ἐπικίνδυνος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἐπικίνδυνον,
A in danger, insecure, Hdt.6.86.ά; ἐ. ἦν μὴ λαμφθείη Id.7.239; πρόσοδοι D.36.11; ἐν ἐπικινδύνῳ, opp. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ, Th.1.137.
2. dangerous, διδάσκαλοι Gorg.Pal.4 (Comp.); στρατεῖαι Pl.R.467d; ἀρρωστίαι Phld.Ir.p.29 W.; δεινὴ καὶ ἐπικίνδυνος ἔρις Pl.Lg. 736c, cf. X.Mem.4.6.10; ἐπικινδοτέρα πρᾶξις Id.An.1.3.19; τινί to one, Hp.Aph.4.16, Th.3.54; ἐπικίνδυνόν [ἐστι] = there is danger, Arist.HA 588a10.
3. Adv. ἐπικινδύνως = with danger, τίκτειν Hp.Aph.5.55; at one's risk, Th.3.37; in a precarious state or in a critical state, κεῖσθαι S.Ph.502; ἔχειν E.Fr.682.
German (Pape)
[Seite 949] mit Gefahr verbunden, gefährlich, καὶ δεινὴ ἔρις Plat. Legg. V, 736 c; στρατεῖαι Rep. V, 467 d, in Gefahr schwebend; ἡ Ἰωνίη, entgegengesetzt dem ἀσφαλῶς ἱδρυμένη, Her. 6, 86, 1, wie auch bei Dem. 10, 72 ἀσφαλές entgegengesetzt ist; βίος Lys. 5, 2, wie τὸν βίον καθιστάναι 7, 32; – ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη, es war Gefahr, war zu fürchten, daß, Her. 7, 239; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ μὲν ἐμοί, ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο Thuc. 1, 137. – Adv. ἐπικινδύνως, Thuc. 3, 37 u. A.; Soph. vrbdt ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, Alles ist voller Gefahren, Phil. 500.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'est pas en sûreté, précaire : ἐν ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον ἦν μή HDT il était à craindre que;
2 dangereux, périlleux;
Cp. ἐπικινδυνότερος.
Étymologie: ἐπί, κίνδυνος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπικίνδυνος, -ον) κίνδυνος
1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα»)
2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.)
3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη εγχείρηση, ασθένεια» κ.λπ.)
4. αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η θέση του είναι επισφαλής («αυτή η επιχείρηση μού φαίνεται επικίνδυνη»)
5. φρ. «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα.
επίρρ...
επικινδύνως, -α
με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί αμέσως τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
Greek Monotonic
ἐπικίνδῡνος: -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, επικίνδυνος, επισφαλής, αβέβαιος, ακροσφαλής, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπο, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο μήπως καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. -νως, σε αβέβαιη ή κρίσιμη κατάσταση, σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου ευθύνη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικίνδῡνος:
1 находящийся в опасности, под угрозой (ἡ Ἰωνίη Her.; βίος Lys.; μόρια τοῦ σώματος Arst.);
2 внушающий опасение: ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη Her. существовало опасение, как бы его не поймали;
3 сопряженный с опасностью, опасный (στρατεία Plat.; ἔρις Xen., Plat.).
Middle Liddell
ἐπι-κίνδῡνος, ον
in danger, dangerous, insecure, precarious, Hdt., Thuc., etc.; of a person, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη was in danger of being taken, Hdt.:— adv. -νως, in a precarious or critical state, Soph.: at one's risk, Thuc.
English (Woodhouse)
critical, dangerous, hazardous, insecure, precarious, causing danger, in danger
Lexicon Thucydideum
periculosus, dangerous, 2.63.2, 3.54.4,
COMP. 4.92.5, [vulgo commonly ἐπικινδυνωτ.] periculum, danger, 1.137.4.
Translations
dangerous
Afrikaans: gevaarlik; Albanian: i rrezikshëm; Amharic: አደገኛ; Arabic: خَطِر; Egyptian Arabic: خطير; Armenian: վտանգավոր; Asturian: peligrosu; Azerbaijani: təhlükəli; Basque: arriskutsu; Belarusian: небяспечны; Breton: dañjerus; Bulgarian: опасен, рискован; Catalan: perillós; Cherokee: ᎦᏂᏰᎬ, ᎦᎾᏰᎩ; Chinese Cantonese: 危險, 危险; Mandarin: 危險, 危险; Min Nan: 危險, 危险; Czech: nebezpečný; Danish: farlig; Dutch: gevaarlijk, gevaarlijke; Elfdalian: farlin; Esperanto: danĝera; Estonian: ohtlik; Faroese: vandamikil, hættisligur; Finnish: vaarallinen; French: dangereux, périlleux, périculeux; Friulian: periculôs; Galician: perigoso; Georgian: საშიში, სახიფათო; German: gefährlich; Greek: επικίνδυνος; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀπερίοπτος, δεινός, δυσεπίβολος, δύσχιμος, ἐπίκαιρος, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, θανάσιμος, κινδυνώδης, παράβολος, παρακινδυνευτικός, σφαλερός, ὑπολέθριος, χαλεπός; Greenlandic: navianartoq, ulorianartoq; Haitian Creole: danjere; Hawaiian: makaʻuloa, weliweli ʻia; Hebrew: מסוכן \ מְסֻכָּן; Hindi: ख़तरनाक, जोखिमी; Hungarian: veszélyes; Icelandic: hættulegur; Ido: danjeroza; Indonesian: berbahaya, bahaya; Interlingua: periculose; Irish: dáinséarach, contúirteach; Italian: pericoloso; Japanese: 危険, 危ない; Javanese: mbebayani; Khmer: មានគ្រោះថ្នាក់; Korean: 위험하다; Ladino: perikolozo, peligrozo, sekanali, sekanozo, danjerozo, rizikozo; Lao: ມີອັນຕະລາຍ; Latin: periculosus; Latvian: bīstams; Lithuanian: pavojingas; Luxembourgish: geféierlech; Macedonian: опасен; Malay: berbahaya; Maltese: perikolużi; Maori: mōrearea; Marathi: घातक; Mirandese: peligroso; Mongolian: аюултай; Norman: dangéreux; Northern Sami: váralaš; Norwegian Bokmål: farlig, farefull; Nynorsk: farefull; Occitan: dangeirós; Old English: frēcne; Persian: خطرناک; Plautdietsch: roakboa; Polish: niebezpieczny, groźny; Portuguese: perigoso; Romanian: periculos; Romansch: privlus, prigulus, prievlus, privlous; Russian: опасный, рискованный; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏па̄сан; Roman: ȍpāsan; Sicilian: dannìuru, piriculusu, priculusu; Slovak: nebezpečný; Slovene: nevárən; Spanish: peligroso; Sumerian: 𒆗; Swedish: farlig, farligt; Tagalog: mapanganib, delikado; Telugu: ప్రమాదకరమైన; Thai: วิกฤต, อันตราย; Turkish: tehlikeli; Turkmen: howply; Ukrainian: небезпечний; Urdu: جوکھمی, خطرناک; Uyghur: خەتەرلىك; Vietnamese: nguy hiểm; Walloon: dandjreus, riskeus; Welsh: peryglus; Yiddish: געפֿערלעך, סכּנהדיק; Yoruba: léwu
precarious
Bulgarian: несигурен, ненадежден; Catalan: precari; Chinese Cantonese: 不穩嘅, 危險嘅, 朝不保夕嘅; Czech: nejistý, prekérní, ošidný; Dutch: vervaarlijk, onzeker; Finnish: vaarallinen; French: précaire; German: prekär, unsicher, gefährdet; Greek: ακροσφαλής, επισφαλής; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀνωμαλής, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, περιστατικός, σφαλερός, σχετικός; Korean: 다루기 어려운; Latin: precarius; Norwegian Bokmål: prekær; Nynorsk: prekær; Plautdietsch: roakboa; Portuguese: precário; Russian: опасный, рискованный, ненадёжный, шаткий; Spanish: precario; Swedish: prekär