ἕδος

From LSJ
Revision as of 16:55, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕδος Medium diacritics: ἕδος Low diacritics: έδος Capitals: ΕΔΟΣ
Transliteration A: hédos Transliteration B: hedos Transliteration C: edos Beta Code: e(/dos

English (LSJ)

εος, τό, Ep. dat. pl.
A ἑδέεσσιν IG14.1389 ii 19:—sitting-place:
1 seat, stool, Il.1.534 (pl.), 581 (pl.), 9.194, etc.; ἕδος Θεσσαλικόν = straight-backed chair, Hp.Art.7.
2 seat, abode, dwelling-place, especially of the gods, ἐς Ὄλυμπον . . ἵν' ἀθανάτων ἕδος ἐστί Il.5.360; ἵκοντο θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον ib.367, cf. Theoc.7.116; periphrasis, ἕδος Οὐλύμποιο = Ὄλυμπος, Il.24.144, cf. Pi.O.2.12; of the abodes of men, Θήβης ἕδος Il.4.406; Ἰθάκης ἕδος Od.13.344; ἕδος Μάκαρος = the abode of Macar, Il.24.544: periphrasis, Τροίας ἕδος B.8.46; ἔποικον ἕδος, = ἐποικίαι, A.Pr.412.
3 seated statue of a god, S.OT886 (lyr.), El.1374, IG 2.754, al., Isoc.15.2, X.HG1.4.12, Porph.Abst.2.18, Polem.Hist.90, Plu.Per.13, Paus.8.46.2; τὰ ἕδη τῶν θεῶν, i.e. the Lat. Penates, D.H. 1.47; also of a man worshipped as a hero, IG14.2133; τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεώς Isoc.4.155; τοὺς νεὼς καὶ τὰ ἕδη καὶ τὰ τεμένη Lycurg.143; θεῶν ἕδη (v.l. ἄλση) καὶ ἱερά Pl.Phd.111b, cf. Tim.Lex. ἕδος· τὸ ἄγαλμα, καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧἵδρυται, but this latter use is doubtful in early Prose; later, temple, Ph.2.314; ἕδος ὑπαίθριον D.C.51.1.
4 foundation, base, Hes.Th.117, Epigr. ap. Vitr.8.3.23.
II act of sitting, οὐχ ἕδος ἐστί = 'tis no time to sit idle, Il.11.648, 23.205; cf. ἕδρα ΙΙ. (Cf. Skt. sádas 'seat'.)

Spanish (DGE)

-εος, τό
I 1asiento, silla θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν ἐξ ἑδέων Il.1.534, cf. 581, λιπὼν ἕ. Il.9.194, οἱ δ' ἀνόρουσαν ἐξ ἑδέων ἥρωες A.R.2.429; ἕ. Θεσσαλικόν silla tesalia e.d. de respaldo recto, Hp.Art.7, cf. Hsch.
2 acto de sentarse, asiento en or. nominal οὐχ ἕδος (ἐστί) no hay lugar a asiento, e.d. no voy a sentarme, Il.11.648, 23.205.
II sede, morada c. gen. de divinidad o humano ἀθανάτων del Olimpo Il.5.360, πάντων ἕ. ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων de la Tierra, Hes.Th.117, θεῶν Od.6.42, cf. Hes.Sc.203, Μάκαρος Il.24.544, Φερσεφόνας Pi.P.12.2, cf. Theoc.7.116, τοῦ ἀληθοῦς θεοῦ Ph.2.588, tb. c. dat. θεοῖς Hes.Th.128, perífrasis c. gen. de lugar ἕ. Οὐλύμποιο equiv. a Ὄλυμπος Il.24.144, cf. Pi.O.2.12, Τροίας B.9.46, ἕ. Θήβης el solar de Tebas, Il.4.406, Ἰθάκης Od.13.344, ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος A.Pr.412, ref. a los templos οὐδὲ δαιμόνων ἕδη σέβων S.OT 886, θεῶν πατρῴων ἕδη A.Pers.404
templo ἄξιον ἐπιφοιτᾶν καὶ ἐνδιατρίβειν τοῖς ἕδεσιν Ph.2.314
fig. γενύων ὀρφανὰ θέντες ἕδη dejando vacíos sus lugares de la mandíbula ref. a dientes que se caen Par.Flor.26.
III imagen, estatua de un dios o héroe πατρῷα προσκύσαντες ἕδη θεῶν S.El.1374, Φειδίας ὁ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕ. ἐργασάμενος Isoc.15.2, cf. Plu.Per.13, SIG 894 (Atenas III d.C.), τοῦ ἕδους κατακεκαλυμμένου τῆς Ἀθηνᾶς X.HG 1.4.12
op. al templo τὸ ἕ. τῆς Ἀρτέμιδος Polem.Hist.90, cf. Paus.8.46.2, τῆς Ἥρας D.C.48.14.5, τοῦ Ἀπόλλωνος D.C.51.1.3, τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεώς συλᾶν Isoc.4.155, cf. D.H.1.47, τοὺς νεὼς καὶ τὰ ἕδη καὶ τὰ τεμένη Lycurg.143, λοῦσαι τὰ ἕδη IG 22.679.25 (III a.C.), λίθινον IG 22.1514.35 (IV a.C.), ἕδη κεράμια καὶ ξύλινα Porph.Abst.2.18, τοῦ ἕδους ἐφαψόμενοι προσῆλθον D.C.59.28.4, ἕδος· τὸ ἄγαλμα καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵδρυται Tim.Lex.s.u.
IV suelo construido, enlosado de un templo, Dam.Fr.167, cf. ἔδαφος I 1 a).
• Etimología: Rel. ai. sádas- ‘asiento’ < *sedos, cf. ἕζομαι.

German (Pape)

[Seite 716] τό, meist poetisch, vgl. ἕδρα, 1) der Sitz; a) der Sessel, auf dem man sitzt, Il. 1, 534. 581. 9, 194. – b) das Sitzen, οὐχ ἕδος ἐστί, es ist nicht Zeit, müssig dazusitzen, Il. 11, 648. 23, 205. – c) Wohnsitz, bes. der Götter; Ὄλυμπος θεῶν ἕδος Hes. Sc. 203; Od. 6, 42 u. öfter; ἕδος Οὐλύμποιο Il. 24, 144; Pind. N. 6, 3 Ol. 2, 13. Auch ἕδος Θήβης, die Stadt selbst, Il. 4, 406; Ἰθάκης ἕδος Od. 13, 344; Μάκαρος ἕδος Il. 24, 544, wo Makar wohnte; Θεράπνας ὑψίπεδον ἕ. Pind. I. 1, 31; Αἰακιδᾶν εὔπυργον N. 4, 12; ὅσοι Ἀσίας ἕδος νέμονται Aesch. Prom. 411, vgl. Pers. 890; Eur. I. A. 1597 u. a. D. – Bes. heißen die Tempel der Götter δαιμόνων ἕδη, Soph. O. R. 886, vgl. El. 1366; so auch in Prosa, θεῶν ἕδη Plat. Phaed. 111 b; Isocr. 3, 9. 4, 155, wo es nach Thom. Mag. auch auf die Götterbilder selbst geht, wie Lycurg. 1 τῶν θεῶν νεὼς καὶ τὰ ἕδη verbunden ist; Isocr. 15, 2 Φειδίας τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕδος ἐργασάμενος, wie auch Xen. Hell. 1, 4, 12 τοῦ ἕδους τῆς Ἀθηνᾶς κατακεκαλυμμένου zu verstehen u. B. A. p. 246 ἕδος τὸ ἄγαλμα erkl. wird. Vgl. noch Dion. Hal. 1, 47. 3, 69; Plut. Pericl. 13 Sol. 12; Paus. 8, 48, 1. – 2) Grund, Grundlage; Hes. Th. 117; Anth. App. 373, 6.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. siège :
1 tout objet pour s'asseoir, siège;
2 siège d'une chose, fondement, base;
3 endroit où l'on réside ; résidence, demeure ; Ἀσίας ἕδος ESCHL la terre d'Asie ; Θήβης ἕδος IL le sol, càd la ville de Thèbes ; Ἰθάκης ἕδος OD le sol, càd l'île d'Ithaque ; temple, statue d'un dieu;
II. action de s'asseoir : οὐχ ἕδος ἐστί IL ce n'est pas le moment de s'asseoir, càd il n'y a pas de temps à perdre.
Étymologie: R. Σεδ > ἑδ-, cf. *ἕζω, ἕδρα, etc.

Russian (Dvoretsky)

ἕδος: εος τό [ἕζω]
1 седалище, стул (πάντες ἀνέσταν ἐξ ἑδέων Hom.);
2 сидение, т. е. бездействие: οὐχ ἕ. ἐοτί Hom. не время сидеть (без дела);
3 основание, устой (Γαῖα, πάντων ἕ. ἀσφαλές Hes.);
4 местопребывание, жилище (θεῶν Hom., Hes. - ср. 6);
5 земля, край (в описаниях): Θήβης ἕ. Hom. = Θήβη; Ἰθάκης ἕ. Hom. = Ἰθάκη; Ἀσίας ἕ. Aesch. = Ἀσία; ἕ. Ἀργείων Eur. = τὸ Ἄργος;
6 храм (δαιμόνων ἕδη Soph.; θεῶν ἕδη Isocr., Plat. - ср. 4);
7 статуя, изображение (τό ἕ. κατακεκαλυμμένον τῆς Ἀθηνᾶς Xen.; Φειδίας τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕ. ἐργασάμενος Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἕδος: -εος, τό, Ἐπ. δοτ. πληθ. ἑδέεσσι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1046. 78 (ἕζομαι): - τόπος ἔνθα δύναται νὰ καθίσῃ τις: 1) ἕδρα, θρόνος, κάθισμα, θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἀνέσταν ἐξ ἑδέων Ἰλ. Α. 534, 581. Ι. 194, κτλ. 2) οἰκητήριον, ἕδρασμα, μάλιστα τῶν θεῶν, ἐς Ὄλυμπον..., ἵν’ ἀθανάτων ἕδος ἐστὶ Ἰλ. Ε. 360· ἵκοντο θεῶν ἕδος, αἰπὺν Ὄλυμπον αὐτόθι 367· ὡσαύτως περιφρ., ἕδος Οὐλύμποιο ἀντὶ Ὄλυμπος Ἰλ. Ω. 144, Πινδ. Ο. 2. 24· ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐπὶ τῶν κατοικιῶν τῶν ἀνθρώπων, Θήβης ἕδος, Ἰλ. Δ. 406· Ἰθάκης ἕδος Ὀδ. Ν. 344· ἕδος Μάκαρος, ἡ κατοικία αὐτοῦ, ἔνθα διαμένει, Ἰλ. Ω. 544· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ.: - μεταγεν. ἕδη, κυρίως ἐπὶ ναῶν, Πλάτ. Φαίδων 111Β· ὡσαύτως, ἔποικον ἕδος, περιφρασ. ἀντὶ ἐποικία, Αἰσχύλ. Πρ. 411, ἔνθα ὁ ποιητὴς ὑποδηλοῖ τὰς ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ Ἑλλ. ἀποικίας. 3) ἄγαλμα, καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵδρυται, πατρῷα... ἕδη θεῶν Σοφ. Ἠλ. 1374· δαιμόνων ἕδη σέβων Ο. Τ. 886, ἔνθα ἴδε τὴν ἐκτενῆ σημείωσιν τοῦ Jebb, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 25 (ἔνθα ἴδε Βοίκχ.), 491, Διογ. Ἁλ. 1. 47, Ruhnk. Τίμ.· δυνατὸν νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν σημασίαν καὶ ἐν Ἰσοκρ. 310Β, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 5, Παυσ. 8. 46, 2, ἂν καὶ πιθανώτερον νὰ σημαίνῃ ναόν. Ἡ σημασία ναοῦ ἢ ἀγάλματος εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ δὲ τῆς σημασίας τοῦ καθίσματος συνήθως κεῖται ἡ λέξις ἕδρα. 4) θεμέλιον, βάσις, βάθρον, Ἡσ. Θ. 117, Ἀνθ. Π. παραρτ. 373. 6. ΙΙ. ἡ πρᾶξις τοῦ καθέζεσθαι, οὐχ ἕδος ἐστί, δὲν εἶναι καιρὸς νὰ καθίσῃ τις, Ἰλ. Λ. 647, Ψ. 205· πρβλ. ἕδρα ΙΙ.

English (Autenrieth)

εος (root ἑδ): (1) sitting; οὐχ ἕδος ἐστί, ‘it's no time for sitting,’ Il. 11.648.—(2) sitting-place, seat, abode; ἆθανάτων ἕδος, of Olympus, Il. 5.360; so ‘site,’ ‘situation,’ Ἰθάκης ἕδος (a periphrasis for the name of the place merely), Od. 13.344.

English (Slater)

ἕδος dwelling place, abode of gods and heroes. ἕδος Ὀλύμπου νέμων (sc. Ζεύς) (O. 2.12) Ὀρτυγίαν,ποταμίας ἕδος Ἀρτέμιδος (P. 2.7) φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος Akragas (P. 12.2) δέξαιτο δ (sc. αὐτούς) Αἰακιδᾶν ἠύπυρ- γον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12) ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.3) Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)

Greek Monotonic

ἕδος: -εος, τό (ἕζομαι
I. μέρος που μπορεί να καθίσει κάποιος.
1. έδρα, θρόνος, κάθισμα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κατοικία, διαμονή, σε Όμηρ. κ.λπ.· ναός, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
3. θεμέλιο, θέση, βάθρο, σε Ησίοδ., Ανθ.
II. η πράξη του καθίσματος, οὐχ ἕδος ἐστί, δεν είναι καιρός για να καθίσει κάποιος ακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἕζομαι

Middle Liddell

ἕδος, εος, ἕζομαι
I. a sitting-place:
1. a seat, chair, stool, bench, Il.
2. a seat, abode, dwelling place, Hom., etc.:— a temple, Plat., Xen., etc.
3. a foundation, base, Hes., Anth.
II. the act of sitting, οὐχ ἕδος ἐστί 'tis no time to sit still, Il.

Frisk Etymology German

ἕδος: {hédos}
Grammar: n.
Meaning: Sitz, Sessel, Wohnsitz, auch sitzendes Götterbild (vorwiegend poet. seit Il., sp. Prosa).
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology: Mit aind. sádas- n., wahrscheinlich auch mit awno. setr n. (vgl. zu ἔρεβος) formal und begrifflich identisch; idg. *sédos- n., Verbalsubstantiv zum Verb für sitzen, s. ἕζομαι; vgl. ἕδρα, ἑδώλια, ἔδεθλον, auch ἔδαφος. — Im Suffix etwas abweichend aw. apers. hadiš- n. Wohnsitz, Palast.
Page 1,443

Translations

dwelling

Arabic: مَنْزِل‎, سَكَن‎; Moroccan Arabic: سكنة‎; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה‎, דיור‎, מגורים‎, שכן‎; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋‎; Orok: дуку; Pashto: کور‎, خونه‎; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse