πειρασμός
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ὁ,
A trial, LXX De.4.34, al., 1 Ep.Pet.4.12; οἱ ἐπὶ τῶν παθῶν π. Dsc. 1 Praef.5; πειρασμοὶ ἐν τῇ γῇ καὶ θαλάσσῃ Cyran.40.
2 worry, LXX Ec.5.2.
II temptation, ib.Si.44.20, Ev.Marc. 14.38, etc.
German (Pape)
[Seite 545] ὁ, = πείρασις, die Versuchung zum Bösen, Sp., bes. N. T
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 épreuve, essai, expérience;
2 postér. tentation.
Étymologie: πειράζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειρασμός -οῦ, ὁ [πειράζω] beproeving.
Russian (Dvoretsky)
πειρασμός: ὁ искушение, испытание (ἐμπίπτειν εἰς πειρασμόν NT).
English (Strong)
from πειράζω; a putting to proof (by experiment (of good), experience (of evil), solicitation, discipline or provocation); by implication, adversity: temptation, X try.
English (Thayer)
πειρασμοῦ, ὁ (πειράζω, which see), the Sept. for מַסָּה, an experiment, attempt, trial, proving; (Vulg. tentatio);
a. universally, trial, proving: τόν πειρασμόν ὑμῶν ἐν τῇ σαρκί μου, the trial made of you by my bodily condition, since this condition served to test the love of the Galatians toward Paul, L T Tr WH (cf.
b. below, and Lightfoot at the passage).
b. specifically, the trial of man's fidelity, integrity, virtue, constancy, etc.: an enticement to sin, temptation, whether arising from the desires or from outward circumstances, ὑπομένειν πειρασμόν, εἰσφέρειν τινα εἰς πειρασμόν, ἐισέρχεσθαι εἰς πειρασμόν, T WH ἔλθητε); adversity, affliction, trouble (cf. our trial), sent by God and serving to test or prove one's faith, holiness, character: plural, τόν πειρασμόν μου τόν ἐν τῇ σαρκί μου, my temptation arising from my bodily infirmity, (but see a. above); ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ἐκ πειρασμοῦ ῤύεσθαι, trial) of God by men, i. e. rebellion against God, by which his power and justice are, as It were, put to the proof and challenged to show themselves: Dioscorides (100 A.D.>?) praef. i. τούς ἐπί παθῶν πειρασμούς experiments made on diseases.)
Greek Monolingual
ὁ, ΝΜΑ πειράζω
1. η διέγερση επιθυμίας για κάτι κακό, η παρακίνηση σε αμαρτία, το σκανδάλισμα (α. «μού ήρθε ο πειρασμός να κλέψω» β. «καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», ΚΔ)
2. συνεκδ. το αντικείμενο της επιθυμίας, αυτό που ποθούμε
μσν.- νεοελλ.
ο σατανάς, ο διάβολος, που κατ' εξοχήν παρακινεί τον άνθρωπο στην αμαρτία
νεοελλ.
1. αυτός που ευχαριστείται να πειράζει, να ενοχλεί τους άλλους, το πειραχτήριο
2. δοκιμασία, ενόχληση, ταλαιπωρία («δεν είναι παρά βάσανα και πειρασμός και πάθη», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας ερωτικά προκλητικής
αρχ.
1. η πείρασις, δοκιμασία, δοκιμή
2. ταραχή, στενοχώρια, άγχος («παραγίνεται ἐνύπνιον ἐν πλήθει πειρασμοῦ», ΠΔ).
Greek Monotonic
πειρασμός: ὁ (πειράζω), δοκιμασία, πειρασμός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πειρασμός: ὁ, δοκιμή, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ϛ΄, 7), Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. δ΄, 12. ΙΙ. ἡ εἰς ἁμαρτίαν παρακίνησις, συχν. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ΙΙ. = σατανᾶς. Παλλαδ. Λαυσ. 1042Α, Νεῖλ. 573Β.
Middle Liddell
πειρασμός, οῦ, ὁ, πειράζω
trial, temptation, NTest.
Chinese
原文音譯:peirasmÒj 胚拉士摩士
詞類次數:名詞(21)
原文字根:細察(著) 相當於: (מַסָּה)
字義溯源:試煉,試探,引誘,迷惑,磨煉,試煉,試驗,經驗;源自(πειράζω)=試驗);而 (πειράζω)出自(πεῖρα)=察驗); (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊); (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(21);太(2);可(1);路(6);徒(1);林前(2);加(1);提前(1);來(1);雅(2);彼前(2);彼後(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 試探(8) 太6:13; 路4:13; 路11:4; 林前10:13; 林前10:13; 提前6:9; 來3:8; 彼後2:9;
2) 試煉(6) 路8:13; 徒20:19; 加4:14; 雅1:2; 彼前1:6; 啓3:10;
3) 迷惑(4) 太26:41; 可14:38; 路22:40; 路22:46;
4) 試驗(1) 彼前4:12;
5) 磨煉(1) 路22:28;
6) 試煉的(1) 雅1:12
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πειράζω πού παράγεται ἀπό τό πεῖρα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πειράω.
Translations
experience
Albanian: përvojë; Arabic: خِبْرَة, تَجْرِبَة; Armenian: փորձառություն; Azerbaijani: təcrübə; Belarusian: вопыт, дослед; Bulgarian: опит; Catalan: experiència; Chinese Mandarin: 經驗, 经验; Czech: zkušenost, zážitek; Danish: oplevelse, erfaring; Dutch: ervaring, belevenis, beleving, ondervinding; Esperanto: sperto; Estonian: kogemus; Finnish: kokemus; French: expérience; Galician: experiencia; Georgian: გამოცდილება; German: Erlebnis, Erfahrung; Greek: εμπειρία; Ancient Greek: δαημοσύνη, ἐμπειρία, ἐμπειρίη, ἕξις, ἐπιστήμη, πεῖρα, πειρασμός, πειρατήριον, πρᾶξις; Gujarati: અનુભવ; Hebrew: ניסיון \ נִסָּיוֹן; Hindi: अनुभव, तजरुबा, तजुर्बा; Hungarian: élmény; Icelandic: reynsla; Indonesian: pengalaman; Irish: taithí, eispéireas; Italian: esperienza; Japanese: 経験, 体験; Kazakh: тәжірибе; Korean: 경험(經驗); Kyrgyz: тажрыйба; Lao: ປະສົບການ; Latin: peritia; Latvian: pieredze; Lithuanian: patirtis, patyrimas; Macedonian: искуство; Malay: pengalaman; Malayalam: അനുഭവം; Maori: wheako; Mongolian: туршлага; Norwegian: erfaring; Old English: āfandung; Pashto: تجربه; Persian: تجربه; Polish: doświadczenie; Portuguese: experiência; Romanian: experienta, experiență; Russian: опыт; Serbo-Croatian Cyrillic: искуство; Roman: iskústvo; Slovak: skúsenosť; Slovene: izkušnja; Spanish: experiencia, vivencia; Swedish: upplevelse; Tagalog: karanasan; Tajik: таҷруба; Thai: ประสบการณ์; Turkish: deneyim, tecrübe, eksperyans; Turkmen: tejribe; Ukrainian: досвід; Urdu: تجربہ; Uyghur: تەجرىبە; Uzbek: tajriba; Vietnamese: kinh nghiệm; Zazaki: tecrube
temptation
Arabic: فِتْنَة, إِغْرَاء; Armenian: գայթակղություն; Bengali: ফেতনা; Bulgarian: изкушение, съблазняване; Catalan: temptació; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: pokoušení; Dutch: verlokking; Finnish: houkuttelu, viettely; French: tentation; Georgian: განსაცდელი; German: Versuchung, Verführung; Greek: πειρασμός; Ancient Greek: πειρασμός, πειρατήριον, τὸ ἐπαγωγόν; Hungarian: kísértés; Irish: aimsiú; Italian: tentazione; Japanese: 誘惑; Malay: penggodaan; Malayalam: പ്രലോഭനം; Maori: whakapoapoatanga; Norn: tumtation; Norwegian Bokmål: fristelse; Old English: costnung; Polish: kuszenie, pokuszenie; Portuguese: tentação; Russian: искушение, соблазн; Spanish: tentación; Tagalog: bangkit