ζῷον

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῷον Medium diacritics: ζῷον Low diacritics: ζώον Capitals: ΖΩΟΝ
Transliteration A: zō̂ion Transliteration B: zōon Transliteration C: zoon Beta Code: zw=|on

English (LSJ)

τό,
A living being, animal, Hdt.5.10 (of bees), Ar.V.551, Pl. 443, etc.; πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν ζῷον ἂν λέγοιτο Pl.Ti.77b; ζῷα, opp. φυτά, Id.Phd.70d, 110e, etc.; ζ. θαλάττιον, χερσαῖον, Phld. Rh.1.98S.; contemptuously, ὅπως ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται may be free from this kind of animal (i.e. beggars), Pl.Lg. 936c; ζ. πονηρόν, of women, Secund.Sent.8.
II in art, figure, image, not necessarily of animals (cf. ζῴδιον), ζῷον δέ οἱ ἐνῆν, ἀνὴρ ἱππεύς Hdt.3.88: mostly in plural, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν Id.1.203, cf. 2.4,124,148, Pl.R. 515a, etc.; ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου to have pictures of the bridging of the Bosporus painted, Hdt.4.88; cf. ζωγραφέω: ζῷα ποιεῖν Plu.Per.13.
III sign of the Zodiac, Man.2.166.—The word is post-Hom., no generic word used for animal being found till after the middle of the fifth cent. B.C. (ζώϊον Semon.13, whence Att. ζῷον by contraction: ι is found in IG12.372.42, al.,11(2).161B76 (Delos, iii B.C.), Phld.Rh.2.166S., and in codd. opt. in the Noun; the Adj. ζωός (q.v.) had no ι: for the compounds (exc. ζωγλύφος, ζωγράφος) decisive evidence is lacking: ζῳάγρια with ι was read by Aristarch. in Il.18.407.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tout être vivant, animal;
2 personnage ou figure (d'homme ou d'animal) représentés dans un tableau (même en parl. d'objets inanimés) : ζῷα γραψάμενος (= ζωγραφησάμενος) τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου HDT ayant représenté d'après nature le passage du Bosphore (le roi, l'armée).
Étymologie: contr. de ζώϊον.

German (Pape)

τό, vgl. EM. p. 413.17 und oben ζώϊον, lebendiges Wesen, Tier; Ar. Pax 131; Plat. πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζῷον ἂν λέγοιτο ὀρθότατα, Tim. 77b; μὴ μόνον κατ' ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ κατὰ ζῴων πάντων καὶ φυτῶν Phaed. 70d, 110e, Symp. 188a; πρὸς ἡμῖν τἄλλα ζῷα καὶ δένδρα Soph. 233e; Folgde: τί γὰρ εὔδαιμον μᾶλλον νῦν ἐστι δικαστοῦ ζῷον Ar. Vesp. 551; πενία, ἧς οὐδαμοῦ οὐδὲν πέφυκε ζῷον ἐξωλέστερον Plut. 443. – Nach Phot. ζῷον καὶ τὸ ἀληθινὸν καὶ τὸ γεγραμμένον λέγουσι, gemaltes Wesen, Gemälde; ζῷα γράφειν und γράφεσθαι, = ζωγραφεῖν, oft bei Her.; ζῷα γραψάμενος πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου (gleichsam »nach dem Leben malen lassen«) 4.88; ζῷα ἐγγεγλυμμένα für τύποι ἐγγεγλυμμένοι 2.149; ἀνδριάντας καὶ ζῷα λίθινα καὶ ξύλινα Plat. Rep. VII.515a; ὁ λόγος ὥσπερ ζῷον τὴν ἔξωθεν περιγραφὴν ἔοικεν ἱκανῶς ἔχειν, wie ein Gemälde in Umrissen, Polit. 277c; ἐπ' ἀμφοτέροις τοῖς μιμήμασι, τοῖς ζῴοις καὶ τοῖς ὀνόμασι Crat. 430d; τὰ ζῷα ποιεῖν, malen, Plut. Per. 13. – Auch = ζῴδιον, Sternbild, Plut. an. procr. 31.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῷον -ου, τό en ζῶον [~ ζήω] levend wezen (m. n. dieren en mensen):. πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζῷον... ἂν ἐν δίκῃ λέγοιτο alles wat deelheeft aan het leven kan terecht ‘levend wezen’ genoemd worden Plat. Tim. 77b. figuur, beeld, schildering (ook van levenloze zaken):. ζῷα γραψάμενος πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου καὶ... Δαρεῖον toen hij een schilderij had laten maken van de hele overbrugging van de Bosporus en van Darius Hdt. 4.88.1; ταχὺ καὶ ῥᾳδίως τὰ ζῷα ποιεῖν vlug en met gemak schilderingen maken Plut. Per. 13.4.

Russian (Dvoretsky)

ζῷον: иногда ζῶον τό
1 живое существо (ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζ., sc. ἐστιν Arst.): πᾶν, ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζ. ἂν λέγοιτο Plat. все, что причастно жизни, может быть названо живым существом;
2 животное (ζῷα πάντα καὶ φυτά Plat.; γένος ἀνθρώπων καὶ ζῴων καὶ φυτῶν Arst.);
3 презр. тварь: ὅπωςχώρα τοῦ τοιούτου ζώου καθαρὰ γίγνηται Plat. чтобы страна очистилась от подобной твари;
4 изображение с натуры, т. е. статуя, картина, рисунок и т. д. (πυραμίς, ἐν τῇ ζῷα ἐγγέγλυπται Her.): ζ. οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Her. на нем (т. е. на каменном изваянии) было изображение всадника; ζῷα γράψασθαι πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου Her. написать картину (изображающую) весь этот мост через Боспор.

Spanish

animal

Greek Monotonic

ζῷον: (όπως εάν προερχόταν κατόπιν συναίρ. από το ζώϊον), τό (ζάω),
I. έμψυχο, έμβιο ον, ζώσα ύπαρξη, ζωντανό πλάσμα, ζώο (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. στη ζωγραφική και στη γλυπτική, απείκασμα, είδωλο, ομοίωμα, όχι απαραίτητα κάποιου ζώου μονάχα, σε Ηρόδ.· κυρίως στον πληθ., ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, με δεύτερη αιτ., το πράγμα που απεικονίζεται· ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου, να ζωγραφίσει τη διάβαση του Βοσπόρου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῷον: τό, ζῶν πλάσμα, μετέχον ζωῆς, Λατ. animal (ἀντὶ animale), Ἡρόδ. 5. 10 (ἐπὶ μελισσῶν), Ἀριστοφ. Σφ. 551, Πλ. 443, κτλ.· πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν ζῷον ἂν λέγοιτο Πλάτ. Τιμ. 77Β· ζῷα, ἀντίθ. φυτά, ὁ αὐτ. Φαίδωνι 70D, 110Ε, κτλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰ ἑρπετά, ζῴοισιν ἑρπόντεσσί θ· Πίνδ. Ο. 7. 95· περιφρονητικῶς, ὅπωςχώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται, ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τοιούτου εἴδους ζῴου (δηλ. ἀπὸ ἐπαιτῶν), Πλάτ. Νόμ. 936C. ΙΙ. ζωγραφία, γλυφή, εἰκών, ὁμοίωμα οὐχὶ ἀναγκαίως ζῴου, ἀκριβῶς ὡς τὸ τύπος (πρβλ. ζῴδιον), ζῷον δὲ οἱ ἐνῆν, ἀνὴρ ἱππεὺς Ἡρόδ. 3. 88· ἀλλὰ συνήθ. κατὰ πληθ., ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν αὐτόθι 203, πρβλ. 2. 4, 124, 148, Πλάτ. Πολ. 515Α, κτλ.· ζῷα γράφεσθαι, ἀντὶ τοῦ ζωγραφεῖν, μετὰ β΄ αἰτιατ. τοῦ ζωγραφουμένου πράγματος, ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου, νὰ ζωγραφήσῃ τὴν διάβασιν τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 88· πρβλ. ζῴδιον, ζωγράφος, ζωογλύφος. - Ἡ λέξις εἶναι τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων· οὐδεμία δὲ λέξις ἐκφράζουσα τὸ γένος ζῷον εὑρίσκεται μέχρι τῆς 5ης ἑκατονταετηρ. π.Χ. (Ἐν Ἐπιγρ. καὶ τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων φέρεται ζῷον, ὡς συνηρ. ἐκ τοῦ ζώϊον, ὅπερ μετεχειρίσθη ὁ Σιμωνίδ., πρβλ. Ε. Μ. 413. 17. Ἀλλ’ ἐν τῷ ἐπιθ. ζωὸς καὶ τοῖς ἐξ αὐτοῦ συνθέτοις δὲν ὑπάρχει τὸ ι, ἴδε Δινδ. Στεφ. Θησ.).

Middle Liddell

[as if contr. from ζώϊον
I. a living being, animal, Hdt., Ar., etc.
II. in painting and sculpture, a figure, image, not necessarily of animals, Hdt.; mostly in plural, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν Hdt., Plat., etc.; ζῷα γράφεσθαι, = ζωγραφεῖν, with a second acc. of the thing painted, ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου to have the passage of the Bosporus painted, Hdt.

Chinese

原文音譯:zîon 索按
詞類次數:名詞(23)
原文字根:活(著)(的一位) 相當於: (חָיָה‎) (חַי‎ / חַיָּה‎)+ (נֶפֶשׁ‎)
字義溯源:活物,牲畜,畜類;源自(ζάω)*=活)。在新約,活物這字從來不用來描寫人。( 來13:11)是指作為祭物的畜類;( 彼後2:12;猶:10)是指沒有理性的畜物(隱喻假教師)。啓示錄廿次提到那圍繞在寶座前,敬拜神的四活物,可能是一切受造之物的象徵
出現次數:總共(23);來(1);彼後(1);猶(1);啓(20)
譯字彙編
1) 活物(20) 啓4:6; 啓4:7; 啓4:7; 啓4:7; 啓4:7; 啓4:8; 啓4:9; 啓5:6; 啓5:8; 啓5:11; 啓5:14; 啓6:1; 啓6:3; 啓6:5; 啓6:6; 啓6:7; 啓7:11; 啓14:3; 啓15:7; 啓19:4;
2) 畜類(2) 彼後2:12; 猶1:10;
3) 牲畜的(1) 來13:11

English (Woodhouse)

animal, living thing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό animal usado en las prácticas para extraer su espíritu por estrangulamiento λαβὼν τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ ἀπόπνιξον ζῷα ζʹ toma el primer día siete animales y estrangúlalos P XII 30 P XII 33 por ahogamiento ὁρκίζω σε, τὸν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ μὲν ἄγγελον κραταιὸν καὶ ἰσχυρὸν τοῦ ζώου τούτου te conjuro a ti, el ángel poderoso y fuerte de este animal en este lugar (ref. a un gato deificado) P III 72

Translations

'Are'are: waisi'a-ni hanua, waisi'a-ni aasi, waisi'a; Abaza: псауышвхӏа, хӏайуан; Abkhaz: аԥстәы; Acholi: lee; Adyghe: былым, псэушъхь; Afrikaans: dier; Albanian: shtazë; Aleut: algax; Amharic: እንሰሳ, እንስሳ; Arabic: حَيَوَان‎; Egyptian Arabic: حيوان‎; Gulf Arabic: حيوان‎; Aragonese: animal; Armenian: կենդանի; Aromanian: pravdã; Assamese: জন্তু; Asturian: animal; Avar: хӏайван; Azerbaijani: heyvan; Baluchi: جناور‎; Bambara: bagan; Barngarla: barroo; Bashkir: хайуан; Basque: animalia; Bavarian: Viech; Belarusian: жывёла, звер; Bengali: জানোয়ার; Borôro: barögö; Breton: loen, aneval,il; Bulgarian: живо́тно; Burmese: တိရစ္ဆာန်, သတ္တဝါ; Buryat: амитан; Catalan: animal; Cebuano: hayop, mananap; Central Melanau: benateang; Central Sierra Miwok: halé·-to-; Chechen: дийнат, акхаро, экха; Cherokee: ᎦᎾᏝᎢ, ᎡᎿᎢ; Chichewa: nyama; Chinese Cantonese: 動物, 动物; Dungan: дунву, харвани; Hakka: 動物, 动物; Mandarin: 動物, 动物; Min Dong: 動物, 动物; Min Nan: 動物, 动物; Wu: 動物, 动物; Chukchi: гынник; Chuvash: чӗрчун, выльӑх; Crimean Tatar: ayvan, canavar; Czech: živočich, zvíře; Danish: dyr; Dargwa: мицӏираг, хӏяйван; Dutch: dier, beest; Dzongkha: སེམས་ཅན; Elfdalian: krytyr, diuor; Erzya: ракшат; Esperanto: animalo; Estonian: loom; Evenki: бэйңэ, бэюн; Faroese: djór, dýr; Finnish: eläin; French: animal, bête; Galician: animal; Georgian: ცხოველი; German: Tier; Gothic: 𐌳𐌹𐌿𐍃; Greek: ζώο; Ancient Greek: ζῷον; Greenlandic: uumasoq; Guaraní: mymba; Guerrero Amuzgo: kió'; Gujarati: પ્રાણી; Haitian Creole: animal, zannimo; Hausa: dabba; Hawaiian: holoholona; Hebrew: בַּעַל חַיִּים‎, חַיָּה‎; Hiligaynon: mananap; Hindi: पशु, जानवर, हैवान, जंतु, जनावर, जिनावर, प्राणी, मृग; Hungarian: állat; Hunsrik: Dier; Icelandic: dýr; Ido: animalo; Indonesian: hewan, binatang; Ingush: са доалла хӏама; Interlingua: animal, bestia; Inuktitut: ᐆᒪᔪᖅ, ᓂᕐᔪᑦ; Inupiaq: nirrun, aŋusalluq, aġnasalluq, niġrun; Irish: ainmhí; Old Irish: anmandae; Italian: animale, bestia; Itelmen: girnik, tuva; Japanese: 動物, 生き物; Javanese: kewan; Jingpho: dusat; Kabardian: псэущхьэ; Kalmyk: адусн, мал; Kannada: ಪ್ರಾಣಿ; Karachay-Balkar: хайуан; Karelian: elätti, žiivatta; Kashmiri: جانور‎; Kashubian: zwierzã; Kaurna: pardu; Kazakh: жануар, хайуан, айуан; Khakas: аң; Khmer: សត្វ; Kimaragang: dudupot; Korean: 동물(動物), 생물(生物); Krymchak: tuvar; Kumyk: гьайван; Kurdish Central Kurdish: حەیوان‎, ئاژەڵ‎; Northern Kurdish: ajal, candar, heywan, lawir; Kyrgyz: айбан, жаныбар; Lak: хӏайван, жанавар; Lao: ສັດ; Latgalian: dzeivnīks, žeivots; Latin: animal, bestia; Latvian: dzīvnieks; Lezgi: гьайван; Lithuanian: gyvūnas; Low German Dutch Low Saxon: beest; Luxembourgish: Déier; Lü: ᦶᦉᧆ; Macedonian: животно; Malay: binatang, haiwan, satwa; Jawi: بيناتڠ‎, حيوان‎, ستوا‎; Malayalam: മൃഗം; Maltese: annimal; Mansaka: binatang; Maori: kararehe, kīrehe; Maranao: ayam, binatang; Marathi: जनावर; Mingrelian: ცხოველი, შურდგუმილი; Moksha: ракша; Mongolian Cyrillic: амьтан, адгуус; Nahuatl Central: yolqui; Classical: yolcatl; Nanai: бэюн; Nepali: जनावर; Nivkh: ӈа; Norwegian Bokmål: dyr; Nynorsk: dyr; Nuer: ley; Occitan: animal; Old Church Slavonic Cyrillic: животъ, звѣрь; Old English: dēor, nīeten; Old High German: tior; Old Norse: dýr; Old Prussian: zwīrs; Oriya: ଜନ୍ମୀ, ପ୍ରାଣୀ; Oromo: korma; Ossetian: цӕрӕгой, хайуан, цӕрӕгой; Palauan: charm; Pali: jīvī; Pashto: حيوان‎, ژوي‎; Persian: جانور‎, حیوان‎; Plautdietsch: Tia; Polish: zwierzę; Portuguese: animal, bicho; Punjabi: ਹੈਵਾਨ; Quechua: uywa; Rohingya: focú, januar; Romagnol: animêl; Romani: həyvə́y, ḳayvayá; Romanian: animal, fiară; Romansch: animal, biestg; Russian: живо́тное, зверь, тварь, скоти́на, животи́на; Rusyn: жывина; Sanskrit: पशु, मृग, प्राणी; Sardinian Campidanese: animali; Logudorese: fiadu; Sassarese: animàri; Scots: ainimal; Scottish Gaelic: beathach, ainmhidh; Serbo-Croatian Cyrillic: живо̀тиња, зве̑р, звије̑р, ско̏т; Roman: živòtinja, zvȇr, zvijȇr, skȍt; Sicilian: armali; Sinhalese: සතා, සත්‍තු; Slovak: živočích, zviera; Slovene: žival, zver; Somali: xayawaano; Sorbian Lower Sorbian: zwěrje; Upper Sorbian: zwěrjo; Southern Altai: амыт, аҥ; Spanish: animal, bestia; Sumerian: 𒁕𒁕𒀯; Swahili: mnyama; Swedish: djur; Tabasaran: гьяйванат; Tagalog: hayop; Tajik: ҳайвон, ҷонвар; Tamil: விலங்கு, மிருகம்; Tat: хьэйвон; Tatar: хайван; Telugu: జంతువు; Thai: สัตว์; Tibetan: སེམས་ཅན; Tigrinya: እንስሳ; Tocharian A: lu; Tocharian B: luwo; Tongan: manu; Tswana: sebatana, phologolo; Turkish: hayvan, döngül, çer, töm; Turkmen: haýwan; Tuvan: амытан; Udmurt: пудо; Ukrainian: твари́на, звір; Urdu: حیوان‎, جانور‎; Uyghur: ھايۋان‎; Uzbek: hayvon; Veps: živat; Vietnamese: thú vật, động vật; Volapük: nim, laidavamaf, cenavamaf; Võro: elläi; Walloon: biesse; Welsh: anifail, mil; West Frisian: dier, bist; Wiradhuri: wambi, gunal; Wolof: mala; Xhosa: burhalarhume, isilo, isilwanyana; Yagnobi: ҳайвон; Yakut: харамай, кыыл; Yiddish: חיה‎; Yoruba: e̩ran; Yup'ik: ungungssit; Zazaki: heywan, ganwer, jınawer, cınawer; Zealandic: beêste; Zhuang: doenghduz; Zulu: isilwane