ἀνά

From LSJ
Revision as of 14:09, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνά Medium diacritics: ἀνά Low diacritics: ανά Capitals: ΑΝΑ
Transliteration A: aná Transliteration B: ana Transliteration C: ana Beta Code: a)na/

English (LSJ)

[ᾰνᾰ], Aeol., Thess., Arc., Cypr. ὀν, Prep. governing gen., dat., and acc. By apocope ἀνά becomes ἄν before dentals, as ἂν τὸν ὀδελόν; ἄγ before gutturals, as ἂγ γύαλα; ἄμ before labials, as ἂμ βωμοῖσι, ἂμ πέτραις, etc.;

   A ἀμπεπλεγμένας IG5(2).514.10 (Arc.).    A WITH GEN., three times in Od., in phrase ἀνὰ νηὸς βαίνειν go on board ship, 2.416, 9.177, 15.284; ἂν τοῦ τοίχου, τᾶς ὁδοῦ, τοῦ ῥοειδίου, IG14.352i40, ii 15,83 (Halaesa).    B WITH DAT., on, upon, without any notion of motion, Ep., Lyr., and Trag. (only lyr.), ἀνὰ σκήπτρῳ upon the sceptre, Il.1.15, Pi.P. 1.6; ἂμ βωμοῖσι Il.8.441; ἀνὰ σκολόπεσσι 18.177; ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 15.152; ἀνὰ ὤμῳ upon the shoulder, Od.11.128; ἀν ἵπποις, i. e. in a chariot, Pi.O.1.41; ἂμ πέτραις A.Supp.351 (lyr.); ἀνά τε ναυσὶν καὶ σὺν ὅπλοις E.IA754; ἂγ Κόσσῳ GDI1365 (Epirus).    C WITH ACCUS., the comm. usage, implying motion upwards:    I of Place, up, from bottom to top, up along, κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176; ἀνὰ μέλαθρον up to, ib.239; [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν' ἱκάνει Il.13.547; ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.2.96; ἂν ῥόον up-stream, GDI5016.11 (Gortyn); κρῆς ἂν τὸν ὀδελὸν ἐμπεπαρμένον Ar.Ach.796 (Megarian); simply, along, ἂν τὼς ὄρως Tab.Heracl.2.32.    2 up and down, throughout, ἀνὰ δῶμα Il.1.570; ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον, ib.384, Od.8.173, etc.; ἂγ γύαλα A.Supp.550 (lyr.); ἀνὰ πᾶσαν τὴν Μηδικήν, ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, Hdt.1.96, 2.135, etc.; ὀν τὸ μέσσον Alc. 18.3; ἀνὰ τὸ σκοτεινόν in the darkness, Th.3.22.    3 metaph., ἀνὰ θυμὸν φρονέειν, ἀνὰ στόμα ἔχειν, to have continually in the mind, in the mouth, Il.2.36,250; ἀν' Αἰγυπτίους ἄνδρας among them, Od.14.286; ἀνὰ πρώτους εἶναι to be among the first, Hdt.9.86.    II of Time, throughout, ἀνὰ νύκτα all night through, Il.14.80; ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας Hdt.7.223; ἀνὰ τὸν πόλεμον 8.123; ἀνὰ χρόνον in course of time, 1.173, 2.151, 5.27; ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα (i. e. in the south) S.OC1247.    2 distributively, ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν day by day, Hdt.2.37,130, etc.; ἀνὰ πᾶν ἔτος 1.136, etc.; ἀνὰ πάντα ἔτεα 8.65: also ἀνὰ πρεσβύτᾱτα in order of age, Test.Epict.4.28.    III distributively with Numerals, κρέα εἴκοσιν ἀν' ἡμιωβολιαῖα 20 pieces of meat at half an obol each, Ar.Ra.554; τῶν ἀν' ὀκτὼ τὠβολοῦ that sell 8 for the obol, Timocl. 18; ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας [they marched] at the rate of 5 parasangs a day, X.An.4.6.4; ἔστησαν ἀνὰ ἑκατόν μάλιστα ὥσπερ χοροί they stood in bodies of about 100 men each. ib.5.4.12; κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα companies at the rate of 50 in each, Ev.Luc.9.14; ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον a denarius apiece, Ev. Matt.20.10; in doctor's prescriptions, ἀνὰ ὀβολὼ β Sor.1.63, etc.: also ἀνὰ δύο ἥμισυ ζῳδίων amounting to 2 1/2 signs, Autol.1.10; multiplied by, PPetr.3p.198.    IV Phrases: ἀνὰ κράτος up to the full strength, i. e. vigorously, ἀνὰ κράτος φεύγειν, ἀπομάχεσθαι, X.Cyr.4.2.30, 5.3.12; ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον and ἀνὰ λόγον proportionately, Pl.Phd. 110d; esp. in math. sense, Id.Ti.37a, Arist.APo.85a38, etc.; ἀνὰ μέσον in the midst, Antiph.13, Men.531.19; ἀνὰ μέρος by turns, Arist.Pol.1287n17.    D WITH NOM. of Numerals, etc., distributively, Apoc.21.21, v. l. in Sor.1.11, 12, cf. Orib.Fr.50,54.    E WITHOUT CASE as Adv., thereupon, Hom. and other Poets:— and with the notion of spreading all over a space, throughout, all over, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν all over there were clusters, Il.18.562, cf. Od.24.343:—but ἀνά often looks like an Adv. in Hom., where really it is only parted from its Verb by tmesis, ἀνὰ δ' ἔσχετο; ἀνὰ δ' ὦρτο (for ἀνῶρτο δέ) ; ἀνὰ τεύχε' ἀείρας (for τεύχεα ἀναείρας), etc.    F IN COMPOS.    1 as in C. 1, up to, upwards, up, opp. κατά, as ἀνα-βαίνω, -βλέπω, ἀν-αιρέω, -ίστημι: poet. sts. doubled, ἀν' ὀρσοθύρην ἀναβαίνειν Od.22.132.    2 hence flows the sense of increase or strengthening, as in ἀνακρίνω; though it cannot always be translated, as in Homer's ἀνείρομαι:—in this case opp. ὑπό.    3 from the notion throughout (E), comes that of repetition and improvement, as in ἀνα-βλαστάνω, -βιόω, -γεννάω.    4 the notion of back, backwards, in ἀναχωρέω, ἀνανεύω, etc., seems to come from such phrases as ἀνὰ ῥόον up, i. e. against, the stream.    G ἄνα, written with anastr. as Adv., up! arise! ἀλλ' ἄνα Il.6.331, Od.18.13:—in this sense the ult. is never elided; cf. ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε Il.9.247; ἀλλ' ἄνα ἐξ ἑδράνων S.Aj.194.    2 apocop. ἄν after ὤρνυτο, ὦρτο, and up stood . . arose, Il.3.268, 23.837, etc.    3 when used as Prep. ἀνά never suffers anastrophe.

German (Pape)

[Seite 178] apokopirt ἄν, vor einem Lippenlaut ἄμ, vgl. diese Artikel. Es erscheint

Greek (Liddell-Scott)

ἀνά: [ᾰνᾰ], πρόθεσις συντασσ. μετὰ γεν., δοτ καὶ αἰτ., ἀλλὰ μετὰ γεν. καὶ δοτ. μόνον ἐν τῇ Ἐπ. καὶ Δωρ. ποιήσει. Κατ’ ἀποκοπὴν ἡ ἀνὰ γίνεται ἂν πρὸ τῶν ὀδοντοφώνων, ὡς, ἀνδαίω· ἃγ πρὸ οὐρανισκοφώνων, ὡς ἂγ γύαλα, καὶ ἂμ πρὸ χειλοφώνων· ὡς, ἂμ βωμοῖσι, ἂμ πέτραις, ἀμμένω, κτλ. (Ἡ ῥιζ. σημασία εἶναι ἐπί, ἐπάνω, ἀντιτίθεται τῇ κατά. Ἐκ της √ΑΝ παράγεται καὶ τὸ ἄνω· πρβλ. Ζενδ. ana (ἐπάνω), Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. a n, πρβλ. Λατ. anhelo· Γοτθ. una). A. ΜΕΤΑ ΓΕΝ., μόνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἂν δ’ ἄρα… νηὸς βαῖνε, ἀνέβαινεν εἰς τὸ πλοῖον, Β. 416· ἀνὰ νηὸς ἔβην Ι. 177· ἂν δὲ… νηὸς ἐβήσετο Ο. 284· - ταῦτα ἑρμηνεύουσί τινες, οὐχὶ πολὺ ὀρθῶς, ὡς τμῆσιν. Β. ΜΕΤΑ ΔΟΤ., = ἐπί, ἐπάνω ἄνευ ἐννοίας τινὸς κινήσεως, μόνον ἐν Ἐπ. καὶ λυρ. ποιήσει καὶ ἑπομένως ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀνὰ σκήπτρῳ, ἐπὶ τοῦ σκήπτρου, Ἰλ. Α. 15, Πινδ. Π. 1. 10· ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ σκολόπεσσι Σ. 177· ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ Ο. 152· ἀνὰ ὤμῳ, ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ὀδ. Λ. 127· ἂν ἵπποις Πινδ. Ο. 8. 67· ἂμ πέτραις Αἰσχυλ. Ἱκ. 350· ἀνά τε ναυσὶ καὶ σὺν ὅπλοις Εὐρ. Ι. Α. 754. Γ. ΜΕΤ’ ΑΙΤΙΑΤ., ἥτις εἶναι ἡ κοινὴ χρῆσις καὶ ἐκφράζει ἢ ὑπονοεῖ κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω. Ι. ἐπὶ τόπου, ἐπάνω εἰς, κάτωθεν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὴν κορυφήν, ἀνὰ κίονα Ὀδ. Χ. 176· ἀνὰ μέλαθρον, ἐπάνω εἰς... αὐτόθι 239· [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν’ ἱκάνει Ἰλ. Ν. 547· ἀνὰ τὸν ποταμὸν Ἡρόδ. 2. 96: - οὕτως ἀνὰ δῶμα, ἐπάνω καὶ κάτω ἐν τῇ οἰκίᾳ, καθ’ ὅλην τὴν οἰκίαν, Ἰλ. Α. 570· ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον αὐτόθι 384, Ὀδ. Θ. 173, κτλ., ἂγ γύαλα Αἰσχυλ. Ἱκ. 550: - Εἰς τοῦτο δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν τὸ ἀνὰ στόμα, ἀνὰ θυμὸν ἔχειν, ἔχειν ἀδιαλείπτως ἐν τῷ στὸματι, ἐν τῷ νῷ, Ἰλ. Β. 36, 250· ἀν’ Αἰγυπτίους ἄνδρας, μεταξὺ αὐτῶν, Ὀδ. Ξ. 286· οὕτως, ἀνὰ πᾶσαν τὴν Μηδικήν, ἀνὰ τὴν Ελλάδα Ἡροδ. 1. 96., 2. 135, κτλ.· ἀνὰ τοὺς πρώτους εἶναι, ἐν τοῖς πρώτοις, μεταξὺ τῶν πρώτων, ὁ αὐτ. 1. 86. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, δηλοῖ ἔκτασιν ἢ διάρκειαν χρονικήν, ἀνὰ νύκτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἰλ. Ξ. 80: ὁ Ἡροδ. συχνάκις ἔχει ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν (οὐχὶ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, περὶ οὗ κατωτέρω)· ἀνὰ τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. 8. 123· ἀνὰ χρόνον, κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ χρόνου, ὁ αὐτὸς 1. 173., 2. 151, πρβλ. 5. 27· ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν’ Σοφ. Ο. Κ. 1247. 2). μετὰ ἐννοίας διανεμήσεως ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, κάθε ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 37, 130. κτλ.· ἀνὰ πᾶν ἔτος ὁ αὐτὸς 1. 136, κτλ.· ἢ, ἀνὰ πάντα ἔτεα ὁ αὐτ. 8. 65. ΙΙΙ. μετὰ τῶν ἀριθμητικῶν σημαίνει διανομὴν ἢ μερισμόν, κρέα εἴκοσιν ἀν’ ἡμιωβολιαῖα, δηλ. 20 τεμάχια κρέατος πρὸς ἥμισυν ὀβολὸν ἕκαστον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 554· τῶν ἀν’ ὀκτὼ τὠβολοῦ, ἐκ τῶν πωλουμένων ὀκτὼ «’ς τὸν ὀβολόν» Τιμοκλῆς ἐν «Καυνίοις» 1, ὡσαύτως, ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας, [ὥδευσαν] πέντε παρασάγγας τὴν ἡμέραν, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 4· ἔστη σαν ἀνὰ ἑκατόν, ἐστάθησαν ἀνὰ ἑκατόν, ὁ αὐτ. 5. 4, 12· κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα, ὁμίλους ἀνὰ 50, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον, ἕκαστος ἓν δηνάριον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 10· ἀνὰ δύο χιτῶνας, ἕκαστος δύο, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 3. IV. ἀνὰ κράτος, μέχρι τοῦ ἀνωτάτου βαθμοῦ τῆς ἰσχύος, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν (κατὰ πολὺ ὅμ. τῷ κατὰ κράτος)· ἀνὰ κράτος φεύγειν, ἀπομάχεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30., 5. 3, 12· ἀνὰ λόγον, κατ’ ἀναλογίαν, ἀναλόγως, Πλάτ. Φαίδων 110D, καὶ ἀλλ.· ἀνὰ μέσον, ἐν τῷ μέσῳ, «ἀνάμεσα», Ἀντιφάν. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, Μενάνδ. Ἄδηλ. 2. 19· ἀνὰ μέρος, ἀντίθ. πρὸς τὸ πάντες, Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 17, καὶ ἀλλ. V. ἀνὰ τὸ σκοτεινόν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22. Δ. ΑΝΕΥ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΙΝΟΣ, ὡς ἐπίρρ., ἐπ’ αὐτοῦ, ἐπάνω εἰς αὐτό, ἐκεῖ-ἐπάνω, Ὅμ. καὶ ἄλλοι Ποιητ.: - καὶ μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς ἐξαπλώσεως ἢ ἐπεκτάσεως ἐπὶ τῆς ὅλης ἐπιφανείας μέρους τινός, καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν, παντελῶς, ὁλοκλήρως· μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν, ἐπάνω δὲ καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν ἦσαν «τσαμπιὰ» ἀπὸ μαῦρα σταφύλια, Ἰλ. Σ. 562, πρβλ. Ὀδ. Ω. 343: - ἀλλ’ ἡ ἀνὰ πολλάκις φαίνεται ὡς ἐπίρρημα παρ’ Ὁμήρῳ, ἐν ᾧ πράγματι εἶναι μόνον κεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἑαυτῆς ῥήματος κατὰ τμῆσιν, ἀνὰ δ’ ἴσχεο (ἀντὶ ἀνίσχεο δὲ = ἀνέχου δέ)· ἀνὰ δ’ ὦρτο (ἀντὶ ἀνῶρτο δέ)· ἀνὰ τεύχε’ ἀείρας (ἀντὶ τεύχε’ ἀναείρας), κτλ. Ε. ΕΝ ΣΥΝΘΕΣΕΙ: 1) ὡς ἐν Γ. Ι, ἐπάνω εἰς, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἄνω, ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατά· ὡς ἐν τοῖς ῥήμασιν, ἀναβαίνω, ἀναβλέπω, ἀναιρέω, ἀνίστημι: ποιητικῶς ἐνίοτε τίθεται διπλοῦν, ὡς, ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβαίνειν Ὀδ. Χ. 132. 2) ἐντεῦθεν πηγάζει ἡ ἔννοια τῆς αὐξήσεως ἢ ἐνισχύσεως, ὡς ἐν τῷ ἀνακρίνω· ἂν καὶ δὲν δύναται πάντοτε νὰ ἑρμηνευθῇ, ὡς ἐν τῷ Ὁμηρικῷ ἀνείρομαι: - ἐπὶ τοιαύτης σημασίας εἶναι ἀντίθετον τῇ ὑπό, sub. 3) ἐκ τῆς ἐννοίας ὁλοκλήρως, παντελῶς (Δ) πηγάζει ἡ τῆς ἐπαναλήψεως καὶ βελτιώσεως ἢ προόδου, ὡς ἐν τοῖς ἀναβλαστάνω, ἀναγινώσκω. 4) ἡ ἔννοια τοῦ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, τῆς ὀπισθοχωρήσεως, ἐν τοῖς ἀναχωρέω, ἀνανεύω, κτλ., φαίνεται ὅτι πηγάζει ἐκ φράσεων οἵα ἡ ἀνὰ ῥόον, πρὸς τὰ ἐπάνω, δηλ. ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Λατ. re-, retro-. Ζ. ἄνα, γεγραμμένον κατ’ ἀναστροφήν. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀνάστηθι = ἔγειραι! ἐγέρθητι! «σήκω»· ἀλλ’ ἄνα Ἰλ. Ζ. 331, Ὀδ. Σ. 13· ἀντὶ ἀνάστητε, ὡς, ἄνα γε μὰν δόμοι (οὕτω Βλωμφ. ἀντὶ ἄναγε μὰν) Αἰσχύλ. Χο. 963: - ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ἡ λήγουσα οὐδέποτε ἐκθλίβεται, ὡς βλέπομεν ἐν Ἰλ. Ι. 247: ἀλλ’ ἄνα, εἰ μέμονας Σοφ. Αἴ. 194: ἀλλ’ ἄνα ἐξ ἑδράνων. 2) τὸ ἀποκεκομμένον ἂν ἀείποτε κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀνέστη, = ἠγέρθη, ἐσηκώθη, Ἰλ. Γ. 268, Ψ. 837, κτλ. 3) ὅταν εἶναι ἐν χρήσει ὡς πρόθεσις ἡ ἀνὰ οὐδέποτε πάσχει ἀναστροφήν, δηλ. δὲν γίνεται ἄνα (ἂν καὶ ὁ Ἕρμαννος εἰς Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1143 ὑποστηρίζει τὸ ἐναντίον).

French (Bailly abrégé)

1 adv. en haut : μέλανες ἀνὰ βότρυες ἦσαν IL en haut étaient des grappes de noir raisin ; pléon. ἀνὰ δ’ ἀνίστατο IL il se leva;
2 prép. en haut de, gén. : ἀνὰ νηός OD monter sur un vaisseau, s’embarquer ; dat. : au haut de, sur : ἀνὰ σκήπτρῳ IL sur le sceptre ; ἀνὰ ναυσίν EUR sur des vaisseaux ; acc. : Κενταύρων ἀνὄρος EUR sur la montagne des Centaures, càd sur le Pélion ; de bas en haut, en remontant : ἀνὰ ποταμὸν πλεῖν HDT remonter un fleuve ; en gén. par, à travers : ἀνὰ δῶμα IL à travers le palais (de Zeus) ; avec idée de temps ἀνὰ νύκτα IL pendant la nuit ; ἀνὰ τὸν πόλεμον HDT pendant la guerre ; au sens distributif ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην HDT chaque jour ; ἀνὰ πᾶν ἔτος HDT chaque année ; ἀνὰ πέντε παρασάγγας XÉN par étapes de cinq parasanges ; ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας XÉN par groupes de cent hommes ; avec un nom abstrait ἀνὰ κράτος XÉN de toute sa force.
Étymologie: cf. av., v-pers. ana « le long de », got. ana « contre ».

English (Autenrieth)

by apocope ἄν (ἀν), before labials ἄμ (ἀμ): up, opp. κατά.—I. adv., ἄνα (with anastrophe), hortative, up! quick! Il. 18.178, Od. 18.13; up there, thereon, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν, Il. 18.562; back, ἀνά τ' ἔδραὐ ὀπίσσω, Il. 5.599, ἀνὰ δ ἴσχεο, ‘hold up,’ ‘refrain,’ Il. 7.110. The use with verbs ‘in tmesi’ is of course adverbial; likewise when a subst, occurs in a case that defines the adv. (thus showing the transition to a true preposition), ἂν δ' ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖνε (νηός local or part. gen.), Od. 2.416.—II. prep., (1) w. gen., only ἀνὰ νηὸς ἔβην, Od. 9.177, see the remark on Od. 2.416 above.—(2) w. dat., up on, upon, Il. 1.15, Il. 15.152, ἀνά τ' ἀλλήλῃσιν ἔχονται, hold on (close up) ‘to’ one another, Od. 24.8.—(3) w. acc., up to, up through, Il. 10.466, Od. 22.132, Il. 22.452; of motion, ἀνά generally denotes vague direction (up and down, ‘up through,’ ‘throughout’), ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῖο, Il. 1.53, whereas κατά rather indicates motion toward a definite point or end (Il. 1.483, 484); with the idea of motion less prominent, Il. 13.117, 270; of time, ἀνὰ νύκτα, Il. 14.80; βασιλῆας ἀνὰ στόμ' ἔχων, ‘bandying their names up and down,’ Il. 2.250 ; ἀνὰ θῦμὸν φρονεῖν, ὁρμαίνειν, θαμβεῖν, ὀίεσθαι, Il. 2.36, Od. 2.156, Od. 4.638; ἀν' ἶθύν, ‘straight forward,’ Il. 21.303; following the governed word, νειὸν ἀν(ά), ‘up and down’ the field, Od. 13.32.