πιστόω

From LSJ
Revision as of 08:20, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[ " to " [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστόω Medium diacritics: πιστόω Low diacritics: πιστόω Capitals: ΠΙΣΤΟΩ
Transliteration A: pistóō Transliteration B: pistoō Transliteration C: pistoo Beta Code: pisto/w

English (LSJ)

A make trustworthy, πιστοῦν τινα ὅρκοις bind him by oaths, Th.4.88.
II Pass., to be made trustworthy, give a pledge or warrant, πιστωθείς h.Merc.536; ἐπεὶ δ' ἐπιστώθησαν E.IA66; μοι… ὅρκῳ πιστωθῆναι ἀπήμονά μ' οἴκαδ' ἀπάξειν bind yourselves to me by oath... Od.15.436.
2 feel trust or confidence, to be persuaded, ὄφρα… πιστωθῆτον ἐνὶ θυμῷ 21.218; πιστωθεὶς ὅτιfeeling confidence that... S.OC1039.
III Med., give mutual pledges of fidelity, exchange troth, χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο Il.6.233; ἐπιστώσαντ' ἐπέεσσιν 21.286; π. περὶ τῶν ὅλων πρὸς ἀλλήλους Plb.18.39.6.
2 πιστοῦσθαί τινα ὑφ' ὅρκου secure his good faith by oaths, S.OC650, cf. Plb.8.15.2.
3 confirm, prove, τῷ παρόντι τοὐπιόν E.Fr.1073.6, cf. Phlp.in GA 206.25; guarantee, τι Plb.1.43.5, Luc.Philops.5, Nonn. D. 13.407; τι διότι… Phld.Rh.1.122S.; ἀπὸ τούτων ἕκαστα Polystr.Herc.346p.84V.; [τι] ταῖς Αἰσχύλου ἐλεγείαις Plu.2.628e; μάρτυρι τῷ Νέρωνι, ὅτι… Id.Galb.5; ἔργοις τὰς ὑποσχέσεις Luc.Hipp. 1; πείρῃ τὸ πρῆγμα Aret.CA 1.7; φιλοσοφίαν σώφρονι βίῳ Hdn.1.2.4; ἐκ τῆς ἀποβάσεως τὴν φήμην Id.1.14.6, cf. Lib.Or.11.77; τίς ἂν τάδε πιστώσαιτο,… ὅτι…; Opp.C.3.355: abs., Arist.Fr.133, LXX 3 Ki.1.36.

German (Pape)

[Seite 621] Jemanden treu, zuverlässig machen, ihn Bürgschaft, Sicherheit leisten lassen, τινά, wie πιστοῦν τινα ὅρκοις, Einen durch Schwüre Bürgschaft leisten lassen, Thuc. 4, 88; – med. sich gegenseitig Bürgschaft leisten, χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο, Il. 6, 233, wie χειρὶ δὲ χεῖρα λαβόντες ἐπιστώσαντ' ἐπέεσσιν, 21, 286; οὔτοι σ' ὑφ' ὅρκου γ' ὡς κακὸν πιστώσομαι, Soph. O. C. 656, sich Bürgschaft leisten lassen; πιστωσάμενοι πρὸς ἀλλήλους περὶ τῶν ὅλων, Pol. 18, 22, 6; u. c. accus., für Etwas, 1, 43, 5; auch τοῦτον πιστωσάμενος, nachdem er sich ihn zum treuen Freunde gemacht hatte, 8, 17, 2. Aber bei Opp. Cyn. 3, 355, πιστώσασθαί τι, = Etwas glauben; vgl. Luc. Philops. 5, u. a. Sp. – Pass. sowohl für sich Bürgschaft, Sicherheit leisten, sich verbürgen, πιστωθείς H. h. Merc. 536, πιστωθῆναι ὅρκῳ τινί, Einem durch einen Eid Bürgschaft leisten, Od. 15, 436, – als auch zutraulich gemacht werden, Zutrauen fassen, vertrauen. πιστωθῆτόν τ' ἐνὶ θυμῷ, 21, 218; πιστωθείς, ὅτι οὐχὶ παύσομαι, vertrauend, wie πίσυνος, Soph. O. C. 1043; ἐπεὶ ἐπιστώθησαν, Eur. I. A. 66.

French (Bailly abrégé)

πιστῶ :
1 lier par une promesse, un serment, une garantie, acc. ; Pass. être lié par un engagement : τινί envers qqn;
2 donner l'assurance ; Pass. être rendu confiant, être assuré, avoir confiance;
Moy. πιστόομαι, πιστοῦμαι;
I. intr. engager sa foi, se porter garant;
II. tr.
1 s'assurer la fidélité de, acc.;
2 se rendre croyable à soi-même ; être convaincu de, acc.;
3 rendre croyable, acc. ; avec une prop. inf., faire croire que, etc.
Étymologie: πιστός¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστόω [πιστός] met acc. betrouwbaar maken, vastleggen, verplichten:; πιστώσαντες αὐτὸν τοῖς ὅρκοις nadat zij hem door de eden hadden vastgelegd Thuc. 4.88.1; ook med..; οὔτοι σ’ ὑφ’ ὅρκου... πιστώσομαι ik zal jouw trouw niet binden met een eed Soph. OC 650; pass. zich verplichten, zich vastleggen:. εἴ μοι ἐθέλοιτε... ὅρκῳ πιστωθῆναι μ’ οἴκαδ’ ἀπάξειν als jullie bereid zijn je onder ede te verplichten mij veilig naar huis te brengen Od. 15.436; ἐπεὶ δ’ ἐπιστώθησαν toen zij door een eed gebonden waren Eur. IA 66. geloofwaardig maken, aantonen: med.. ἐπιστώσατο μάρτυρι τῷ Νέρωνι hij maakte (dit) geloofwaardig door Nero als getuige Plut. Galb. 5.3. med. (recipr.) elkaar trouw beloven:. χεῖράς τ’ ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο de twee namen elkaars handen en beloofden elkaar trouw Il. 6.233.

Russian (Dvoretsky)

πιστόω:
1 обязывать к верности: π. τινα ὅρκοις Thuc. и πιστοῦσθαί τινα ὑφ᾽ ὅρκου Soph. связывать кого-л. клятвой; ὅρκῳ πιστωθῆναί τινι Hom. дать кому-л. клятву; πιστωθεὶς κατένευσα HH дав слово, я кивнул головой;
2 внушать уверенность, уверить: πιστωθῆναι ἐνὶ θυμῷ Hom. лично удостовериться; πιστώσασθαί τι Eur. быть уверенным в чем-л.;
3 med. удостоверять, подтверждать, доказывать (ἔργοις τὰς ὑποσχέσεις Luc.).

English (Autenrieth)

mid. aor. (ἐ)πιστώσαντο, pass. aor. subj. du. πιστωθῆτον, inf. -ῆναι: mid., bind oneself or each other mutually by oath, pledges, Il. 6.283; pass., be pledged, trust, Od. 21.218.

English (Strong)

from πιστός; to assure: assure of.

English (Thayer)

πιστῷ: 1st aorist passive ἐπιστωθην; (πιστός);
1. to make faithful, render trustworthy: τό ῤῆμα, τινα ὅρκοις, Thucydides 4,88; universally, to make firm, establish, Sept. in various senses for נֶאֱמָן) and middle to be firmly persuaded of; to be assured of: τί (Opp. cyn. 3,355. 417; Lucian, philops. 5), Hesychius ἐπιστώθη. ἐπείσθη, ἐπληροφορήθη. (In various other senses in secular authors from Homer down.)

Greek Monotonic

πιστόω: μέλ. -ώσω (πιστός
I. κάνω κάτι αξιόπιστο, πιστοῦν τινα ὄρκοις, δένω κάποιον με όρκους, σε Θουκ.
II. 1. Παθ., γίνομαι αξιόπιστος, δίνω εχέγγυο ή εγγύηση, ὅρκῳ πιστωθῆναί τινι, συνδέω κάποιον με κάποιον άλλο μέσω όρκου, σε Ομήρ. Οδ.
2. νιώθω εμπιστοσύνη ή σιγουριά, δηλ. εμπιστεύομαι, πείθομαι, πιστωθῆναι ἐνὶ θυμῷ, στο ίδ.· πιστωθεὶς ὅτι..., αίσθηση πίστης σε κάποιον ότι..., σε Σοφ.
III. 1. Μέσ., δίνω αμοιβαία ενέχυρα πίστης, ανταλλάσσω πίστη, χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο, σε Ομήρ. Ιλ.· πιστοῦσθαί τινα ὑφ' ὅρκου, εξασφαλίζω την καλή πίστη κάποιου με όρκους, σε Σοφ.
2. επιβεβαιώνω, εξασφαλίζω, αποδεικνύω, κάνω έγκυρο, εγγυώμαι, τι, σε Πολύβ., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πιστόω: μέλλ. -ώσω, (πιστὸς) καθιστῶ ἀξιόπιστον, πιστοῦν τινα ὅρκοις, δένω τινὰ δι’ ὅρκων, Θουκ. 4. 88. ΙΙ. Παθ., γίνομαι ἀξιόπιστος, παρέχω πίστιν ἢ ἐγγύησιν, βεβαίωσιν, πιστωθεὶς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 536· ἐπεὶ δ’ ἐπιστώθησαν Εὐρ. Ι. Α. 66· ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι, δένω ἐμαυτὸν πρός τινα δι’ ὅρκου, Ὀδ. Ο. 436. 2) πιστεύω, πείθομαι, πιστωθῆτόν τ’ ἐνὶ θυμῷ, «πίστιν λάβοιτε, πιστεύσοιτε» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 218· πιστωθεὶς ὅτι..., ἔχων τὴν πεποίθησιν ὅτι, βεβαιωθείς..., Σοφ. Ο. Κ. 1039. ΙΙΙ. Μέσ., χεῖράς τ’ ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο, «πίστεις ἐποιήσαντο ἀλλήλοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 233· πληρέστερον, πιστώσασθαι ἐπέεσσιν Φ. 286· π. πρὸς ἀλλήλους περί τινος Πολύβ. 18. 22, 6. 2) πιστοῦμαί τινα ὑφ’ ὅρκου, ἐξασφαλίζω τὴν πιστότητα αὐτοῦ δι’ ὅρκων, Σοφ. Ο. Κ. 650, πρβλ. Πολύβ. 8. 17. 2. 3) πιστώσασθαί τι, πιστεύω ἢ ἔχω πεποίθησιν εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἀπόσπ. 1058, Ὀππ. Κυν. 3. 355. 4) βεβαιῶ, ἐπιβεβαιῶ, τι Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. Πολύβ. 1. 43, 5, Λουκ. Φιλοψ. 5· ἔργοις τὰς ὑποσχέσεις Λουκ. Ἱππ. ἢ βαλανεῖον 1· φιλοσοφίαν βίῳ σώφρονι Ἡρῳδιαν. 1. 2, κτλ.· τὴν φήμην ὁ αὐτ. 1. 14· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 628Ε· οὕτως, π. μάρτυρι τῷ Νέρωνι ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 103.

Middle Liddell

πιστόω, πιστός
I. to make trustworthy, πιστοῦν τινα ὅρκοις to bind him by oaths, Thuc.
II. Pass. to be made trustworthy, give a pledge or warrant, ὅρκῳ πιστωθῆναί τινι to bind oneself to another by oath, Od.
2. to feel trust or confidence, i. e. to trust, to be persuaded, πιστωθῆναι ἐνὶ θυμῷ Od.; πιστωθεὶς ὅτι…, feeling confidence that…, Soph.
III. Mid. to give mutual pledges of fidelity, exchange troth, χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο Il.:— πιστοῦσθαί τινα ὑφ' ὅρκου to secure his good faith by oaths, Soph.
2. to confirm, prove, make good, guarantee, τι Polyb., Luc.

Chinese

原文音譯:pistÒw 披士拖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:相信 相當於: (אָמַן‎) (אָמֵן‎)
字義溯源:確信,所確信的,表示信靠,感覺信賴;源自(πιστός)=可信賴的),而 (πιστός)出自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 所確信的(1) 提後3:14

Lexicon Thucydideum

fide data obstringere, to bind by pledge given, 4.88.1.