ἀηδής
English (LSJ)
ἀηδές, (ἦδος)
A distasteful, nauseous, of food, drugs, etc., Hp.VM10 (Comp.), Acut.23,Pl.Lg.660a, etc.
2 generally, unpleasant, οὐδέν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι Hdt.7.101, cf. Pl.Lg.893a, al.: freq. in Pl.of narration, ἀηδές or οὐκ ἀηδές ἐστι, Ap.33c, 41b, Phd.84d: Comp., Hdt. l.c.: Sup. ἀηδέστατος Pl.Lg.663c, Phdr.240b.
II of persons, disagreeable, odious, ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται Alex.278, cf. D.47.28, Arist.EN1108a30, Thphr. Char.20.1; τινί to one, Pl.Phd. 91b, Phld.Ir. p.51 W.
III Adv. ἀηδῶς = unpleasantly, ζῆν Pl.Prt. 351b; ἀηδῶς ἔχειν τινί = to be on bad terms with one, D.20.142, cf. 37.11; ἀηδῶς διακεῖσθαι, ἀηδῶς διατεθῆναι, πρός τινα, Lys.16.2, Isoc.12.19.
2 without pleasure to oneself, unwillingly, πίνειν, ἀκούειν, X.Cyr.1.2.11, Isoc.12.62; οὐκ ἀηδῶς Pl Prt.335c.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): dór. ἀαδές Hsch., contr. ἀδής Thgn.296, Hsch.
• Morfología: [sg. ac. αὐάδην Sapph.22.5; plu. nom. αὐάδεες Inc.Lesb.34.11]
I 1desagradable, molesto
a) de pers., frec. c. part. concert. φθεγγόμενος δ' ἀδής cuando habla es molesto Thgn.296, cf. Pl.Phd.91b, Smp.176c, Tht.195b, Alex.280, D.47.28, Arist.EN 1108a30, IG 12(9).292 (Eretria III a.C.), Phld.Ir.24.1, de Polifemo ὡς μὴ βορὸς μηδὲ ἀ. φαίνοιτο para que no pareciera tragón y desagradable Philostr.Im.2.18.2, c. inf. οὐκ ἀ. ... εἴμ' ἰδεῖν Men.Pc.302, οὐδὲ γὰρ σφόδρ' εἶ ἄκρως ἀ. ὥστε γ' εἰπεῖν pues no eres tan consumadamente desagradable como para decirlo Men.Mis.A91;
b) de abstr., gener. neutr. φὰς οὐδέν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι = diciendo que nada le sería más desagradable Hdt.7.101, cf. Pl.Ap.33c, Lg.893a, D.19.225, Isoc.5.37, SB 7518.8 (IV/V d.C.), εἰπεῖν D.48.8, παθεῖν D.24.31, cf. Iambl.Protr.21, ἀκοῦσαι Isoc.12.156, cf. Is.3.11;
c) de cosas, esp. de alimentos o medicamentos σῖτος Hp.VM 10, cf. Acut.23, Pl.Lg.660a, ἀναθυμίασις Gp.2.27.2, ἀπό τινος ἀσθενείας ... τὰ εὐτρεπισθέντα ἀηδῆ φανῆναι Pall.V.Chrys.12.20.
2 ret. y gram. desagradable, inadecuado, improcedente (de la λέξις εἰρομένη op. a la λέξις κατεστραμμένη) ἔστι ... ἀηδὴς διὰ τὸ ἄπειρον Arist.Rh.1409a31, cf. Phryn.331.
II adv. ἀηδῶς
1 desagradablemente ζῆν op. ἡδέως Pl.Prt.351c.
2 sin gracia περιδέραια ... γυναιξὶν οὐκ ἀηδῶς προσανθοῦσι = los collares a las mujeres les sientan agraciadamente Philostr.Im.2.8.5.
3 en constr. pers. c. ἀηδῶς ἔχω = estar disgustado, estar enfadado τισίν, οἷς ἀ. ἔχει D.20.142, cf. BGU 665.3.10 (I d.C.), tb. c. otros verb. ἀηδῶς ἢ κακῶς διακείμενος Lys.16.2, ἀηδῶς τινας τῶν παρόντων διατεθῆναι πρὸς ἡμᾶς Isoc.12.19
•estar disgustado, estar apenado por la muerte de alguien PRoss.Georg.3.2.2 (III d.C.), cf. 2Ep.Clem.19.2.
4 de mala gana, mal de su grado ταῦτ' ἄν ... οὐκ ἀ. σου ἤκουον no te habría escuchado eso de mala gana Pl.Prt.335c, cf. Isoc.12.62, Plb.18.7.5, πίνειν X.Cyr.1.2.11, ἀ. τρεφόμενος παρὰ τούτων PLond.1708.93 (VI d.C.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
désagréable, odieux.
Étymologie: ἀ, ἡδύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀηδής -ές [ἀ-, ἦδος Lesb. acc. ἀυάδην, n. αὐᾱδες
1. onaangenaam, weerzinwekkend:. τὸ... ἡδέως ζῆν ἀγαθόν, τὸ δ’ ἀηδῶς κακόν een aangenaam leven leiden is goed, een onprettig leven leiden is slecht Plat. Prot. 351b; ᾄδειν οὐκ ἀηδῶς niet onprettig zingen (d.w.z. best goed zingen) Plut. Cim. 9.1.
2. adv. ἀηδῶς ook met weerzin of tegenzin: vaak οὐκ ἀηδῶς niet ongaarne, zonder tegenzin:; καὶ ταῦτ’ ἂν... οὐκ ἀηδῶς σου ἤκουον ook die dingen zou ik best graag van je horen Plat. Prot. 335c; τοῦτο ἤκουσεν οὐκ ἀηδῶς ὁ Σύλλας dat hoorde Sulla niet ongaarne Plut. Sull. 35.5; αὐτοῦ τὴν... μανίαν φέρειν μετὰ παιδιᾶς οὐκ ἀηδῶς zijn rarigheden zonder tegenzin met gevoel voor humor verdragen Plut. Nic. 7.7; δόξαντος δὲ αὐτοῦ … πρὸς ἔντευξιν ἔχειν οὐκ ἀ. toen hij er niet onwelwillend tegenover leek te staan om mensen te ontmoeten Plut. Demetr. 42.4; ἀ. διακεῖσθαι πρός + acc. v. pers. een afkeer hebben van iem.. Lys. 16.2.
German (Pape)
ές (ἦδος), unangenehm, widrig, τινί, ἀηδέστερος Her. 7.101; oft in att. Prosa, wie Plat., sowohl von Dingen, die einen unangenehmen Eindruck auf die Sinne machen, dem ἡδύς entgegengesetzt (οὐκ ἀηδές ἐστιν, es ist sehr angenehm), als auch von Menschen, die lästig werden, wie ἀδολέσχης Theaet. 195b; vgl. Theophr. Char. 20; Dem. 47.28 von einem streitsüchtigen Menschen; τὸ ἀηδές, Widerwille, πρός τινα Isocr. 5.37.
• Adv. ἀηδῶς, unangenehm, ἔχειν τινί Dem. 20.142, Jemanden nicht leiden können; ähnlich ἀηδῶς διακεῖσθαι πρός τινα Lys. 16.2; Plut. Demetr. 42.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδής:
1 неприятный на вкус, невкусный (σιτία καὶ πόματα Plut.);
2 неприятный, тягостный (τινι Her., Plat.): εἰ πρός τινας ἀηδές τί σοι συμβέβηκεν Isocr. если у тебя вышли неприятности с кем-л.
Middle Liddell
ἦδος
I. unpleasant to the taste, distasteful, of food, Plat.
2. generally, unpleasant, οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι Hdt.: in Plat. of talk, ἀηδές or οὐκ ἀηδές ἐστι.
II. of persons, disagreeable, odious, Plat.
III. adv. -δῶς, unpleasantly, Plat.; ἀηδῶς ἔχειν τινί to be on bad terms with one, Dem.
2. without pleasure to oneself, unwillingly, Plat.
Greek Monotonic
ἀηδής: -ές (ἦδος),
I. 1. δυσάρεστος στη γεύση, άνοστος, λέγεται για φαγητό, σε Πλάτ.
2. γενικά, δυσάρεστος· οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, σε Ηρόδ.· σε Πλάτ. λέγεται συχνά για διήγηση, ἀηδέςή οὐκ ἀηδές ἐστι.
II. λέγεται για πρόσωπα, δυσάρεστος, επαχθής, μη ανεκτός, στον ίδ.
III. 1. επίρρ. -δῶς, δυσάρεστα, με δυσαρέσκεια, στον ίδ.· ἀηδῶς ἔχειν τινί, έχω δυσάρεστη διάθεση απέναντι σε κάποιον, εναντιώνομαι, διάκειμαι εχθρικά, σε Δημ.
2. με προσωπική δυσαρέσκεια, απρόθυμα, αθέλητα, ακούσια, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδής: -ές, (ἦδος) δυσάρεστος εἰς τὴν γεῦσιν, ἄνοστος, ναυτιώδης, ἐπὶ τροφῆς, φαρμάκων, κτλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Πλάτ. Νόμ. 660Α. 2) καθόλου: περὶ παντὸς δυσαρέστου πράγματος, ὡς, οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, Ἡρόδ. 7. 101, Πλάτ. Νόμ. 893Α, καὶ ἀλλ. ― Παρὰ Πλάτωνι συχνάκις ἐπὶ διηγήσεως, ἀηδές, ἢ οὐκ ἀηδές ἐστι, Ἀπολ. 33C. 41Β. Φαίδων 84D: ― συγκρ. ἀηδέστερος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω: ― ὑπερθετ. ἀηδέστατος, Πλάτ. Νόμ. 663C. Φαῖδρ. 40Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, δυσάρεστος, ἐπαχθής, οὐκ ἀνεκτός· ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται, Ἄλεξ. Ἄδηλ. 15· πρβλ. Δημ. 1147. 12. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7. 13, καὶ ἀλλ. τινί, εἴς τινα, διά τινα, Πλάτ. Φαίδων 91Β. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -δῶς, δυσαρέστως· ζῆν, ὁ αὐτ. Πρωτ. 351Β· πρβλ. Φαίδωνα 88C. καὶ ἀλλ. ἀηδῶς ἔχειν τινί, διατελῶ ἐν δυσαρέστῳ σχέσει πρός τινα, Δημ. 500. 15· οὕτως: ἀηδῶς διακεῖσθαι, ἀηδῶς διατεθῆναι, πρός τινα, Λυσ. 145, 36. Ἰσοκρ. 237Α. 2) δυσαρέστως, ἀκουσίως, οὐκ ἀ., Πλάτ. Πρωτ. 335C, καὶ ἀλλ.
English (Woodhouse)
comfortless, disgusting, dreary, offensive, unpleasant, against the grain
Mantoulidis Etymological
(=δυσάρεστος). Ἀπό τό α στερητ. + ἧδοςἡδονή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρήμα ἥδομαι.