἰς ἑαυτούς, i. e. εἰς ἀλλήλους, to one another, for mutual use, 1 Peter 4:10.
Greek Monotonic
διᾱκονέω: Ιων. διηκ-, παρατ. ἐδιακόνουν, μεταγεν. τύπος διηκόνουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ διηκόνησα, παρακ. δεδιηκόνηκα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδιακονήθην, παρακ. δεδιακόνημαι (διάκονος)·
I. 1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον, υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, απόλ., σε Ευρ.· τινί, σ' ένα πρόσωπο, σε Δημ.· δ. πρός τι, είμαι ωφέλιμος σε, σε Πλάτ. — Μέσ., φροντίζω τις ανάγκες μου, σε Σοφ.· αὐτῷ διακονεῖσθαι, σε Αριστοφ.
2. είμαι διάκονος στην εκκλησία, σε Καινή Διαθήκη
II. με αιτ. πράγμ., χορηγώ, παρέχω, προμηθεύω, Λατ. ministrare, τί τινι, σε Ηρόδ. — Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγούμαι, σε Δημ.
Middle Liddell
διάκονος
I. to minister, serve, do service, absol., Eur.; τινι to a person, Dem.; δ. πρός τι to be serviceable towards, Plat.:—Mid. to minister to one's own needs, Soph.; αὑτῶι διακονεῖσθαι Ar.
2. to be a deacon, NT.
II. c. acc. rei, to furnish, supply, Lat. ministrare, τί τινι Hdt.:—Pass. to be supplied, Dem.
Chinese
原文音譯:diakonšw 笛阿可尼哦
詞類次數:動詞(37)
原文字根:經過 服事
字義溯源:伺候,服事,作執事,幫助,供應,供給,管理;源自(διάκονος)*=侍者,執事)。這字本意是侍立在飯桌旁,伺候別人的飯食。在37次使用中,四福音用了過半數。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
出現次數:總共(37);太(6);可(5);路(8);約(3);徒(2);羅(1);林後(3);提前(2);提後(1);門(1);來(2);彼前(3)
譯字彙編:
1) 伺候(8) 太4:11; 太25:44; 可1:13; 路10:40; 路12:37; 路17:8; 約12:2; 門1:13;
2) 服事(7) 太8:15; 路4:39; 約12:26; 約12:26; 徒19:22; 彼前4:10; 彼前4:11;
3) 服事人的(3) 路22:26; 路22:27; 路22:27;
4) 所服事的(2) 林後8:19; 林後8:20;
5) 供給(2) 路8:3; 羅15:25;
6) 你們曾伺候(1) 來6:10;
7) 他們服事(1) 彼前1:12;
8) 他⋯服事(1) 提後1:18;
9) 她⋯服事(1) 可1:31;
10) 服事⋯的(1) 太27:55;
11) 作執事的(1) 提前3:13;
12) 仍在伺候(1) 來6:10;
13) 去管理(1) 徒6:2;
14) 要服事人(1) 太20:28;
15) 要受人的服事(1) 太20:28;
16) 要受服事(1) 可10:45;
17) 要去服事(1) 可10:45;
18) 服事成的(1) 林後3:3;
19) 服事過(1) 可15:41;
20) 讓他作執事(1) 提前3:10
Léxico de magia
obedecer voluntariamente, servir, ponerse al servicio ref. a démones y otras entidades a las que se dirige el mago ὁπόταν αὐτὸν κελεύσῃς διακονῆσαι, ποιήσει si le ordenas que te sirva, lo hará P I 113 καὶ ἐρεῖ σοι πρότερον, εἰ σθένει τι πρᾶξαι ἢ διακονῆσαι y te preguntará primero si puede hacer algo o servirte P IV 2045 P IV 2065 P IV 2076 δὸς ἱερὸν ἄγγελον ἢ πάρεδρον ὅσ<ι>ον διακονήσοντα τῇ σήμερον νυκτί dame un sagrado ángel o un santo asesor que me sirva esta noche P VII 884 διακόνησόν μοι καὶ ἀπάγγειλον ἀεὶ, ὅτι ἄν σοι εἴπω sírveme y anúnciame siempre lo que te diga P XII 40 P XII 47 P XII 49 ποίησον αὐτὸν (τὸν νεκρόν) διακονῆσαι πρὸς τὴν Κάρωσα haz que este cadáver se ponga a mi servicio contra Carosa P XIXa 49 P XXXVI 304 P LXI 11 P LXII 8 SM 39 2 ref. a elementos semipersonificados que tienen poder mágico σὺ εἶ τὸ θεῖον, τὸ διακονῆσαν τῷ θεῷ tú eres el azufre que sirvió al dios P XXXVI 304 P LXII 4 σὺ εἶ ἡ Ζμύρνα, ... πέμπω σὲ ... ἵνα μοι διακονήσῃς πρὸς αὐτήν tú eres la Mirra, te envío para que me sirvas contra ella P IV 1508 Ζμύρνα, Ζμύρνα, ἡ παρὰ θεοῖς διακονοῦσα Mirra, Mirra, que sirves junto a los dioses P XXXVI 335