εὐπετής
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
εὐπετές, (πίπτω) prop. of dice,
A falling well: metaph., favourable, fortunate, A.Supp.1011: Gramm., τὸ εὐπετές = good cadence, v.l. for εὐεπές, D.H.Comp.22: generally, easy, without trouble, ὁδός, πρόσοδος, Pl.Sph.218d (Comp.), X.Cyr.5.2.3 (Sup.), etc.; πάντα δ' εὐπετῆ θεοῖς E.Ph.689 (lyr.); οὐδὲν εὐ. τῶν μεγάλων Pl.R.365c: c. inf., εὐπετὴς χειρωθῆναι Hdt.3.120, 145; ὀφθῆναι, εἰσακοῦσαι, Pl.Sph.254a, R.494d; also εὐπετές [ἐστι] it is easy to... πολλοὺς εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα Hdt.5.97, cf. A. Supp.995, X.Cyr.4.3.13.
2 Adv. εὐπετῶς, Ion. εὐπετέως, favourably, fortunately, εὐπετῶς ἔχειν A.Ag.552; οὐ χαλεπῶς, ἀλλ' εὐπετῶς easily, Hdt.3.69, cf. 1.189, al.; εὐπετῶς φυλάξασθαι Antipho 3.4.7; εὐπετῶς ἔχειν τι X. An.2.5.23; with numerals, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπετῶς χωρέει it easily holds 600 amphoreis, i.e. full 600, Hdt.4.81; τὸ πλάτος γίνεται τεσσέρων εὐ. δακτύλων comes to full four fingers, Id.1.193: Comp. εὐπετεστέρως Id.3.143; also εὐπετέστερον, φέρειν τὸ νόσημα Hp.Prog.6.
II of garments and arms, easy to wear, light, σάγοι, θυρεοί, Plb.2.28.7, Plu.Phil.9.
2 of wine, easily affected, Arist.Pr.907b16 (Comp.).
III of persons, contented, accommodating, E.Cyc.526; accommodating, εὐ. ἦθος D.H.Pomp.4.2. Adv. εὐπετῶς, φέρειν S.Fr. 585; readily, Id.Ichn.242 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. litt. qui tombe bien en parl. de dés ; heureux;
II. facile, aisé ; εὐπετές (ἐστι), il est facile de ; particul.
1 facile à porter, léger;
2 facile à effectuer ; prompt, rapide;
Cp. εὐπετέστερος, Sp. εὐπετέστατος.
Étymologie: εὖ, πίπτω.
German (Pape)
ές, leicht fallend (πίπτω), Vetera Lexica εὐχερής,
a überhaupt leicht, πήδημα Aesch. Pers. 96, öfter; πάντα δ' εὐπετῆ θεοῖς Eur. Phoen. 689; εὐπετεστέρα ὁδός Plat. Soph. 218, l; c. infin., εὐπετὴς ὀφθῆναι, εἰσακοῦσαι, Soph. 254a, Rep. VI.494d, χειρωθῆναι Her. 3.120; οἱ εὐπετεῖς τῶν σάγων Pol. 2.28.7; vom Gewichte, θυρεοὶ εὐπετεῖς Plut. Philop. 9; leichtsinnig, voreilig, an. seni 27.
b vom Rhythmus der Rede, τὸ εὐπετές, der schöne Fall, Dion.Hal. C.V. p. 310, wo Schäfer zu vgl.
• Adv. εὐπετῶς, leicht, ohne Mühe, bequem, ἔχειν Aesch. Ag. 538, vgl. Ch. 1043; φυλάξασθαι Antiph. 3 δ 7; Plat. Euthyd. 304c und A.; ἐλπὶς εὐπετέστερον ἰδεῖν ἃ ζητοῦμεν Plat. Rep. II.369a; Her. bei Zahlenangaben, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπετέως χωρέει τὸ χαλκήϊον, es faßt leicht 600 Eimer, 4.81, vgl. 1.193; εὐπετεστέρως, 3.143.
Russian (Dvoretsky)
εὐπετής:
1 (о жребии), счастливо выпадающий, счастливый, Aesch.;
2 легкий, легко дающийся, совершаемый без труда (πήδημα Aesch.; ὁδός Plat.): οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων Plat. ничто великое не легко; εὐ. χειρωθῆναι Her. который можно легко завоевать; εὐ. ὀφθῆναι Plat. который легко увидеть;
3 легкий для ношения, нетяжелый (σάγοι Polyb.; θυρεοί Plut.);
4 с легкостью совершаемый, т. е. быстрый, поспешный (ἀναφορά Arst.; ἀναχώρησις Plut.);
5 сговорчивый, уступчивый: ὅπου τιθῇ τις, ἐνθάδ᾽ ἐστὶν εὐ. Eur. куда (его) кто-л. поместит, там он охотно (и) будет (находиться);
6 легко переносимый, т. е. не пьянящий (οἶνος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτω)· κυρίως ἐπὶ τῶν κύβων, ὁ πίπτων καλῶς· μεταφ., εὐνοϊκός, εὐτυχής, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1011· καὶ οὕτως ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐπετῶς ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 552: - παρὰ Γραμμ. ὡσαύτως, τὸ εὐπετές, τὸ εὔρυθμον, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 310· - ἀλλὰ συνήθως, εὐχερής, εὔκολος, ἄνευ δυσκολίας, Λατ. facilis, Ἡρόδ., Τραγ., κλ.· πήδημα Αἰσχύλ. Πέρσ. 95· ὁδός, πρόσοδος Πλάτ. Σοφιστ. 218D, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 3, κτλ.· πάντα δ᾿ εὐπετῆ θεοῖς Εὐρ. Φοίν. 689· οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων Πλάτ. Πολ. 365C: - μετ᾿ ἀπαρ., εὐπετὴς χειρωθῆναι Ἡρόδ. 3. 120, 145· ὀφθῆναι, εἰσακοῦσαι Πλάτ. Σοφιστ. 254Α, Πολ. 494D· ὡσαύτως, εὐπετὲς ἐστι, εἶναι εὔκολον νά…, πολλοὺς εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα Ἡρόδ. 5. 97, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 995, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 13. 2) Ἐπίρρ. -τῶς. Ἰων. -τέως, οὐ χαλεπῶς, ἀλλ᾿ εὐπετέως Ἡρόδ. 3. 69, πρβλ. 1. 189, κ. ἀλλ.· εὐπ. φυλάξασθαι Ἀντιφῶν 124. 38· ἔχειν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 23· - μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπετῶς χωρέει, εὐκόλως χωρεῖ 600 ἀμφορεῖς, Ἡρόδ. 4. 81· τὸ πλάτος γίνεται τεσσέρων εὐπ. δακτύλων, φθάνει εἰς πλήρεις τέσσαρας δακτύλους, ὁ αὐτ. 1. 193: - Συγκρ. -εστέρως ὁ αὐτ. 3. 143· ὡσαύτως -έστερον, Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙ. ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὅπλων, εὐκόλως φερόμενος, ἐλαφρός, Πολύβ. 2. 28. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 9. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, εὐχαριστημένος, εὔκολος τὸ ἦθος, Εὐριπ. Κύκλ. 526· εὐπετὲς ἦθος Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 4. 2· οὕτως, εὐπετῶς φέρειν Σοφ. Ἀποσπ. 521. IV. εὐπετὴς ἀναχώρησις, ἐσπευσμένη, Πλούτ. 2. 797Β.
Greek Monolingual
εὐπετής, -ές (ΑΜ)
1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά
2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής
3. (για τον ρυθμό του λόγου) εύστροφος, ευφραδής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές
η ευστροφία του λόγου
5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος, ευχερής
6. (για ρούχα ή όπλα) αυτός που φέρεται εύκολα, ο ελαφρός
7. (για κρασί) αυτός που προσβάλλεται εύκολα
8. αυτός που γίνεται βιαστικά, εσπευσμένα
9. αυτός που πετά εύκολα, ελαφρά, επιδέξια
10. μτφ. εύκολος στον χαρακτήρα, που ευχαριστείται εύκολα, βολικός, καλόβολος
11. πρόθυμος
12. «εὐπετές ἐστι» — είναι εύκολο.
επίρρ...
εὐπετῶς και -έως (Α)
1. άκοπα, εύκολα
2. ευνοϊκά, με τρόπο ευτυχή
3. άνετα, ευρύχωρα
4. με προθυμία, με ανεκτικότητα
5. πλήρως, αρτίως, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη ρηματική έκφραση ευ πίπτω «αποβαίνω ευνοϊκά». Στο σύνθετο υπόκειται η ρίζα πετ- του αοριστικού θ. του ρ. (αορ. β' έ-πετ-ον)].
εὐπέτης, ό (ΑΜ)
αυτός που πετάει καλά.
Greek Monotonic
εὐπετής: -ές (πίπτω),
I. 1. λέγεται για ζάρια, αυτός που πέφτει καλά· μεταφ., τυχερός, ευνοϊκός, πλεονεκτικός, σε Αισχύλ.· ομοίως και, επίρρ., εὐπετῶς ἔχειν, στον ίδ.
2. εύκολος, χωρίς δυσκολία, Λατ. facilis, σε Ηρόδ., Αττ.· επίρρ. ευπετῶς, Ιων. -έως, εύκολα, σε Ηρόδ., Αττ.· με αριθμητικά, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπ. χωρέει, χωράει εύκολα εξακόσιους αμφορείς, σε Ηρόδ.· συγκρ. -εστέρως, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, καλόβολος, βολικός, εξυπηρετικός, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
See also: s. πίπτειν
Middle Liddell
εὐ-πετής, ές πίπτω
I. of the dice, falling well; metaph. favourable, Aesch.; so in adv., εὐπετῶς ἔχειν Aesch.
2. easy, without trouble, Lat. facilis, Hdt., Attic:—adv. εὐπετῶς, ionic -έως, easily, Hdt., Attic; with numerals, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπ. χωρέει it easily holds 600 amphorae, i. e. full 600, Hdt.:—comp. -εστέρως Hdt.
II. of persons, easy-tempered, accommodating, Eur.
Frisk Etymology German
εὐπετής: {eupetḗs}
Meaning: ‘was gut (aus)fällt, günstig, bequem, leicht’ mit εὐπέτεια (ion. att.).
Etymology: Von εὖ πίπτειν (eig. vom Würfel) nach den komponierten σ-Stämmen (Schwyzer 513), zunächst zum Aorist ἔπετον = ἔπεσον. — Gegensatz δυσπετής (ion., S.) mit δυσπέτημα (LXX).
Page 1,590
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πού πέφτει εὔκολα, εὔκολος). Ἀπό τό εὖ + πεσεῖν τοῦ πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
easy
Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل; Egyptian Arabic: سهل; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: makkelijk, gemakkelijk; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: facile, simple, fastoche, aisé; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: leicht, einfach; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: εύκολος; Ancient Greek: εὐμαρής, εὐπετής, εὔκολος, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל, פָּשׁוּט; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: facile; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: facilis; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای; Persian: آسان, راحت; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: fácil; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: лёгкий, простой; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: fácil; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان, سرل; Uyghur: ئاسان, ئوڭاي; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג; Zazaki: rehat