πέντε
English (LSJ)
Aeol. πέμπε (q.v.), οἱ, αἱ, τά, indecl. (declined in Aeol.), five, Il.10.317, etc.; τὰ πέντε κρατήσας having won the πένταθλον, Simon.155.11. (I.-E. penqu̯e, cf. Skt. páñca, Lith. penki, etc. 'five'.)
German (Pape)
[Seite 557] οἱ, αἱ, τά, indecl., fünf, Hom. u. Folgde überall; äol. πέμπε. – In den Zusammensetzungen erkl. die Alten die Formen mit πεντε- für besser attisch als die mit πεντα-, vgl. Lob. Phryn. 413.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
cinq.
Étymologie: cf. lat. quinque, cf. πέπτω
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέντε, Aeol. πέμπε, gen. πέμπων, indecl., vijf.
Russian (Dvoretsky)
πέντε: эол. πέμπε οἱ, αἱ, τά indecl. пять Hom. etc.
English (Autenrieth)
five.
English (Slater)
πέντε five ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν (P. 4.130) πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι (P. 7.13)
Spanish
English (Strong)
a primary number; "five": five.
Greek Monolingual
ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α
άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του
νεοελλ.
1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε
καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό («δουλεύει στο πέντε γραφείο»)
2. (σχετικά με χρονολογία, ώρα ή ηλικία χρησιμοποιείται ως τακτικό αριθμητικό) πέμπτος («είναι στα πέντε»)
3. φρ. α) «έμεινε στους πέντε δρόμους» — έμεινε εντελώς μόνος και εγκαταλελειμμένος ή έχασε κάθε περιουσιακό στοιχείο που είχε
β) «του πάει πέντε πέντε» — φοβάται πολύ
γ) «νά σου πέντε κι άλλα πέντε» — έκφραση η οποία συνοδεύει χειρονομία δυσφορίας ή αποδοκιμασίας
δ) «η ομάδα τών πέντε»
μουσ. ομάδα πέντε Ρώσων συνθετών οι οποίοι το 1875 περίπου ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας αληθινά εθνικής σχολής στη ρωσική μουσική
4. παροιμ. φρ. «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι είναι προτιμότερα τα λίγα και τα εξασφαλισμένα από τα πολλά, τα οποία όμως θεωρούνται αβέβαια
αρχ.
1. (στους Πυθαγορείους) ο γάμος
2. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πέντε
το πένταθλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα penkwe «πέντε» και συνδέεται με αρχ. ινδ. panca, αβεστ. panča, αρμεν. hing, λατ. quīnque, λιθουαν. penki, γερμ. funf. Κατά μία άποψη, οι τ. αυτοί μπορούν να συνδεθούν με λ. που έχουν τη σημ. «γροθιά» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. fūst, αρχ. σλαβ. penstĭ). Ο τ. πέμπε έχει προέλθει από διαφορετική αντιπροσώπευση του χειλοϋπερωικού φθόγγου στην αιολική διάλεκτο.
ΠΑΡ. πεντάδα(-άς), πεντάκις, πέμπτος
αρχ.
πεμπάζω, πενταξός, πένταχα, πεντάχα, πενταχή, πενταχού
μσν.-αρχ.
πενταχώς
νεοελλ.
πεντάρα, πεντάρι.
ΣΥΝΘ. (για σύνθ. με α' συνθετικό βλ. πεντα-)].
Greek Monotonic
πέντε: Αιολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πέντε, σε Όμηρ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πέντε: Αἰολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. ἀριθμ., Ὅμ. κλ.· τὰ πέντε κρατεῖν, δηλ. τὸ πένταθλον, Σιμωνίδ. 158. Ἐν συνθέσει ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι πέντε-, ὅπερ ὅμως σχεδὸν πανταχοῦ μετεβλήθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ μεταγεν. πεντα-, Piers. εἰς Μοῖριν 321, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 413, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 755 (759). (Ὁ ἐξ ἀρχῆς Ἑλλην. τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ Αἰολ. πέμπε, ὅθεν πέμπτος, πεμπάς, πεμπάζω· πρβλ. Σανσκρ. καὶ Ζενδ. pank-an· Λατ. quinqu-e, quin(c)-tus, (πρβλ. ἵππος eq-uus, ἕπομαι seq-uor)· Λιθ. penk-i, penk-tas (quint-us)· Γοτθ. καὶ Ἀρχ. Γερμ. fimf· Ἀγγλο-Σαξον. fif, κτλ.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: numer.
Meaning: five.
Other forms: Aeol. πέμπε, Pamph. πέ(ν)δε.
Compounds: As 1. member beside πεντε-, πεμπε- mostly πεντα- (Il.; after ἑπτα-, δεκα-, τετρα- etc.); on πεντή-κοντα s. bel.
Derivatives: From it the ordinal πέμπτος, Arc. πέμποτος (after δέκοτος), Gortyn. πέντος, with πεμπταῖος belonging to the fifth (day), happening on the fifth (day) (ξ 257); the adv. πεντάκις (Pi.) beside πενπάκι (Sparta; Kretschmer Glotta 3, 305), πεμπτάκις (D.S.); the collective πεμπάς f. quintet (Pl., X.) beside πεμπτάς (? Pl. Phd. 104a), πεντάς (Arist.) with πεντάδ-ιον n. quintet (pap. II-IIIp), πεμπαδ-ικός fivefold (Dam.). Adv. πέντα-χα (Μ 87), -χοῦ, -χῃ̃, -χῶς; adj. πενταξός fivefold (Arist.; διξός); subst. πεντάχα ἡ χείρ H. (cf. NGr. Lac. πεντόχτη hand, Κουκσυλές Ἀρχ. 27, 61 ff.). Denom. verb, prob. from πεμπάς (Schwyzer 734 w. n 4): πεμπάζομαι, -ω to count (by the five, with the five fingers) (δ 412, A.), ἀνα- πέντε count over, to calculate, to think over (Pl., Plu.) with πεμ-παστάς m. (Dor.) the counting one (A. in lyr.; Fraenkel Nom. ag. 2, 33 ff.). -- From πεντήκοντα: πεντηκοσ-τύς f. body of fifty, part of a Spart. λόχος (Th., X.) with πεντηκοστήρ, sec. -κοντήρ m. commander of a πεντηκοστύς (Cos, Th., X., Att. inscr.; Schwyzer 597 a. 531, Fraenkel Nom. ag. 1, 201, Benveniste Noms d'ag. 74).
Origin: IE [Indo-European] [409] *penkʷe five
Etymology: Non-Aeol. πέντε, from where Pamph. πέ(ν)δε with weakening of the voiceless cons. after the (disappearing) nasal, Aeol. πέμπε and the other words for five, e.g. Skt. páñca, Lat. quīnque, Lith. penkì, Goth. fimf, go all back on IE *pénkʷe. Beside it πέμπτος (second. πέντος; phonetic. or after πέντε) like Lat. quīntus, Lith. peñktas, Goth. fimfta from *penkʷtos. Both in πέμπτος and in πεμπάς, -άζομαι the π befor τ and α continues directly the labio-velar. The lengthening in πεντή-κοντα (PGr. η) appears not only in Skt. pañcā-śát- f., but also in Arm. yi-sun (i from IE ē); parallel with it Lat. quinquā-gintā (after quadrā-gintā?). -- Further on the Greek forms in Schwyzer 590, 592, 596, 598 and Sommer Zum Zahlwort 15 a. 19f.; on the other languages WP. 2, 25f., Pok. 808, W.-Hofmann s. quīnque, Mayrhofer s. páñca etc.; all w. rich lit.
Middle Liddell
five, Hom., etc.
{{FriskDe
|ftr=πέντε: {pénte}
Forms: äol. πέμπε, pamph. πέ(ν)δε
Meaning: fünf.
Composita: Als Vorderglied neben πεντε-, πεμπε- meist πεντα- (seit Il.; nach ἑπτα-, δεκα-, τετρα-usw.); zu πεντήκοντα s.u.
Derivative: Davon das Ordinale πέμπτος, ark. πέμποτος (nach δέκοτος), gortyn. πέντος, mit πεμπταῖος ‘zum fünften (Tag) gehörig, am fünften (Tag) eintreffend' (seit ξ 257); das Zahladv. πεντάκις (Pi. usw.) neben πενπάκι (Sparta; Kretschmer Glotta 3, 305), πεμπτάκις (D.S.); das Kollektivum πεμπάς f. Fünfzahl (Pl., X. u.a.) neben πεμπτάς (? Pl. Phd. 104a), πεντάς (Arist.) mit πεντάδιον n. Fünfzahl (Pap. II-IIIp), πεμπαδικός fünffältig (Dam.). Adv. πένταχα (Μ 87), -χοῦ, -χῇ, -χῶς; Adj. πενταξός fünffältig (Arist.; διξός usw.); Subst. πεντάχα· ἡ χείρ H. (vgl. ngr. lak. πεντόχτη Hand, Κουκσυλές Ἀρχ. 27, 61 ff.). Denom. Verb, wohl von πεμπάς (Schwyzer 734 m. A 4): πεμπάζομαι, -ω ‘(in Fünfzahl. an den fünf Fingern) zählen’ (δ 412, A. u.a.), ἀνα- ~ überschlagen, berechnen, überdenken (Pl., Plu., u.a.) mit πεμπαστάς m. (dor.) der Zählende (A. in lyr.; Fraenkel Nom. ag. 2, 33 ff.). — Von πεντήκοντα: πεντηκοστύς f. Fünfzigschaft, Teil eines spart. λόχος (Th., X.) mit πεντηκοστήρ, sek. -κοντήρ m. [[Befehlshaber einer πεντηκοστύς (Kos, Th., X., att. Inschr.; Schwyzer 597 u. 531, Fraenkel Nom. ag. 1, 201, Benveniste Noms d'ag. 74).
Etymology: Nicht-äol. πέντε, woraus pamph. πέ(ν)δε mit Erweichung der Tenuis hinter dem (schwindenden) Nasal, äol. πέμπε und die übrigen Wörter für fünf, z.B. aind. páñca, lat. quīnque, lit. penkì, got. fimf, gehen alle auf idg. *pénqʷe zurück. Daneben πέμπτος (sekund. πέντος; lautgesetzlich oder nach πέντε) wie lat. quīntus, lit. peñktas, got. fimfta aus *penqʷtos. Sowohl in πέμπτος wie in πεμπάς, -άζομαι vertritt π vor τ und α lautgerecht den Labiovelar. Die Dehnung in πεντήκοντα (urgr. η) erscheint nicht nur in aind. pañcā-śát- f., sondern auch in arm. yi-sun (i aus idg. ē); parallel damit lat. quinquā-gintā (nach quadrā-gintā?). — Weiteres zu den griech. Formen bei Schwyzer 590, 592, 596, 598 und Sommer Zum Zahlwort 15 u. 19f.; zu den anderen Sprachen WP. 2, 25f., Pok. 808, W.-Hofmann s. quīnque, Mayrhofer s. páñca usw.; überall m. reicher Lit.
Page 2,506-507
}}
Chinese
原文音譯:pšnte 偏帖
詞類次數:形容詞(38)
原文字根:五
字義溯源:五*,第五
同源字:1) (δεκαπέντε)十五 2) (πέμπτος)第五 3) (πεντάκις)五次,五倍 4) (πεντακισχίλιοι)五千 5) (πεντακόσιοι)五百 6) (πέντε)五 7) (πεντεκαιδέκατος)第十五 8) (πεντήκοντα)五十 9) (πεντηκοστή)五旬節
出現次數:總共(38);太(12);可(3);路(9);約(5);徒(5);林前(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 五個(27) 太14:17; 太14:19; 太16:9; 太25:2; 太25:2; 太25:15; 太25:16; 太25:16; 太25:20; 太25:20; 太25:20; 太25:20; 可6:38; 可6:41; 可8:19; 路1:24; 路9:13; 路9:16; 路12:6; 路16:28; 路19:18; 約4:18; 約5:2; 約6:9; 約6:13; 啓9:5; 啓9:10;
2) 五(6) 路14:19; 約6:19; 徒4:4; 徒7:14; 徒19:19; 徒24:1;
3) 五位(1) 啓17:10;
4) 五句(1) 林前14:19;
5) 五座(1) 路19:19;
6) 五個人(1) 路12:52;
7) 第五(1) 徒20:6
Léxico de magia
tb. εʹ cinco planetas χαῖρε Ἥλιε ... σὺ εἶ ὁ γεννήσας τοὺς εʹ πλανήτας ἀστέρας te saludo, Helios, tú eres el que engendraste a los cinco planetas estrellas P VII 513 piñas ὅταν δὲ ἐνστῇ ἡ ἡμέρα, παράθες εἰς τὴν θυσίαν ... στροβίλους πέντε δεξιούς cuando sea el día, prepara para la ofrenda cinco piñas apropiadas P XIII 366
Translations
five
Aari: dónq; Abaza: хвба; Abkhaz: хуба; Abung: lemou; Adyghe: тфы; Afar: konóy; Afrikaans: vyf; Aghwan: 𐕇𐕒; Ahom: 𑜑𑜡; Ainu: アシㇰネ; Aka-Bo: kumugyĭ; Akan: anum; Aklanon: lima; Alabama: táɬɬàapi; Albanian: pesë; Alutiiq: talliman; Amharic: አምስት; Amis: lima; Apache Western Apache: ashdla'i; Arabic: خَمْسَة; Egyptian Arabic: خمسة; Aragonese: cinco, cinc; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܡܫܵܐ, ܚܲܡܸܫ; Classical Syriac: ܚܡܫܐ, ܚܡܫ; Jewish Babylonian Aramaic: חַמְשָׁא, חֲמֵשׁ; Western Neo-Aramaic: ܚܡܫܐ, ܚܡܫ; Arapaho: yoo3on; Archi: ллъо; Argobba: ሀምስት; Armenian: հինգ; Aromanian: tsintsi; Asi: lima; Assamese: পাঁচ; Asturian: cinco; Atong: banga; Avar: щуго; Aymara: phisqa; Azerbaijani: beş; Bahnar: pơđăm; Balinese: lima; Banjarese: lima; Bashkir: биш; Basque: bost; Bassa: hm̀m̌; Belarusian: пяць, пяцёра; Bengali: পাঁচ; Big Nambas: iləm'; Bikol Central: lima; Binukid: lalima; Bislama: faef; Bouyei: hac; Breton: pemp; Brunei Malay: lima; Budukh: фуд; Buginese: lima; Bulgarian: пет; Burmese: ငါး; Buryat: табан; Carpathian Rusyn: пять; Catalan: cinc; Cebuano: lima; Cemuhî: nim; Central Atlas Tamazight: ⵙⵎⵎⵓⵙ; Central Dusun: limo; Central Sierra Miwok: máš·ok·a-; Central Tarahumara: marí; Chamicuro: pichka; Chechen: пхиъ; Chepang: पोङा; Cherokee: ᎯᏍᎩ; Chichewa: sanu; Chickasaw: talhlhá'pi, tulhape; Chinese Cantonese: 五; Dungan: ву; Hakka: 五; Mandarin: 五; Min Dong: 五, 五; Min Nan: 五, 五; Wu: 五; Chinook Jargon: qwinəm; Chol: jo'p'ej; Chukchi: мэтлыӈэн; Chuukese: nimu, nime-, nimechö, nimmön; Chuvash: пиллӗк, пилӗк; Cia-Cia: lima; Cochimi: sarap; Cornish: pymp; Corsican: cinqui; Cowlitz: čílačš; Cree: nîyânan; Plains Cree: niyānan; Crimean Tatar: beş; Crow: chiaxxó; Czech: pět, patery; Dalmatian: čenc; Danish: fem; Dargwa: шол; Dena'ina: ch'qilu; Dhivehi: ފަސް; Dolgan: биэс; Drung: pv'nga; Dutch: vijf; Dzongkha: ལྔ; Eastern Cham: ꨤꨟꨩ, ꨤꨪꨟꨩ; Eastern Mari: визыт; Erzya: вете; Esperanto: kvin; Estonian: viis; Even: ту̇нӈа̇н; Evenki: тунӈа; Ewe: atɔ̃; Extremaduran: cincu; Faroese: fimm; Fataluku: lime; Finnish: viisi; French: cinq; Old French: cinc; Friulian: cinc; Ga: enumɔ; Galician: cinco; Garifuna: seingü; Gaulish: pempe; Ge'ez: ኀምስቱ, ኀምስ; Georgian: ხუთი; German: fünf; Gilaki: پنج; Gilbertese: nimaua; Gothic: 𐍆𐌹𐌼𐍆; Greek: πέντε, ε΄; Ancient Greek: πέντε, Ε, ε, ε΄, εʹ, ε, ɛ̄, Ἀφροδίτη, ἀλλοίωσις, Βουβάστεια, γάμος, ἄμβροτος; Greenlandic: tallimat; Guaraní: po; Gujarati: પાંચડો; Hadza: botano and inflections; Haitian Creole: senk; Hausa: bìyar̃; Hawaiian: lima, ʻelima; Hebrew: חָמֵשׁ, חֲמִשָּׁה; Higaonon: lalima; Hindi: पाँच, पंच, पंज, पंजा; Hiri Motu: ima; Hlai: ba; Hopi: tsivot; Hungarian: öt; Hunsrik: finnef; Hunzib: лъино; Icelandic: fimm; Ido: kin; Igbo: ise; Ilocano: lima; Inabaknon: lima; Indonesian: lima; Ingrian: viis; Interlingua: cinque; Iranun: lima; Irish: cúig; Old Irish: cóic; Istriot: sinque; Istro-Romanian: ćinć; Italian: cinque; Iu Mien: biaa; Japanese: 五, 五つ; Jarai: rơma; Javanese: ꦭꦶꦩ; Jurchen: ʃundʒa; K'iche': jo'ob'; Kabardian: тху; Kabuverdianu: sinku; Kabyle: semmus, semmuset, xemsa; Kalmyk: тавн; Kannada: ಐದು; Kanuri: úgù; Kaqchikel: wo'o'; Karachay-Balkar: беш; Karaim: bieš; Karakhanid: بٖيشْ; Karelian: viisi; Kashubian: piãc; Kaurna: mila, yarapurla kuma; Kazakh: бес; Khakas: пис; Khanty: вет; Khasi: san; Khinalug: пхьу; Khmer: ប្រាំ; Kiliwa: salchipam; Kinaray-a: lima; Komi-Zyrian: вит; Kongo: tanu; Korean: 다섯, 오(五; Kumeyaay: sarap; Kurdish Central Kurdish: پێنج; Northern Kurdish: pênc; Kyrgyz: беш; Ladin: cinch; Lakota: záptaŋ; Lao: ຫ້າ; Latgalian: pīci, pīcys; Latin: quinque; Latvian: pieci, piecas; Lenape Unami: palenàxk; Lezgi: вад; Ligurian: çìnque; Lingala: mítáno; Lithuanian: penki, penkios; Livonian: vīž; Lombard: çinc, çincu; Louisiana Creole French: sink; Low German: fîf; Lü: ᦠᦱᧉ; Luxembourgish: fënnef; Macedonian: пет; Madurese: lɛma; Maguindanao: lima; Makasae: lima; Makasar: lima; Malay Jawi: ليم, ڤنچا; Rumi: lima, panca; Malayalam: അഞ്ചു, അഞ്ച്; Maltese: ħamsa; Manchu: ᠰᡠᠨᠵᠠ; Mangarevan: rima; Mansaka: lima; Mansi: ат; Manx: queig; Maranao: lima; Marathi: पाच; Maricopa: sarapk, srap; Marshallese: ļalem; Matlatzinca: rokut'a; Mauritian Creole: senk; Mazanderani: پنج; Middle English: five; Minangkabau: limo; Mirandese: cinco; Mizo: pa-nga; Mòcheno: vinf; Mojave: tharap; Moksha: вете; Mon: မသုန်; Mongolian Cyrillic: тав; Mongolian: ᠲᠠᠪᠤ, Montagnais: patetat; Motu: ima; Mulam: ŋɔ⁴; Muong: đằm, đăm; Nahuatl: makwilli, macuilli; Nama: koro; Nanai: тойңга; Nauruan: aijimo; Navajo: ashdlaʼ; Ndzwani Comorian: -tsanu; Neapolitan: cìnche; Nepali: पाँच; Nga La: panga; Niuean: lima; Nivkh: тʼорӈ; North Frisian Föhr-Amrum and Mooring: fiiw; Helgoland: fiuw; Sylt: fif; Northern Ohlone: parwes; Northern Thai: ᩉ᩶ᩣ; Norwegian: fem; O'odham: hetasp; Occitan: cinc; Odia: ପାଞ୍ଚ; Ojibwe: naanan; Old Church Slavonic Cyrillic: пѧть; Glagolitic: ⱂⱔⱅⱐ; Old English: fīf; Old French: cinc; Old Frisian: fīf; Old Javanese: lima; Old Norse: fimm; Old Turkic: 𐰋𐰃𐱁; Oroch: туӈа; Oromo: shan; Oroqen: tʊŋŋa; Ossetian: фондз; Ottoman Turkish: بش; Pacoh: xông; Paipai: sirap; Palauan: eim; Papiamentu: sinku; Pashto: پنځه; Pela: ŋa³¹; Pennsylvania German: fimf; Persian: پنج; Piedmontese: sinch; Pijin: faef; Pipil: makwil, macuil; Polish: pięć, pięcioro; Portuguese: cinco; Punjabi: ਪੰਜ; Quechua: pichka, pisqa, pichka, phisqa, picga, pizga; Rabha: বৗং; Raga: lima; Rapa Nui: ka rima; Rarotongan: rima; Ratahan: lima; Rawang: pvngwà; Rohingya: fañs; Romagnol: zéncv; Romani: panʒ; Kalo Finnish Romani: pangȟ; Romanian: cinci; Roviana: lima; Russian: пять, пятеро; Rwanda-Rundi: gatanu; S'gaw Karen: ယဲၢ်; Saho: koon; Sami Inari: vittâ; Northern: vihtta; Skolt: vitt; Southern: vïjhte; Samoan: lima; Sango: ukü; Sanskrit: पञ्चन्; Santali: ᱢᱚᱬᱮ, ᱢᱚᱬᱮᱸ; Sarcee: gúùt'áá; Sardinian Campidanese: cincu; Logudorese: chimbe; Saterland Frisian: fieuw; Scots: five; Scottish Gaelic: còig, còignear; Semai: limak; Serbo-Croatian Cyrillic: пе̑т; Roman: pȇt; Shan: ႁႃႈ; Sichuan Yi: ꉬ; Sicilian: cincu; Sidamo: onte; Sikkimese: ང; Silesian: pjyńć; Sindhi: پَنجَ; Sinhalese: පහ; Slovak: päť; Slovene: pét; Solon: tonga; Somali: shan; Sorbian Lower Sorbian: pěś; Upper Sorbian: pjeć; South Efate: ilim; Southern Ohlone: parue; Southern Sami: vïjhte; Spanish: cinco; Sranan Tongo: feifi, feyfi; Sukuma: itaano; Swahili: tano; Swazi: hlanu; Swedish: fem; Tagalog: lima; Tahitian: pae; Tai Dam: ꪬ꫁ꪱ; Tai Nüa: ᥞᥣᥲ; Tajik: панҷ; Tamil: ஐந்து, ஐந்து; Tangut: 𗏁; Taos: pʼą́nyuo; Tarantino: cinghe; Taroko: lima; Tashelhit: semmos, semmost; Tatar: биш; Tausug: lima; Tboli: limu; Tedim Chin: nga; Telugu: ఐదు; Ternate: romtoha; Tetum: lima; Thai: ห้า; Tibetan: ལྔ; Tidore: romotoha; Tigre: ሐምስ; Tigrinya: ሓሙሽተ; Tlahuica: kuit'aa; Tocharian A: päñ; Tocharian B: piś; Tok Pisin: faipela; Tongan: nima; Tooro: -taano, itaano; Tswana: tlhano; Tumbuka: nkhonde; Tundra Nenets: самляӈг; Turkish: beş; Turkmen: bäş; Tuvaluan: lima; Tz'utujil: kho'o; Ubykh: ʃxə; Udi: хъо; Udihe: туӈа; Udmurt: вить; Ukrainian: п'ять; Umbrian: 𐌐𐌖𐌌𐌐𐌄; Urdu: پانچ; Uyghur: بەش; Uzbek: besh; Venetian: sinque, zsinque; Veps: viž; Vietnamese: năm; Vilamovian: fynf; Volapük: lul; Võro: viiś; Votic: viis, viisi; Wallisian: nima; Walloon: cénk; Waray-Waray: lima; Welsh: pump; West Frisian: fiif; Western Bukidnon Manobo: lelima; Western Cham: ليما; White Hmong: tsib; Winnebago: saacą; Wiradjuri: marra; Wolof: juróom; Xhosa: hlanu; Xârâcùù: kêrênürü; Yagnobi: панч; Yakan: lime; Yakut: биэс; Yao: msano; Yaqui: mámni; Yiddish: פֿינף; Yoruba: márùn-ún; Yucatec Maya: jo'; Yup'ik: talliman; Zazaki: poj; Zealandic: vuuf, vuve; Zhuang: ngux, haj; Zou: nga; Zulu: hlanu; Zuni: apde