ἄξιος
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
ία, ιον (ος, ον Nonn.D.8.314), for Αγ-τιος,
A counterbalancing, cf. ἄγω v1: hence prop. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen., βοὸς ἄ. Il.23.885; νῦν δ' οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not—all together—worth one Hector, 8.234, cf. Hdt. 1.32, 7.21; πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκεν Il.15.719; so πολλοῦ ἄ. worth much, X.An.4.1.28, Pl.Smp.185b, etc.; πλείονος ἄ. Id.Phdr. 235b, etc.; πλείστου ἄ. Th.2.65, Pl.Grg.464d, etc.; παντός, τοῦ παντὸς ἄ., E.Fr.275, Pl.Sph.216c; παντὸς ἄ., c. inf., Ar.Av.797; λόγου ἄ., = ἀξιόλογος, Hdt.1.133, Th.1.73, etc.; σπουδῆς, μνήμης ἄ., Plu.2.35a,172e:—opp. to these are οὐδενὸς ἄ. Thgn.456; ἢ παντὸς ἢ τὸ παράπαν οὐδενός Pl.Phlb.64d; ὀλίγου Id.Grg.497b, etc.; σμικροῦ Id.R.504d, etc.; βραχέος Id.Lg.692c; μείονος, ἐλάττονος ἄ., X. Vect.4.50, Cyr.2.2.14; πολλαπλασίου τιμήματος ἄ. κτήσεις Arist.Pol.1306b12; also εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄ. worth up to a sum of... D.27.10. 2 c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i.e. will bring thee a return, Od.1.318; πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562; βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο X.An.2.1.14. 3 abs., worthy, goodly, ἄξια δῶρα Il.9.261; ἄ. ὦνος a goodly price, Od.15.429; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι it would bring thee a good price, 20.383; φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2. b in Att. in an exactly opposite sense, 'good value for the money', i.e. cheap, Ar.Eq.672,895: Comp., ib.645; ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Lys.22.18; ὡς ἄ. γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr.Char.3.3, cf. X.Vect.4.6. 4 deserved, meet, due, δίκη S.El.298, X.Oec.12.19; χάρις Id.HG1.6.11; ἄξια δράσας ἄξια πάσχων fit suffering for fit deeds, A.Ag.1527, cf. E.Ion735. 5 of persons, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι those of one's own rank, his peers, Hdt.1.107. 6 sufficient for, c. gen., ἄ. τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27. 7 αἰδοῦς ἀξίαν . . τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους more like modesty than rashness, Arist.Cael.291b25. II after Hom., in moral relation, worthy, estimable, of persons and things, Hdt.7.224, etc.; οὐδὲν ἀξία nothing worth, A.Ch. 445; ἀξίαν κἀπ' ἀξίων Id.Eu.435; ἀξίων γεννητόρων ἤθη φυλάσσεις E. Ion735. 2 worthy of, deserving, mostly c. gen. rei, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, Id.Med.1124, Or.1326, Heracl.507; ἐγκωμίων τί ἀξιώτερον ἤ . .; X.Ages.10.3: c. gen. pers., ποιεῖν ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων Th.2.71; ἄξιον τοῦ πατρός Isoc.9.80; ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Plu.Cim.5. b c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, E.Hec.309; πολλῶν ἀγαθῶν ἄ. ὑμῖν Ar.Ach.633; ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th. 4.81; θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1, cf. 1.2.62; εἰμὶ δ' οὐ τούτων ὑμῖν ἄ. D.21.217; χάριτος ἄ. τῇ πόλει Antipho 6.10; later τιμῆς ἄ. παρὰ πάντων Luc.Tox.3. 3 c. inf., Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄ. worthy to be killed instead of him, Il.14.472, cf. Th.1.76; τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.Ag.531; ἄ. θρήνων τυχεῖν S.Aj.924; ἄξιοι δουλεύειν only fit to be slaves, Arist.Pol.1254b36; also ἄ. σέβειν E.Heracl.315 (Elmsl.). b ἄξιός εἰμι, like δίκαιός εἰμι, I deserve to... ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec.324; ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι X.Cyr.5.4.19: abs., the inf. being supplied, authorized to act, And.1.132; ἄ. γάρ, emphatically, Pl.Tht.143e. c later ἄ. ἵνα Ev.Jo.1.27. 4 ἄξιόν [ἐστι] 'tis meet, fit, due, ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446; ἄ. μνήμην ἔχειν Hdt.1.14: later c. fut. inf., ἄ. διαπορήσειν Did.in D.9.15. b c. dat. pers. et inf., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν νο̄ρα 'tis meet for the city, is worth her while .., Ar.Ach.205; τί σοι ζῆν ἄξιον; Id.Nu.1074, cf. Av.548; ἄξιόν γε πᾶσιν ἐπολολύξαι Id.Eq.616; freq. in X. as ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ. that it was not meet for him... An.2.3.25. c the inf. is sts. omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.Ach.8; and sts. the dat., ἄξιόν ἐστι operae pretium est, it is worth while, ἐνθυμηθῆναι D.1.21; γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc.628. III Adv. ἀξίως, c. gen., ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Hdt.6.112; οὔτε ἑωυτοῦ ἀ. Id.3.125; οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος ibid.; τῆς ἀσικίας Th.3.39; ἀ. τοῦ θεοῦ, τῆς θεᾶς, OGI331.9 (Pergam.), Inscr.Magn.33.30, cf. 1 Ep.Thess.2.12: abs., S.OT133, etc.; κολάσετε ἀξίως as they deserve, Th.3.40.
German (Pape)
[Seite 270] α, ον (ἄγω, eigtl. aufwiegend, an Gewicht gleich), 1) gleichgeltend, eben so viel werth, z. B. βοὸς ἄξιος, eben so viel werth als ein Rind, ein Rind werth, Il. 23, 885; οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, wir alle sind nicht einmal so viel werth, wie der eine Hektor, 8, 234; vgl. 15, 719 u. Her. 7, 21. 104; οὐδὲ ἰδιωτέων ἀνδρῶν ἀξίους ἡμέας ἐποίησας, du achtest uns nicht einmal Privatleuten gleich, 1, 32; σοὶ δ' ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς, es wird eines Gegengeschenks werth sein, eine Gabe von gleichem Werthe dir eintragen, Od. 1, 318. Aehnl. στολὴ πολλοῦ χρυσοῦ ἀξία Xen. Hell. 4, 1, 13; πολλῶν χρημάτων Plat. Theaet. 167 c; ἀρχὴ πεντήκοντα ταλάντων ἀξία Xen. An. 7, 7, 25. Dah. die Verbdgn πολλοῦ, πλέονος, πλείστου, ὀλιγου, οὐδενός, παντός, auch τοῦ παντὸς ἄξιος, von Menschen u. Sachen sehr häufig: viel u. s. w., wenig, alles, d. i. sehr werth. Auch ein dat. tritt dazu, πολέος οἱ ἄξιος ἔσται, wird für ihn von hohem Werthe sein, Il. 23, 562; ἡμῖν Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς, uns ist Achilleus ehrenwerth, Eur. Hec. 309; πολλοῦ ἄξιοί ἐσμεν τῷ βασιλεῖ Xen. An. 2, 1, 16; ὁπόσου τοῖς φίλοις ἄξιος εἴη Mem. 2. 5, 1; πολλοῦ ἄξ. τῇ στρατιᾷ εἰς τὰ τοιαῦτα ἐγένετο An. 4, 1, 28, er hatte sich in solchen Fällen sehr verdient gemacht; τί σοι ζῆν ἄξιον, was liegt dir am Leben, Ar. Nub. 1057; ἄξιον τῇ πόλει συλλαβεῖν τὸν ἄνδρα Ach. 205, es verlohnt sich der Stadt, es liegt der Stadt daran. – 2) übh. werth, eine Sache verdienend, nicht bloß Gutes, ἐπαίνου, τιμῆς, auch Schlimmes, κακοῦ, ζημίας, θανάτου u. dgl. Bes. λόγου ἄξιος, der Rede, Erwähnung werth. Auch τιμῆς μᾶλλον ἢ θανάτου τῇ πόλει, er verdient Ehre vielmehr als den Tod von Seiten der Stadt; ἄξια τοῦ δείπνου ἐργάσασθαι, sich das Mahl verdienen, Xen. Symp. 6. 10. Dah. auch allein, wie unser würdig, verdient, τιμή Xen. An. 1, 9, 29; δίκην ἀξίαν ἐπιθεῖναι Oec. 12. 19; ἀξίαν χάριν ἀποδοῦναι Hell. 1, 6, 7; ἄξιος ὦνος, ein der Sache angemessener Preis, Od. 15. 429; vgl. ἄξια δῶρα, ἄποινα Il. 9, 261. 11, 131; οἱ ἄξιοι, die Würdigen, d. i. angesehenen Männer, Her. 7, 224; τὰ ἄξια, verdiente Belohnungen, Xen. Cyr. 5, 3. 1; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι Od. 20, 383, würde dir einen angemessenen Preis einbringen. – 3) οὐκ ἄξιόν ἐστι, a) es ist nicht der Mühe werth, κινδυνεῦσαι Plat. Phaed. 119 d; ἣν ἄξιον θεάσασθαι Rep. I, 378 a; vgl. Xen. An. 6, 3, 13. – b) es schickt sich, es ist recht, mit dem dat., βασιλεῖ ἀφιέναι αὐτούς Xen. An. 2, 3, 25; vgl. Mem. 2, 1, 34 Hell. 6, 4, 22. – 4) daran schließt sich die Construction mit dem inf., wobei gew. eine Attraction eintritt. Man vgl. Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄξιος, werth, an des Proth. Start getödtet zu sein, Il. 14, 472; vgl. 13, 446; ἄξιός εἰμι, ich verdiene, οὐδεὶς ἄξ. συμβληθῆναί ἐστι, verdient verglichen zu werden, Her. 2, 10. 3, 125; ἄξ. ἐπαινεῖσθαι Thuc. 1, 76; ἄξ. συμβαλέειν, werth, daß man ihn vergleiche, Her. 4, 42; ἄξ. ζημιῶσαι, werth, daß man ihn bestrafe, 9, 77; ἄξ. θαυμάσαι Thuc. 1, 138; ἄξ. σέβειν Eur. Alc. 1060 u. sonst; ἄξιος θρήνων τυχεῖν Soph. Ant. 932; ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar. Eccl. 324; τί εἴη ἄξιος παθεῖν Xen. Hell. 2, 1, 22; ἄξιοί ἐσμεν ἀπολαῦσαί τι Cyr. 5, 4, 19; ἄξιοι βιοτεύειν ὥσπερ Τάνταλος Oec. 21, 12. Aehnl. τί δ' ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς; womit hab' ich dies Exil verdient? warum soll ich fliehen? Eur. Mad. 1124. – 5) würdig, angemessen, τῶν προγόνων Plat. ep. XII, 359 d; τῶν προγεγονότων ἔργων Pol. 1, 75; vgl. ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι, auf Thaten sinnen, die Marathons würdig sind, Plut. Cim. 6; ἄξιόν ἐστιν c. inf., es lohnt sich, ist billig, geziemt sich, oft Att.; worauf auch acc. c. inf. folgt, ἤδη καὶ οἰκίας σε τυχεῖν ἄξιον Xen. Cyr. 7, 5, 56. – 6) preiswürdig, bei den Kaufleuten, wohlfeil, nach den Atticisten attisch für εὕωνος, Ar. Equ. 643. 670 Vesp. 491; Lys. 22, 11. – Adv., ἀξίως ἔχειν Isocr. 4, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἄξιος: ία, ον, (ἐκ τοῦ ἄγω VI, καὶ ἑπομ. κυρίως) ὁ ἔχων τόσον ἢ ἴσον βάρος, τόσην ἢ ἴσην ἀξίαν, τόσην ἢ ἴσην τιμήν, μετὰ γεν., βοὸς ἄξιος Ἰλ. Ψ. 885, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 32., 7. 21· νῦν δ’ οὐδ’ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, τώρα δὲ δὲν ἀξίζομεν ὅλοι μας οὐδὲ τόσον ὅσον ἀξίζει ἕνας Ἕκτωρ, Ἰλ. Θ. 234· πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκε, ὡς τὸ Λατ. instar omnium, Ο. 719: - οὕτω, πολλοῦ ἄξιος, ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28, Πλάτ. Συμπ. 185B, κτλ.· πλείονος ἄξ. ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 235B, κτλ.· πλείστου ἄξιον, quantivis pretii, Θουκ. 2. 65, Πλάτ. Γοργ. 464D, κτλ.· οὕτω καὶ παντός, καὶ τοῦ παντός ἄξιον Εὐρ. Ἀποσπ. 277, Πλάτ. Σοφ. 216C· παντὸς ἄξιον, μετ’ ἀπαρεμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 797· λόγου ἄξιος = ἀξιόλογος, Ἡρόδ. 1. 133, Θουκ. 1. 73, κτλ.· ἐναντία πρὸς ταῦτα εἶναι τά: οὐδενὸς ἄξιος Θέογν. 456· ἢ παντὸς... ἢ τὸ παράπαν οὐδενὸς Πλάτ. Φίληβ. 64D· ὀλίγου ὁ αὐτ. Γοργ. 497B, κτλ.· σμικροῦ ὁ αὐτ. Πολ. 504D, κτλ.· βραχέος ὁ αὐτ. Νόμ. 692C· μείονος, ἐλάττονος, ἐλαχίστου ἄξιος Ξεν. Πόρ. 4. 50· πολλαπλασίου τιμήματος ἄξιαι κτήσεις Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 17· ὡσαύτως, εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια, πράγματα ἀξίας μέχρις ὀγδ. μνῶν, Δημ. 816. 20. 2) μετὰ δοτ. προσ., σοὶ δ’ ἄξιον ἔσται [τὸ δῶρον] ἀμοιβῆς, θὰ λάβῃς ἀντάξιον δῶρον, «ἀξίως ἀμείψεται, ἢ τοὐναντίον παρ’ ἐμοῦ καλὸν δῶρον λάβοις ἄξιον ἀμοιβῆς γενέσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 318· πολέος δὲ οἱ ἄξιος ἔσται Ἰλ. Ψ. 562· πολλοῦ ἢ πλείστου ἄξιον εἶναί τινι Ξεν., κτλ. 3) ἀπολ., ἄξιος, ἀξιόλογος. ἔξοχος, καλός, ἄξια δῶρα, κτλ.· ὁ δ’ ἄξιον ὦνον ἔδωκεν, καλὴν τιμὴν ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Ο. 429· ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, «ἀξίαν εὕροι τιμὴν» (Σχόλ.) Υ. 383· φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε Ξεν. Κύρ. 3. 3, 2. - Παρ’ Ὁμήρῳ λοιπὸν καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἰδίως ἡ λέξις εἶχε τὴν σημασίαν τῆς μεγάλης τιμῆς ἢ ἀξίας· ἀλλά, β) παρ’ Ἀττικοῖς εἶχεν ὡσαύτως καὶ τὴν ἐναντίαν σημασίαν, δηλ. μικρᾶς τιμῆς, οὐπώποτ’ ἀφύας εἶδον ἀξιωτέρας, εὐθηνοτέρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 645· τὰς ἀφύας παρ’ ἡμῑν ἀξίας; εὐθηνάς; 672· τὸν ἄξιον γενόμενον; τὸν γενόμενον εὐθηνόν; 895· ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Λυσίας 165. 3. 4) παρ’ Ἀττικοῖς, ὡσαύτως, ἄξιος, ἐπάξιος, κατάλληλος, προσήκων, ἁρμόδιος, δίκη Ἠλ. 298, Ξεν. Οἰκ. 12. 19· χάρις ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 6. 11· ἄξια δράσας ἄξια πάσχων, πάσχων ἄξια τῶν πράξεών του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1527, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 735. 5) ἐπὶ προσώπων, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι, οἱ ἐκ τῆς τάξεως εἰς ἣν ἀνήκει καὶ αὐτός, οἱ ὅμοιοί του, Ἡρόδ. 1. 107. 6) ἐπαρκὴς πρός τι, μετὰ γεν. ἄξια τοῦ πολέμου τὰ χρήματα Δημ. 185. 26. 7) αἰδοῦς ἀξίαν... τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους = ἀξίαν μᾶλλον αἰδοῦς ἢ θράσους... Ἀριστ. Οὐρ. 2. 12, 1. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἰδίως ἐπὶ ἠθικῆς σχέσεως, ἄξιος, ἀξιότιμος, ἔχων ἀξίαν· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Ἡρόδ. 7. 224, κτλ.· οὐδὲν ἀξία Αἰσχύλ. Χο. 445· ἀξίαν ἀπ’ ἀξίων ὁ αὐτ. Εὐμ. 435. 2) ἄξιός τινος, ἀξίζων τι, πρὸ πάντων μετὰ γεν. πράγματος, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 1124, Ὀρ. 1326, κτλ. ἐγκωμίων τι ἀξιώτερον ἤ.., Ξεν. Ἀγησ. 10. 3: - ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ποιεῖν ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων, Θουκ. 2. 71· ἄξιον τοῦ πατρὸς Ἰσοκρ. 207B· οὕτως, ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Πλουτ. Κίμ. 5. β) μετὰ γεν. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπ., ἡμῖν δ’ Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς Πόρσ. Εὐρ. Ἑκ. 309, Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 316· πολλῶν ἀγαθῶν ἄξιος ὑμῑν Ἀριστοφ. Ἀχ. 633· οὕτως, πλείστου ἄξ. Λακεδαιμονίοις Θουκ. 4. 81· θανάτου τῇ πόλει Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 1, πρβλ. 1. 2, 62· εἰμὶ δ’ οὐ τούτων ὑμῖν ἄξιος Δημ. 584. 2, πρβλ. Ἀντιφῶντα 142. 26· μεταγεν. τιμῆς ἄξια παρά τινος Λουκ. Τόξ. 3. 3) μετὰ ἀπαρ., ἦ ῥ’ οὐχ οὗτος ἀνὴρ Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄξιος; ἄξιος νὰ φονευθῇ ἀντὶ ἐκείνου; Ἰλ. Ξ. 472, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 14, Θουκ. 1. 76· τίεσθαι ἀξιώτατος Αἰσχύλ. Ἀγ. 531· ἄξιος θρήνων τυχεῖν Σοφ. Αἴ. 924· ἄξιοι δουλεύειν, ἄξιοι μόνον δουλείας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 5, 10: - καὶ οὕτω, β) ἄξιός εἰμι, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μοὶ πρέπει νὰ.., ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19: - ἀπολ., τοῦ ἀπαρεμφ. εὐκόλως ὑπονοουμένου, ἔχων δύναμιν καὶ ἐξουσίαν νὰ ἐνεργήσῃ, Ἀνδοκ. 17. 19· οὕτως, ἄξιος γάρ, ἐμφατικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 143E. 4) ἄξιόν [ἐστι], εἶναι προσῆκον, Δηΐφοβ’, ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι; Ἰλ. Ν. 446· ἄξ. μνήμην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 14. β) μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα, προσῆκον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· τί σοι ζῆν ἄξιον ὁ αὐτ. Νεφ. 1074, πρβλ. Ὄρν. 548· ἄξιόν γε πᾶσιν... ἐπολολύξαι ὁ αὐτ. Ἱππ. 616, καὶ ἡ σύνταξις αὕτη εἶναι συχνὴ παρὰ Ξεν., ὡς οὐκ. ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ., ὅτι δὲν τὸ ἐπέτρεπεν ἡ θέσις ἢ ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ βασιλέως νά.., Ἀν. 2. 3, 25, πρβλ. λεξικ. Ξενοφ. (Sturz) ἐν λέξ., 10, Ἀνδοκ. 1. 6. γ) ἐνίοτε τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι, ἄξιον τῆς Ἑλλάδος, προξενεῖ τιμὴν εἰς τὴν Ἑλλάδα [νὰ πράξῃ τις οὕτω], Ἀριστοφ. Ἀχ. 8. ἄξιόν ἐστιν, ἀξίζει, operae pretium est, ἐνθυμηθῆναι Δημ. 15, 7· γαμεῖν οὐκ ἄξιον Εὐρ. Ἄλκ. 627. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἀξίως μετὰ γεν. ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Ἡρόδ. 6. 112· οὔτε ἐωυτοῦ ἀξ. ὁ αὐτ. 3. 125· οὐκ ἀξ. ἀπηγήσιος ὁ αὐτ. 3. 125· τῆς ἀδικίας Θουκ. 3. 39· ἐν Αἰσχύλ. Χο. 707, ὁ Δινδ. προτείνει ἀξίας: ― ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 133, κτλ. κολάσατε ἀξίως, «δηλ. ἀξίως τῆς ἀδικίας ἥν ἔπραξαν», Θουκ. 3. 40.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. litt. qui entraîne par son poids, qui est de poids ; qui vaut, qui a la valeur de : ἄξιος βοός IL qui a la valeur d’un bœuf ; οὐδ’ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος IL (tous ensemble) nous ne valons même pas le seul Hector ; πάντων ἄξιον ἦμαρ IL jour qui vaut tous les autres, qui compense les épreuves de tous les autres ou, sel. d’autres jour qui vaut tout, càd très précieux ; πολλοῦ, πλείονος, ὀλίγου, μείονος ou ἐλάττονος, οὐδενὸς ἄξιος ATT de grande valeur, de plus de valeur, de peu de valeur, de moins de valeur, de nulle valeur ; ἄξιόν ἐστι ; avec une prop. inf. IL est-ce une compensation suffisante que… ?;
II. qui mérite, digne de : λόγου de réputation ; τινι ἄξιος τιμῆς EUR digne d’être honoré par qqn ; en mauv. part θανάτου τῇ πόλει ἄξιος XÉN criminel d’État qui mérite la mort ; avec un inf. : πεφάσθαι ἄξιος IL qui mérite d’être mis à mort ; ἀξίη συμβαλέειν HDT digne d’être comparée avec ; ἄξιός εἰμι avec l’inf. je mérite de ; avec un n. de chose digne, juste, convenable : ἀξία δίκη SOPH châtiment mérité ; ἀξία χάρις XÉN juste reconnaissance;
III. abs. qui en vaut la peine ; ἀξίαν τρίβην ἔχει ESCHL cela vaut la peine d’y passer qqe temps ; ἄξιόν ἐστι avec un inf. ATT il vaut la peine que ; τί σοι ἄξιον ; τί δ’ ἄξιόν μοι ; ATT à quoi bon pour toi, pour moi ? ellipt. καὶ γὰρ ἄξιον XÉN car cela en vaut la peine;
IV. de grande valeur : ἄξια ἄποινα IL forte rançon ; ἄξια δῶρα IL présents de grande valeur ; ἄξιος ὦνος OD un bon prix;
V. d’une valeur convenable, càd modérée ; à bas prix.
Étymologie: ἄγω.
English (Autenrieth)
3 (ἄγω): of equal weight, value, worth, with gen.; οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος, Il. 8.234; λέβης βοὸς ἄξιος, Il. 23.885; ἄξια ἄποινα, ‘suitable,’ i. e. precious, Il. 6.46 ; ἄξιον, a ‘good’ price, Od. 20.383.
English (Slater)
ἄξιος
1 worthy, deserving c. gen. ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (sc. ἐστί.) (I. 3.3) [ἂν ἀξίαις (codd.: ἀναξίαις Alberti) (N. 8.10) ]