ψάω

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάω Medium diacritics: ψάω Low diacritics: ψάω Capitals: ΨΑΩ
Transliteration A: psáō Transliteration B: psaō Transliteration C: psao Beta Code: ya/w

English (LSJ)

[ᾱ, but always contracted],
A ψῇ S.Tr.678, inf. ψῆν (περι-) Ar.Eq.909: impf. contr. 3sg. prob. ἀπέψη (v. ἀποψάω): fut. ψήσω (ἀπο-) Id.Lys.1035: aor. ἔψησα Hippon.12 Diehl, A.R.3.831, (κατ-, περι-) Pl.Phd.89b, Ar.Pl.730:—Med., freq. in compos. with ἀπό:—Pass., aor. ἐψήθην (συν-) LXX Je.31(48).33 (v.l. -ψήσθ-); ἐψήσθην (ἀν-) BGU530.17 (i A. D.): pf. ἔψησμαι (παρ-) Poll.4.152. Later authors sometimes use the contr. by ᾱ instead of η, inf. ἀναψᾶν Dsc.4.64:—rub, wipe, τίς ὀμφαλητόμος σε . . ἔψησε κἀπέλουσεν; Hippon. l. c.; polish, PHolm.3.19; rub smooth, αὐσταλέας δ' ἔψησε παρηΐδας A.R. l. c.; of solderers, PLond.3.1177.285 (ii A. D.).
II intr., crumble away, vanish, disappear, S.Tr.678 (s.v.l.). (ψάω, ψαίω, ψαύω, ψαίρω, ψήχω, ψώχω, and perhaps ψίω, ψωμός, seem to be different enlargements of ψ-, which corresponds to ps- in Skt. psā ´ti, bhes- in Skt. babhasti 'crush, chew, devour', bhasman 'ashes'.)

German (Pape)

[Seite 1392] perf. pass. ἔψημαι u. ἔψησμαι, eben so aor. (in den Compositis bes. vorkommend), die besten Schriftsteller contrahiren ψῇς, ψῇ, ψῆν, statt ψᾷς, ψᾷ, ψᾶν, welche Formen sich aber bei Sp. finden, s. Lob. Phryn. 61, – 1) auf der Oberfläche berühren, betasten, streichen, reiben, wischen, bes. – a) durch Reiben, Schaben glatt machen, ebenen. – b) abstreichen, abwischen, reinigen, durch Streichen erwärmen, streicheln, schmeicheln. – Auch zerreiben, zermalmen, klein machen, s. ψαίω. – 2) intrans., zerfallen, sich in Staub auflösen, Soph. Trach. 675.

French (Bailly abrégé)

ψῶ :
f. ψήσω, ao. ἔψησα;
Pass. ao. non att. ἐψήθην et ἐψήσθην, pf. non att. ἔψημαι et ἔψησμαι;
les contr. de αε sont en η : prés. ind. 2ᵉ et 3ᵉ sg. ψῇς, ψῇ ; inf. ψῆν ; aux ao. et pf. Pass. les Att. emploient ἐψήχθην et ἔψηγμαι, de ψήχω;
1 tr. gratter, racler ; réduire en poussière;
2 intr. s'en aller en poussière, se dissoudre.
Étymologie: R. Ψυ, racler > Ψαυ-, ΨαϜ-, Ψα- ; cf. ψαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάω, praes. 3 sing. ψῇ, intrans., verkruimelen, tot pulver worden.

Russian (Dvoretsky)

ψάω: рассыпаться в прах, превращаться в пыль Soph.

Greek Monolingual

Α
βλ. ψήω.

Greek Monotonic

ψάω: [ᾱ], ψῇς, ψῇ (όχι ψᾷς, ψᾷ), απαρ. ψῆν, παρατατ. συνηρ. ἔψην, μέλ. ψήσω, αόρ. αʹ ἔψησα·
I. αγγίζω ελαφρά, ψαύω απαλά, τρίβω, κάνω κάτι λείο, ομαλό, πρβλ. καταψάω.
II. αμτβ., διαλύομαι σε σκόνη, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψάω: [ᾱ], ψῇ, Σοφ. Τραχ. 678, ἀπαρ. ψῆν (περι-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 909· παρατ. συνῃρ. ἔψην (ἀπ-) Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 311· μέλλ. ψήσω (ἀπο-) Ἀριστοφ. Λυσ. 1035 ἀόρ. ἔψησα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 831, (κατ-, περ-) Πλάτ., Ἀριστοφ.· - Μέσ., συχν. ἐν συνθέσει μετὰ τῆς προθ. ἀπό. - Παθ., ἀόρ. ἐψήθην (συν-) Ἑβδ. πρκμ. ἔψημαι (παρ-) Πολυδ. Δ΄, 152 Μεταγενέστ. συγγραφεῖς χρῶνται ἐνίοτε τῷ συνῃρ. εἰς ᾱ ἀντὶ τοῦ η. Διοσκ. 4. 65. Ψαύω ἐλαφρῶς, τρίβω, ἀποσπογγίζω, τρίβων ποιῶ τι λεῖον, ὁμαλύνω, αὐσταλέας δ’ ἔψησε παρηίδας Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. καταψάω. ΙΙ. ἀμεταβ., διαλύομαι εἰς κόνιν, ἐξαφανίζομαι, Σοφ. Τραχ. 678. (Ἡ √ΨΑ φαίνεται πληρεστέρα ἐν ταῖς λ. ψαίω ψαιστός· τὸ δὲ ψήχω εἶναι ἕτερος τύπος ἔτι πληρέστερος (πρβλ. σμάω σμήχω, νάω νήχω), προσέτι ψώχω· πιθανῶς δὲ καὶ τὸ ψαύω, εἶναι συγγενές· - φαίνεται δὲ ὅτι πολλαὶ λέξεις, ἐν αἷς διαφόρως τροποποιεῖται ἡ πρώτη τῆς ῥίζης ἔννοια, ἔχουσι σχέσιν πρὸς ταύτην τὴν ῥίζαν, οἷον, ψαίρω· ψάλλω, ψαλτός, ψαλμός· ψαλάσσω, ψηλαφάω· ψαθάλλω· ψαθυρός, ψαφαρός· ψάμμος, ψάμαθος.)

Middle Liddell

[cf. καταψάω
I. to touch lightly, rub;
II. intr. to crumble away, vanish, disappear, Soph.

Frisk Etymology German

ψάω: {psáō}
See also: s. ψῆν.
Page 2,1131

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγίζω ἐλαφρά, τρίβω, σκουπίζω, γυαλίζω). Ἀρχικά ἦταν ψη + jω = ψήω. Ἀπό ρίζα ψα-, ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: ψαίω (=κοπανίζω), ψαιστός (=κοπανισμένος), ψακάς -άδος (=ψίχουλο, σταγόνα), ψακάζω, ψαλίς -ίδος, ψάλλω, ψάμαθος, ψάμμος, ψαύω, ψηλαφῶ, ψήχω, ψίω (=τρέφω), ψίξ (=ψίχα), ψιλός, ψώχω, ψώρα, ψωμός. Παράγωγα τοῦ: ψάω ψήω: ψῆφος (=λιθάρι, χαλίκι, ἀπόφαση), παμψηφεί, ψηφεῖον, ψηφίζω, ψηφίον, ψηφίς -ῖδος (=λιθαράκι), ψήφινος, ψηφόω -ῶ, ψηφοφορῶ, ψηφοφορία, ψηφοθέτης, ἀπόψημα (=ἀπόξυσμα), ἀπόψηστος (=σφουγγισμένος), παλίμψηστος (=πού ξύστηκε γιά ἄλλη μια φορά γιά νά ξαναγραφτεῖ, πάπυρος).