καταφέρω

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφέρω Medium diacritics: καταφέρω Low diacritics: καταφέρω Capitals: ΚΑΤΑΦΕΡΩ
Transliteration A: kataphérō Transliteration B: katapherō Transliteration C: katafero Beta Code: katafe/rw

English (LSJ)

fut.

   A κατοίσω Plu.Per.28, -οίσομαι Il.22.425: aor. 1 κατήνεγκα LXX Ge.37.2, inf. -ενεγκεῖν Plb.1.62.9; Dor. κατέφειρα GDI 2317.8 (Delph.):—bring down, once in Hom., οὗ μ' ἄχος ὀξὺ κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω will bring me down to the grave, Il.l.c.; βαρυπεσῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμάν A.Eu.370 (lyr.); of rivers, κ. χρυσίον, γῆν, Arist.Mir.833b17, Pr.935a16: Com., ὁ Κρᾶθις ἡμῖν κ. μάζας Metag. 6.1; esp. of cutting instruments, κ. τὴν σμινύην Ael.NA11.32; τὴν δίκελλαν, τὴν σφῦραν, Luc. Tim.7, Prom.2: c. dat. obj., κ. τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ let it fall upon him, Plu.2.236e: c. gen., τὴν ἅρπην τῆς ἰξύος Ach.Tat.1.3; τῶν γνάθων τὸ ξυρόν Alciphr.3.66: metaph., ψόγον τινός LXX Ge.37.2: abs., hew downwards, deal a blow, Luc.DDeor. 8, Somn.3; κ. πληγήν Id.Tim.40, cf. D.S.11.69 (but also κατήνεγκε πληγαῖς τὴν κεφαλήν PTeb.138 (ii B.C.)).    b pull down, demolish, πύργους Plb.4.64.11; ἥλους (warts) Philum.Ven.10.4.    c pay down, discharge, Arist.Oec.1348a2, Plb.1.62.9, 33.13.6, GDI1754 (Delph.), Plu.Per.28.    d pass, evacuate, τὰ σπλάγχνα μετὰ τῶν σιτίων J.BJ5.9.4.    e refer a thing, ἀπό τινος ἐφ' ἕτερον, v.l. for μεταφέρειν, Lexap.D.21.94.    f carry down, in reckoning, etc., πλῆθος ἀμήχανον ἐτῶν Plu.Num.18; τὸ τῆς εὐδαιμονίας εἰς τὰ ζῷα Plot. 1.4.1.    2 Pass., to be brought down by a river, of gold dust, Hdt. 1.93; from an upper story, D.47.63; to move downwards with violence, to be discharged, of humours, Hp.Epid.6.8.18; to be couched, of a cataract, -ενεχθέντος τοῦ ὑποχύματος Gal.7.89.    b descend, sink, Arist.HA590b8; κ. ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ἡ ἡμέρα, ib.552b21, Plu.Nic.21, Tim.12; κ. ὁ λύχνος is near going out, Id.Caes.69; κ. [ἡ ἄμπελος] is perishing, Thphr.HP4.13.5; of dancers, κ. ἐπὶ γῆν Critias 36 D., cf. Democr.228; of a sick person, κ. καθάπερ νεκρόν Gal.7.591; but ἐπὶ πόδας, of a patient in bed, Id.18(2).60.    c fall, flow down, of rain or rivers, Gp.5.2.16, Hsch.s.v. Πεντέλεια.    d tumble down, αἱ οἰκίαι κ. ἐπί τινα . . Plu. Dio 44; ἀφ' ὕψους -ενεχθεῖσα γυνή Sor.2.84.    e to be weighed down, ἐν τοῖσιν ὕπνοισι v.l. in Hp.Epid.4.45, cf. 5.50; κ. καὶ νυστάζειν Arist.Somn.Vig.456b31; ἐς ὕπνον Luc.DMeretr.2.4; ὕπνῳ βαθεῖ Act.Ap.20.9, cf. Philostr. Gym.54; ὑπὸ μέθης Ath.11.461c: abs., drop asleep, opp. ἐγείρεσθαι, Arist. GA779a9, Insomn.462a10; to be semi-comatose, ἀγρυπνεῖν τε ἅμα καὶ -εσθαι Gal.16.497.    II carry back, carry home, Ar.Ach.955.    2 of a storm, drive to land, ὁ χειμὼν κατήνεγκε τὰς ναῦς ἐς τὴν Πύλον Th.4.3, cf. Plb.3.24.11:— Pass., καταφέρεται χειμῶνι ἐς τὸ Ἀθηναίων στρατόπεδον Th.1.137, cf. 3.69: generally, in Pass., to be landed, discharged, of cargoes, PFlor. 278ii 13 (iii A.D.), etc.    III Pass., metaph., to be brought to a point, ἐπὶ γνώμην, ἐλπίδα, etc., Plb.30.19.13, 6.9.3, Plot.2.6.1; ἐπὶ τὰς αὐτὰς διανοίας D.H.Lys.17, cf. Phld.Mort.29, al.: abs. (cf. καταφορά 11.3), ib.30:—also Act., have recourse, ἐπ' οὐθὲν ψεῦδος Id.Rh.1.159 S.    2 tend, ἡ [σύνταξις] ἐπὶ τὸ προστακτικὸν φύσει κ. A.D.Synt.232.8; τῶν ῥημάτων -φερομένων εἰς τὴν ἐπὶ τέλους βαρεῖαν ib. 134.25.    3 enter the lists, like Lat. descendere in arenam, Lib.Or.59.67.    IV bring against, τὴν διαβολὴν κ. τινός Arist.Rh.Al.1437a19.    V intr. in Act., to be prone, inclined, κ. εἰς τὰς γυναῖκας POxy.465.146.

Greek (Liddell-Scott)

καταφέρω: μέλλ. κατοίσω, παρ’ Ὁμ., -οίσομαι·- φέρω κάτω (ἀντίθ. τῷ ἀναφέρω, φέρω ἄνω), ἄχος με κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω, ἡ θλῖψις θά με φέρῃ κάτω εἰς τὸν τάφον, Ἰλ. Χ. 425 (τὸ μόνον παράδειγμα παρ’ Ὁμ.)· βαρυπεσῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμὰν Αἰσχύλ. Εὐμ.. 370· ἐπὶ ποταμῶν, κ. χρυσίον, γῆν, κτλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 46, κ. ἀλλ.·- ἰδίως ἐπὶ κοπτερῶν ἐργαλείων, κ. τὴν σμινύην Αἰλ. π. Ζ. 11. 35· τὴν δίκελλαν, τὴν σφῦραν Λουκ. Τίμ. 7, Προμ. 2· δίελε τὴν κεφαλὴν εἰς δύο κατενεγκὼν (δηλ. τὸν πέλεκυν) Λουκ. Θεῶν Διάλ. 8. 1· καὶ μετὰ δοτ., κ. ξίφος τῷ πολεμίῳ Πλουτ. Λακ. Ἀποφθ. 236Ε· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἀντικειμ., κ. τὸ ξίφος τοῦ πολεμίου, «καταιβάζω» κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Πλούτ. 2. 236Ε· τὴν ἅρπην τῆς ἰξύος Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 3· κ. τὴν δίκελλαν βαθείας τῆς γῆς, εἰς τὸ βάθος τῆς γῆς, Γεωπ. 2. 2, 3· σκάπτε βαθείας καταφέρων (δηλ. πληγὰς γῆς), κατὰ τῆς γῆς, Λουκ. Τίμ. 40· καὶ μεταφ., τῶν γνάθων τὸ ξυρὸν Ἀλκίφρων 3. 66· τὴν διαβολὴν κατ. τινὸς Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 30, 11· ψόγον κατά τινος Ἑβδ. (Γέν. ΛΖ΄, 2)·- ἀπολ., κόπτω καταβιβάζων πρὸς τὰ κάτω, καταβιβάζω κτύπημω, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 8. 1., 2, Ἐνύπν. 3. β) καταστρέφω, καθαιρῶ, καταρρίπτω, κρημνίζω, πύργους Πολύβ. 4. 64, 11. γ) πληρώνω, ὡς τὰ καταβάλλω, τελῶ, κατατίθημι, ὁ αὐτ. 1. 62, 9., 33. 11, 6, Πλουτ. Περικλ. 28, καὶ ἐν Ἐπιγρ. Δελφῶν πολλάκις ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης, κατενεγκάντω δὲ τὸν ἔρανον, καὶ κατενεγκάσας = κατενεγκούσας (ἐν τῇ αὐτῇ σημασίᾳ καὶ τὸ ῥῆμ. καθιστάναι ἐν τοῖς νόμοις τῶν Γορτυνίων) κατενεγκάτω τὸν ἔρανον, καὶ ὁ ἔρανος ἂν κατενεχθῇ, Dittenb. δ) ἀναφέρω εἰς τὸ δικαστήριον, ἀπό τινος ἐφ’ ἕτερον Δημ. 545. 9 (Βεκκῆρος μεταφέρειν)· καὶ ἀμεταβ., κρέμαμαι, «αἱ τρίχες αἱ καταφέρουσαι εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς» Ἡσύχ. 2) Παθ. ἢ μέσ., φέρομαι πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ ποταμοῦ, ποταμὸς ἐκ τοῦ ὄρους καταφέρεται Ἡσύχ.· ἐπὶ χρυσῆς κόνεως, ψήγματος καταφερομένου ἐκ τοῦ… Ἡρόδ. 1. 93· ὄμβρων καταφερομένων Γεωπ. 5. 2, 16· τὰ σκεύη κατηνέχθη, δηλ. ἐκ τόπου ὑψηλοτέρου εἰς κατώτερον, ἐκ τοῦ ἀνωγείου, Δημ. 1158. 15·- κινοῦμαι ὁρμητικῶς πρὸς τὰ κάτω, ἀποφέρομαι, ἐκκρίνομαι, ἐπὶ ὑγρῶν, τὰ καταφερόμενα ἐκ τῶν φυημάτων καὶ ἐμπυημάτων Ἱππ. 1200Η· ἡ κοιλία ἐν τῷ πυρέσσειν κ. (δηλ. εἰς διάρροιαν) Ὀρειβ. 43· ὠῷν τὸ μὲν ἀποδέον ἐπιπολάζει, τὸ δὲ πλῆρες καταφέρεται κάτω Γεωπ. 14. 7, 27. β) καταβαίνω, βυθίζομαι (πρβλ. καταφερής), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 17· κ. ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ἡ ἡμέρα αὐτόθι 5. 19, 26, Πλούτ. κτλ.· κ. ὁ λύχνος, πλησιάζει νὰ σβεσθῇ, Πλουτ. Καῖσ. 69· κ. ἡ ἄμπελος, καταστρέφεται, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 5. γ) καταπίπτω, αἱ οἰκίαι κ. ἐπί τινα…, Πλουτ. Δίων 44· οἰκίαν κατενεχθεῖσαν ἀναστῆσαι Χρυσοστ. εἰς Α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ) καταβαρύνομαι, καταβυθίζομαι, ἐν τοῖσιν ὕπνοισι Ἱππ. 1137C· κ. καὶ νυστάζειν Ἐριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρ. 456. 31b, πρβλ. π. Ἐνυπνίων 3. 13· εἰς κάρον, εἰς ὕπνον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2· ὕπνῳ βαθεῖ Πράξ. Άποστ. κ΄, 9· ὑπὸ μέθης Ἀθην. 461C· καὶ ἀπολ., πίπτω εἰς ὕπνον, ἀντίθ. τῷ ἐγείρεσθαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 12, π. Ἐνυπνίων 3· διεγείρειν δὲ αὐτοὺς μὴ ἐῶντας καταφέρεσθαι Διοσκ. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, φέρω εἰς τὸ οἶκον ἢ τὴν πατρίδα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 955·- Παθ., κατηνέχθησαν πρὸς τὴν Πελοπόννησον, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Πελοπόννησον, κατέπλευσαν, Θουκ. 3. 69. 2) ἐπὶ τρικυμίας, ὠθῶ εἰς τὴν ξηράν, ὁ χειμὼν κατήνεγκε τὰς ναῦς ἐς τὴν Πύλον ὁ αὐτ. 4. 3, πρβλ. Πολύβ. 3. 24, 11.- Παθ., καταφέρεται χειμῶνι ἐς τὸ Ἀθηναίων στρατόπεδον Θουκ. 1. 137. 3) μεταφ., φέρομαι εἴς τι σημεῖον, ὡς εἰ κατὰ τύχην συναντῶ τι, ἐπὶ γνώμην, ἐλπίδα κτλ., Πολύβ. 30. 17, 13., 6. 9, 3· ἐπὶ τὰς αὐτὰς διανοίας κατενήνεκται Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 17· παρ’ Ἡσύχ. ὁ πρκμ., κατήνοχα καὶ κατενήνοχα. ΙΙΙ. καταφέρομαί τινος, καθάπτομαι, κατηγορῶ, Σχολ. Cod. Bav. Λιβαν. τ. Α. σ. 182.

French (Bailly abrégé)

f. κατοίσω, ao. κατήνεγκα, etc.
I. tr. porter en bas :
1 faire descendre, porter ou diriger en bas : ποδὸς ἀκμάν ESCHL la pointe du pied;
2 précipiter : τινα Ἄϊδος εἴσω IL qqn dans les enfers;
3 pousser dans un port, faire aborder, rég. ind. avec ἐς et l’acc. ; Pass. être porté à un port, à une côte;
II. enfoncer, ou simpl. diriger de haut en bas (un instrument, hoyau, épée, etc.) acc. : τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ PLUT abattre son épée sur l’ennemi ; abs. asséner un coup, frapper;
III. précipiter, renverser, abattre ; Pass. s’écrouler;
IV. déposer, verser de l’argent;
V. porter en arrière, ramener dans son pays ; Pass. être ramené, revenir;
Pass.-Moy. καταφέρομαι (f. κατενεχθήσομαι, ao. κατηνέχθην);
1 baisser en parl. du jour, du soleil, de la lune;
2 fig. se laisser aller à, se livrer à (un dessein, une espérance, etc.).
Étymologie: κατά, φέρω.

English (Autenrieth)

only fut., κατοίσεται, will bring me down to the grave, Il. 22.425†.

English (Strong)

from κατά and φέρω (including its alternate); to bear down, i.e. (figuratively) overcome (with drowsiness); specially, to cast a vote: fall, give, sink down.

English (Thayer)

1st aorist κατήνεγκα; passive, present καταφέρομαι; 1st aorist κατηνεχθην; (from Homer down); to bear down, bring down, cast down: ψῆφον, properly, to cast a pebble or calculus namely, into the urn, i. e. to give one's vote, to approve, αἰτιώματα κατά τίνος (see κατά, I:2b. (but the critical editions reject κατά κτλ.)), L T Tr WH. Passive, to be borne down, to sink (from the window to the pavement), ἀπό τοῦ ὕπνου, from sleep (from the effect of his deep sleep (cf. Buttmann, 322 (277); Winer's Grammar, 371 (348))), to be weighed down by, overcome, carried away, καταφερόμενος ὕπνῳ βάθει, sunk in a deep sleep, Winer's Grammar, 431 (401)) is the expression in secular authors, καταφέρομαι εἰς ὕπνον, to sink into sleep, drop asleep, Josephus, Antiquities 2,5, 5; Herodian, 2,1, 3 (2); 9,6 (5); τοισιν ὑπνοισιν, Hipp., p. 1137c. (Kühn iii., p. 539)), and in the same sense simply καταφέρομαι; cf. (Liddell and Scott, under the word, I:2d.); Stephanus' Thesaurus 4col. 1286 (where the passage from Acts is fully discussed).