τιμή
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ἡ, (τίω, v. ad fin.). I worship, esteem, honour, and in pl. honours, such as are accorded to gods or to superiors, or bestowed (whether by gods or men) as a reward for services, τιμῆς ἔμμοροί εἰσι Od.8.480; ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ Il.1.510; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ 17.251; ἐν δὲ ἰῇ τ. ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλός 9.319, cf. 4.410; ἐν τ. σέβειν A.Pers.166 (troch.); ἐν τ. ἄγεσθαί τινας Hdt.1.134; ἐν τ. τίθεσθαι or ἄγειν τινά, Id.3.3, Pl.R.538e; ἐν τιμαῖς ἔχειν Philem.199; τιμαῖς αὐξήσας τινάς X.Cyr.8.8.24; τιμὴν νεῖμαι, ἀπονέμειν τινί, S.Ph.1062, Pl.Lg.837c; τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν pay due regard, S.Aj.1351; τιμὰς ὤπασας, πορών, A.Pr.30,946; διδόναι E.Hipp.1424, etc.; ἀποδοῦναι Pl.R.415c; τὸ πρᾶγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει E.Hipp.329; τινὶ τιμὰς προσάπτειν S.El.356; ἀφύων τιμὴν περιάψας Ar.Ach.640 (anap.); τ. εὑρίσκεσθαι, δέκεσθαι, Pi.P.1.48, 8.5; τιμὴν παρ' ἀνθρώποις φέρεσθαι Ar.Av.1278; τιμὰς ἔχειν Hdt.2.46, etc.; πρός τινος Id.1.120; ἐν μεγάλῃτιμῇ εἶναι X.An.2.5.38; τιμῆς λαχεῖν, τυχεῖν, S.Ant.699, El.364 (v.l.); οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται paid to them by the young, X.Mem.2.1.33: c. gen., χωρὶς ἡ τ. θεῶν the honour due to them, A.Ag.637, cf. Ch. 200; τιμὰς τὰς θεῶν πατεῖν S.Ant.745; τιμαὶ δαιμόνων E.Hipp.107: τιμῇ with honour, honourably, S.OC381 codd.; τιμῆς ἕνεκα as a mark of honour, X.An.7.3.28; τιμῇ προέξουσ' S.Ant.208. 2 honour, dignity, lordship, as the attribute of gods or kings, Il.1.278, 9.498, etc.; θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς Od.5.335; τ. βασιληΐς Il.6.193, cf. Hes.Th.393, Pi.P.4.108, A.Eu.228 (pl.); Περσονόμος τ. μεγάλη Id.Pers.919 (anap.); δίθρονος . . καὶ δίσκηπτρος τ. Id.Ag.44 (anap.): generally, like γέρας, prerogative or special attribute of a king, and in pl. his prerogatives, Od.1.117, Hes.Th.203, Thgn.374, S.OT909 (lyr.), etc.; βασιλικαὶ τ. imperial prerogatives, Hdn.7.10.5; σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.Pr.172 (anap.). 3 a dignity, office, magistracy, and in pl., civic honours (τιμὰς λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1281a31), Hdt.1.59, etc.; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τ. Pl.Ap. 35b, cf. Ti.20a, etc.; μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ μηδὲ τὰς τ. διώκειν Th.2.63; τιμὴν ἔχειν X.Cyr.1.3.8, etc.; τὴν τιμὴν εἴληχε Pl.Phlb. 61c; οἱ ἐν τιμαῖς men in office, E.IA19 (anap.), cf. Isoc.9.81; ἐκβαλῶ σε ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9; τιμὰς ἴσχειν hold the office of τιμοῦχος (q.v.), Jahresh.12.136 (Erythrae, v/iv B.C.): generally, office, task, ἄχαρις τιμή Hdt.7.36:—also, b a person in authority, an authority, κλῦτε δὲ Γᾶ (Ahrens for τὰ) χθονίων τε τιμαί A.Ch.399 (lyr.); καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει yield to authorities, S.Aj. 670. 4 present of honour, compliment, offering, e.g. to the gods, Hes.Op.142, A.Pers.622; reward, present, ἢ ἀργύριον ἢ τιμή Pl.R. 347a; τιμαὶ καὶ δωρεαί ib.361c; ὅσοι . . ἄλλην τινὰ δωρεὰν ἢ τ. ἔχουσιν παρὰ τῶν Λεβεδίων SIG344.22 (Teos, iv B.C.); τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται Pl.Phd.113e. 5 ἡ Δάου τ. 'the worthy D.', Herod. 5.68. II of things, worth, value, price, h.Cer.132, IG12.349.10, 15, al.; ἐξευρίσκοντες τιμῆς τὰ κάλλιστα at a price, Hdt.7.119; τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Lys.22.12; πρίασθαι D.21.149; δεκαπλάσιον τῆς τ. ἀποτίνειν Pl.Lg.914c; ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. ib.a; δύο εἰπεῖν τ. to name two prices, ib.917b; ἀξιοῦν τι τ. τινός ib.d; περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Lys.22.15; ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε πᾷ γενήσεται; Ar.Ach.895; ἑστηκυῖαι τ. fixed prices, PTeb.703.176 (iii B.C.); ὑπὲρ τιμῆς πυροῦ payment of money representing the value of wheat, Ostr.663 (ii A.D.), al. 2 valuation, estimate, for purposes of assessment, τοῦ κλήρου Pl.Lg.744e: generally, ὁ πλοῦτος οἷον τιμή τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Arist.Rh.1391a1. III compensation, satisfaction, penalty, τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ . . πρὸς Τρώων Il.1.159, cf. 5.552; ἀποτινέμεν, τίνειν τιμήν τινι, pay or make it, 3.286,288; τιμὴν ἄγειν Od.22.57; Πάτροκλον, ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκ' ἐνθάδε τιμῆς Il.17.92, cf. Od.14.70,117; οὐ σὴ . . ἡ τ. the penalty is not yours, Pl.Grg.497b. (The spelling [τῑ- not τει- IG12.347.33, etc.] and the majority of the senses show that τιμή is cogn. with τίω 'value, honour'; sense 111 perh. arose from a later association with τίνω.)
German (Pape)
[Seite 1115] ἡ, 1) die Schätzung, Werthschätzung, Achtung, Ehrenbezeigung, Ehre, die Einer bei Andern genießt; Hom. u. Folgde überall; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ, Il. 17, 251; πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ τιμῆς ἔμμ οροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, Od. 8, 480; ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλός, sie stehen in gleicher Ehre, Il. 9, 319; τιμὴ θεῶν, die Würde der Götter, Od. 5, 335; αἱ τιμαὶ αὐτοῖς καὶ τὰ ἱερὰ τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἠφανίζετο, Plat. Conv. 190 c; τιμὴ βασιληΐς, Il. 6, 193, Königswürde; auch ohne Zusatz, die Herrschaft, Od. 1, 11711, 338. 503; vgl. Böckh v. l. Pind. P. 4, 106; σκῆπτρον τιμάς τ' ἀπ οσυλᾶται, Aesch. Prom. 171; übh. Vorrang, Vorrecht, das Einer seines Standes wegen genießt, wie γέρας, das Ehrenamt das einer jeden Gottheit zugetheilt ist und das sie als eigenthümliches Vorrecht genießt, Hes. Th. 203; H. h. Cer. 328; εἴθ' ὅστις θεῶν ταύτην τὴν τιμὴν εἴληφε τῆς ξυγκράσεως, Plat. Phil. 61 c; vgl. Valck. Hipp. 107 u. Hemsth. Luc. D. D. 26, 1; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς, Plat. Apol. 35 b; παῖδας καταλιπόντες ἐν ταῖς μεγίσταις τιμαῖς, Legg. X, 900 a, vgl. Rep. VIII, 549 c Tim. 20 a. – Uebh. Amt, Geschäft, Seidl. Eur. El. 988; ἐκβάλλειν τινὰ τῆς τιμῆς, Xen. Cyr. 1, 3, 9; τὰς ἐούσας τιμάς, die bestehenden Aemter, Beamten, Her. 1, 59. – Auch Ehrengeschenk, z. B. der Götter, Hes. O. 141; Ehrengabe, Belohnung, οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν, Soph. Ant. 695; Wolf Dem. Lpt. 233. – Uebh. Ehre, ἔχει τιμὰν σταδίου, Pind. νικον τιμὰν δέκευ, 8, 5, βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας πέρα δίκης, Aesch. Prom. 30, u. öfter; κοὔ ποτ' ἐξ ἐμοῦ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων, Soph. Ant. 708; Eur. u. Ar.; u. in Prosa: δώροις καὶ τιμαῖς ταῖς πρεπ ούσαις τιμηθείς, Plat. Legg. XII, 953 d; τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος, Phaed. 113, d, τιμὴν νομίζειν τι, Etwas für eine Ehre halten, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) Schätzung einer Sache, Abschätzung, Bestimmung ihres Werthes oder Preises, auch der Preis selbst, bes. hoher Preis, Her. 7, 119; τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν, für denselben Preis verkaufen, Lys. 22, 12; τῶν ἠγορασμένων, Is. 8, 23; τὰς τιμὰς τῶν ἀνδραπόδων ὠνουμένων εἶχε, Dem. 27, 13; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω, Plat. Legg. XI, 914 b; ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον 917 d; ἔχων τὴν τιμὴν τῆς λείας, Xen. An. 7, 5, 2, πρίασθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς, Dem. 21, 149 u. öfter, Preis. – Bes. auch der Werth von etwas Geraubtem oder Zerstörtem und der danach bestimmte Schadenersatz, Entschädigung, Buße, von Geldstrafen, ἄρνυσθαί τινι τιμήν, Einem Genugthuung verschaffen, Il. 1, 159. 5, 552, τίνειν od. ἀποτίνειν τιμήν τινι, Einem Genugthuung leisten, ihm die Buße, den Schadenersatz entrichten, Il. 3, 286. 288. 459; eben so ἄγειν τιμήν, Od. 22, 57; vgl. noch Plat. Gorg. 497 b. Daher auch das Strafen, Rachenehmen, ἔβη Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς Ἴλιον εἰς εὔπωλον, Od. 14, 70. 117. – Die Schätzung, der Census, ἔστω πενίας μὲν ὅρος ἡ τοῦ κλήρου τιμή, Plat. Legg. V, 744 d.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμή: ἡ, (τίω). 1) ὡς καὶ νῦν: 2) τιμή, ἐκτίμησις, καὶ ἐν τῷ πληθ., σεβασμὸς πρὸς τοὺς θεοὺς ἢ τοὺς ἀνωτέρους, ἢ ἀνταμοιβὴ παρεχομένη εἴς τινα διὰ τὰς ὑπηρεσίας του, τιμῆς ἕμμορος εἶναι Ὀδ. Θ. 480· ὀφέλλειν τινὰ τιμῇ Ἰλ. Α. 510· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπάζει Ρ. 251· ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλὸς Ι. 319, πρβλ. Δ. 410· ἐν τιμῇ σέβειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 166 ἐν τ. ἄγεσθαί τινα Ἡρόδ. 1. 134· ἐν τ. τίθεσθαι ἢ ἄγειν τινὰ ὁ αὐτ. 3. 3, Πλάτ. Πολ. 538Ε· ἐν τιμαῖς ἔχειν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 107· τιμαῖς αὐξάνειν τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 24· τιμὴν νέμειν, ἢ ἀπονέμειν τινὶ Σοφ. Φιλ. 1062, Πλάτ.· τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν, ἀπονέμειν τὸν ὀφειλόμενον σεβασμὸν ἢ τὴν προσήκουσαν τιμήν, Σοφ. Αἴ. 1351· τιμὰς ὀπάζειν, πορεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 30, 946· διδόναι Εὐριπ. Ἱππ. 1424, κλπ.· ἀποδοῦναι Πλάτ. Πολ. 415C· φέρειν τινὶ Εὐρ. Ἱππ. 329· τιμάς τινι προσάπτειν Σοφ. Ἠλ. 359· περιάπτειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 640· - τ. εὑρίσκεσθα, δέκεσθαι Πινδ. Π. 1. 94., 8. 6· τιμὰς φέρεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1278· ἔχειν Ἡρόδ. 2. 46, κλπ.· πρός τινος ὁ αὐτ. 1. 120· πρβλ. προέχω ΙΙ. 2· ἐν τιμῇ εἶναι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 38· τιμῆς λαχεῖν, τυχεῖν Σοφ. Ἀντ. 699, Ἠλ. 364· οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται, ταῖς τιμαῖς ἃς ἀπονέμουσιν αὐτοῖς οἱ νέοι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 33· - μετὰ γεν., ἡ τ. θεῶν, ἡ εἰς τοὺς θεοὺς ὀφειλομένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 637, πρβλ. Χο. 200· τιμὰς τῶν θεῶν πατεῖν Σοφ. Ἀντ. 745· - τιμῇ, σὺν τιμῇ, ἐντίμως, Σοφ. Ο. Κ. 381· τιμῆς ἕνεκα, εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 28, Σοφ. Ἀντ. 208. 2) τιμή, ἀξίωμα, κυριαρχία, ὡς δικαίωμα ἢ ἰδιότης τῶν θεῶν ἢ τῶν βασιλέων, Ἰλ. Α. 278., Ι. 498 (494), Ὀδ. Α. 117., Ε. 335, κλπ.· τ. θεῶν Ε. 335· τ. βασιληὶς Ἰλ. Ζ. 193· οὕτω παρ’ Ἡροδ., Πινδ., καὶ τοῖς Τραγ., ἴδε Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. ΙΙ. 4. 106 (191)· - ἀκολούθως καθόλου, ὡς τὸ γέρας, τὸ ἰδιαίτερον δικαίωμα βασιλέως, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, τιμὴν δ’ αὐτὸς ἔχοι καὶ κτήμασιν οἷσιν ἀνάσσοι Ὀδ. Α. 117 (ἔνθα ἴδε Nitzsck), Ἡσ. Θεογ. 203, Θέογν. 374, Σοφ. Ο. Τ. 909, Ἀντ. 745, Εὐριπ. Ἱππ. 107, κλπ.· σκῆπτρον τιμὰς τ· ἀποσυλᾶται Αἰσχύλ. Πρ. 171. 3) ἀξίωμα, ἀρχή, ἐξουσία, καὶ ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατιν. honores, πολιτικαὶ τιμαὶ (τιμὰς λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 10, 4), Ἡρόδ. 1. 59, κλπ.· ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς Πλάτ. Ἀπολ. 35Β, κλπ.· μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ μηδὲ τὰς τιμὰς διώκειν Θουκ. 2. 63· τιμὴν ἔχειν, λαγχάνειν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, Πλάτ. κλπ.· οἱ ἐν ἀξιώμασι, Εὐρ. Ι. Α. 20· ἐκβάλλειν τινὰ τῆς τιμῆς Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· καθόλου, ὑπούργημα, ἔργον, τιμὴ ἄχαρις Ἡρόδ. 7. 36· -ὡσαύτως, β) ἐν συγκεκριμένῃ ἐννοίᾳ, ἐξουσία, ἀρχή, τ. δίσκηπτρος, ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 44, πρβλ. Πέρσ. 919· κλῦτε δὲ Γᾶ (κατὰ τὸν Ahr. ἀντὶ τά) χθονίων τε τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 399· καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει, ὑποχωροῦσιν εἰς τοὺς ἄρχοντας, Σοφ. Αἴ. 670. 4) δῶρον τιμῆς, προσφορὰ τιμῆς, περιποίησις, προσφορά, π.χ. τιμὴ τοῖς θεοῖς προσφερομένη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 141, Αἰσχύλ. Πέρσ. 622· ἀμοιβή, δῶρον, Λατ. hororarium, Σοφ. Ἀντ. 699, Πλάτ. Φίληβ. 61C· τιμὴ ἢ ζημία Πλάτ. Πολ. 347Α· τιμαὶ καὶ δωρεαὶ αὐτόθι 361C· τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 113D· πρβλ. Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 233, καὶ ἴδε ἐν λ. γέρας. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, ἡ τιμή, ἡ ἀξία πράγματός τινος, Λατ. pretium, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132 (παρ’ Ὁμ. ὧνος)· ἐξευρίσκοντες τιμῆς κτήνεα σιτεύεσκον, εὑρίσκοντες αὐτὰ διὰ πληρωμῆς μεγάλης τιμῆς, Ἡρόδ. 7. 119 τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Λυσί. 165. 16· πρίασθαι Δημ. 563. 7· δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτίνειν Πλάτ. Νόμ. 914Β· ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. αὐτόθι Α· ὁ πωλῶν ὁτιοῦν ἐν τῇ ἀγορᾷ μηδέποτε δύο εἴπῃ τιμὰς ὧν ἂν πωλῇ αὐτόθι 917Β· ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον αὐτόθι D· περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Λυσί. 165. 32· ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε γενήσεται Ἀριστοφ. Ἀχ. 895, κλπ. ΙΙΙ. ἐκτίμησις ζημίας γενομένη πρὸς ὁρισμὸν τῆς ἀποζημιώσεως, ὅθεν ἀποζημίωσις, ἱκανοποίησις, ποινή, μάλιστα συνισταμένη εἰς χρήματα (πρβλ. τίμημα), τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ, «δίκην λαμβάνοντες παρὰ τῶν Τρῴων τῷ Μενελάῳ», (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 159., Ε. 552· τίνειν ἢ ἀποτίνειν τιμήν τινι Γ. 286, 288· οὕτω, ἄγειν τιμὴν Ὀδ. Χ. 57· ἐμῆς ἕνεκα τιμῆς, πρὸς ἱκανοποίησίν μου, Ἰλ. Ρ. 92, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 70, 117· οὐ σή... ἡ τιμή, δὲν εἶναι ἰδική σου ἡ ποινή, Πλάτ. Γοργ. 497Β. 2) ἐκτίμησις πρὸς κατανομὴν τῶν φόρων, τοῦ κλήρου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744D· καθόλου, ὁ πλούτος τ. τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Ἀριστ. Ρητορ. 2. 16, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. évaluation, estimation :
1 au propre;
2 valeur, prix;
3 somme à payer ou perçue ; paiement ; produit, montant (d’une vente);
4 évaluation juridique ; peine, compensation, satisfaction : τιμὴν τίνειν, ἀποτίνειν τινί IL payer une indemnité à qqn ; τιμὴν ἄγειν ἐεικοσάβοιον OD amener vingt bœufs comme indemnité ; τιμὴν ἄρνυσθαί τινι IL réclamer satisfaction pour qqn ; ἐμῆς ἕνεκα τιμῆς IL pour me donner satisfaction, pour assouvir ma vengeance;
B. prix qu’on attache à, honneur, d’où :
I. estime pour autrui : ἡ ὑπὸ πάντων τιμή XÉN l’estime publique;
II. honneur, estime, considération dont jouit qqn : τιμὴς ἔμμορον εἶναι OD participer à l’estime ; ὀφέλλειν τινὰ τιμῇ IL rehausser la considération de qqn ; τιμὴν νέμειν, ἀπονέμειν τινί rendre honneur à qqn, lui accorder une récompense ou une distinction, accorder à qqn de la considération, lui témoigner des égards ; μεγάλας τιμὰς περιάπτειν ἑαυτῷ XÉN obtenir pour soi de grands honneurs ; τιμὰς ἔχειν HDT jouir de la considération, être honoré ; ἐν τιμῇ εἶναι XÉN être honoré ; τιμὴν φέρειν τινι XÉN apporter de l’honneur à qqn, lui faire honneur ; τιμὰς φέρεσθαι PLAT récolter de l’honneur, recevoir des récompenses ; adv. • τιμῇ SOPH avec honneur, glorieusement;
III. marque d’honneur, d’où :
1 dignité, particul. dignité divine, dignité royale;
2 poste d’honneur, charge honorifique, charge en gén. : τιμὴν ἔχειν avec l’inf., avoir la fonction de, être chargé de ; οἱ ἐν τιμαῖς EUR ceux qui ont une charge ; ἐκβάλλειν τινα ἐκ τῆς τιμῆς XÉN faire partir qqn de sa charge ; τιμαὶ καὶ ἀρχαί XÉN charges honorifiques et fonctions publiques ; privilège;
3 moyens d’honorer une divinité, fête, sacrifice;
C. ce qui est tenu en honneur, objet de l’estime, du respect ; autorité, magistrature ; καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει SOPH même ce qu’il y a de plus fort se courbe devant celui qui est haut placé ; τιμὰς τὰς θεῶν πατεῖν SOPH fouler aux pieds ce qui est sacré aux dieux;
D. en mauv. part peine, châtiment, vengeance.
Étymologie: τίω.
English (Strong)
from τίνω; a value, i.e. money paid, or (concretely and collectively) valuables; by analogy, esteem (especially of the highest degree), or the dignity itself: honour, precious, price, some.
English (Thayer)
τιμῆς, ἡ (from τίω, to estimate, honor, perfect passive τετιμαι), from Homer down, the Sept. for עֵרֶך (a valuing, rating), כָּבוד, יְקָר, הָדָר;
1. a valuing by which the price is fixed; hence, the price" itself: of the price paid or received for a person or thing bought or sold, with a genitive of the person τιμή αἵματος, the price paid for killing, (cf. 'blood-money'), ἠγοράσθητε τιμῆς (not gratis, but) with a piece, i. e. (contextually, with emphasis) at a great price (Buttmann, § 132,13; yet see Winer's Grammar, 595 (553)), Vulg. magno pretio); ὠνεῖσθαι τιμῆς ἀργυρίου, to buy for a price reckoned in silver, i. e. for silver, thing prized (A. V. honor), ), 26.
2. honor which belongs or is shown to one: the honor of one who outranks others, pre-eminence, δόξα καί τιμή, τῷ Θεῷ (namely, ἔστω (cf. Buttmann, § 129,22Rem.)) τιμή or ἡ τιμή, the honor which one has by reason of the rank and state of the office which he holds, Hebrews , the passage cited); veneration: διδόναι, λαβεῖν, τιμήν, deference, reverence, R. V. text preciousness (cf. 1above)); mark of honor, πολλαῖς τιμαῖς τιμᾶν τινα, ἐν τιμή, honorably, κτάομαι); οὐκ ἐν τιμή τίνι, not in any honor, i. e. worthy of no honor, value; see πλησμονή); εἰς τιμήν, σκεῦος, 1); περιτιθεναι τίνι τιμήν, περιτίθημι, b.); τιμήν ἀπονέμειν τίνι, to show honor to one, διδόναι τιμήν, ἔχειν τιμήν, to have honor, be honored, Hebrews 3:3.