ἀνάληψις
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
later ἀνάλημψις, ἀναλήψεως, ἡ, hyperdor. ἀνάλαψις Ti Locr.100c:—
A taking up, e.g. suspension in a sling, fixing a bandage, Hp.Art.22, Off.9; looping or tying up of vines, POxy.1692.20 (ii A. D.), cf. 1631.13 (iii A. D.).
2 receiving back into a family, Luc.Abd.5.
3 acquirement of knowledge, etc., Phld.Rh.1.31 S., al., Ti.Locr. l.c., S.E.P.1.73, D.S.1.1; ἱερῶν Plu.2.351e.
4 assumption of an office, dub. in Inscr.Prien.123; διαδήματος OGI383.102.
5 Pass., being taken up or being taken away, Psalm.Solom.4.20; ascension, Ev.Luc.9.51.
6 reception, entertainment, SIG888.36 (Thrace).
7 assimilation, τροφῆς Menon Iatr.25.48.
II recovery, μνήμης Arist.Mem.451a20; means of regaining, Plu.Publ.9.
2 making good, making amends, Th. 5.65; refreshing of soldiers after hard work, Plb.3.87.1, cf. Luc. Par.40; ἀνάληψιν ποιεῖν Demetr.Com.Nov.1.10:—recovery from illness, Hp.Aph.4.27, Pl.Ti.83e.
3 repair, Str.13.1.38, PSI1.83.11 (iii A. D.).
4 repetition, [Longin.]Rh.p.200H.
Spanish (DGE)
ἀναλήψεως, ἡ
• Alolema(s): hiperdór. ἀνάλαψις Ti.Locr.100c; tard. ἀνάλημψις POxy.1692.20 (II d.C.)
I 1medic. suspensión de un vendaje, Hp.Art.22, Off.9.
2 elevación διὰ τῶν δώδεκα ζῳδίων ἡ ὁδὸς ταῖς ψυχαῖς γίνεται εἰς τὴν ἀνάληψιν Clem.Al.Strom.5.14.103
•de Cristo Ascensión Clem.Al.Strom.3.4.25
•subida al cielo de Moisés, Clem.Al.Strom.1.23.153.
3 fig. animación, ayuda, A.Mart.5.1.19, Eus.HE 6.39.5.
II 1de abstr. y cosas adquisición de conocimientos, Ti.Locr.l.c., Phld.Rh.p.63Aur., D.S.1.1, Ph.1.629, S.E.M.1.6, τῆς ἀρετῆς S.E.P.1.73, τῆς ὑγιοῦς διαθέσεως Vit.Philonid.946.50, κακίας Ph.1.65, ἱερῶν Plu.2.351e
•confiscación de una propiedad POxy.986 (II a.C.)
•aceptación, toma de posesión de un cargo IPr.123.2, διαδήματος IGLS 1.102 (Comagene I a.C.)
•apropiación τοῦ τε πλούτου καὶ τοῦ ἀξιώματος αὐτοῦ D.C.72.6.4
•medic. asimilación ἀπὸ τῶν ἐντέρων ἀ. γίνεται τῆς τροφῆς Meno Iatr.25.48
•crist., de la naturaleza humana por Cristo encarnación Gr.Nyss.Eun.3.4.15.
2 de pers. acogida, recepción, IGBulg.4.2236.43 (Tracia III a.C.).
3 prob. acción de cortar, poda de las vides POxy.1692.20 (II a.C.), 1631.13 (III d.C.).
III 1recuperación μνήμης Arist.Mem.451a20
•de textos repaso, revisión Porph.Plot.8.17
•restablecimiento de una enfermedad convalecencia Hp.Aph.4.27, Pl.Ti.83e, ἐκ νόσων Ph.2.405
•restablecimiento del cansancio descanso Plb.3.87.1, Luc.Par.40, ἀνάληψιν ποιεῖν Demetr.Com.Nou.1.10.
2 reparación, compensación τῆς ἀναχωρήσεως Th.5.65
•restauración, reconstrucción de una ciu., Str.13.1.38, διακοπῶν PSI 83.11 (III a.C.).
3 repetición Longin.Rh.p.200
•renovación τῆς ἀρχῆς D.C.57.24.1.
German (Pape)
[Seite 196] ἡ, 1) das Wiedererlangen, Plat. Tim. 52 e; τῆς ἀρχῆς Plut. Poplic. 9; Erwerben, ἐπιστήμης Tim. Locr. 100 c. – 2) das Wiedergutmachen, Thuc. 5, 65; mit θεραπεία verb., also Pflege u. Heilung, Pol. 3, 87; Genesung, Medic.; πόλεως, Wiederherstellung, Plnt. Caes. 57; – 3) παιδός, Annahme, Anerkennung, N.T.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 (ἀνά, de nouveau) action de reprendre, action de recouvrer;
2 (ἀνά, en arrière) réparation (d'une faute).
Étymologie: ἀναλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάληψις: εως ἡ
1 получение или взятие назад, отвоевание (τῆς ἀρχῆς Plut.);
2 приобретение, усвоение (ἐπιστήμης Plat.; ἀρετῆς Sext.);
3 восстановление (μνήμης Arst.; τῆς πόλεως Plut.);
4 исправление, искупление (τῆς ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως Thuc.);
5 предоставление отдыха, восстановление сил (ἀ. καὶ θεραπεία τῶν ἀνδρῶν Polyb.);
6 излечение Plat.;
7 принятие в дом, усыновление (υἱοῦ Luc.; παιδός NT);
8 вознесение NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάληψις: παρὰ μεταγεν. ἀνάλημψις, εως, ἡ: (ἀναλαμβάνω): ― τὸ ἀναλαμβάνειν, ἰδίως τὸ ἐξ ἀναδέσμου ἢ ταινίας κρέμασμα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 795. 2) παραδοχή, ἀναγνώρισις παιδίου ὡς ἰδίου, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 5. 3) κτῆσις γνώσεως, κτλ., Τίμ. Λοκρ. 100C, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 73, Διόδ., κτλ. 4) ἡ ἀναδοχὴ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2906 5) παθ., τὸ νὰ ἀναληφθῇ τις πρὸς τὰ ἄνω, ἡ Ἀνάληψις (τοῦ Κυρίου), Εὐαγγ. κ. Λουκ. θϳ, 51, Ἐκκλ. ΙΙ. ἡ ἀνάκτησις, μνήμης Ἀριστ. Περὶ μνήμ. 2, 2: μέσον πρὸς ἀνάκτησιν, Πλουτ. Ποπλ. 9. 2) ἐπανόρθωσις σφάλματός τινος, Θουκ. 5. 65: ἀναψυχή, «ξεκούρασμα» τῶν στρατιωτῶν κατόπιν ἐπιπόνου ἔργου, Πολύβ. 3. 87, 1, καὶ Λουκ.: ― ἀνάρρωσις ἐξ ἀσθενείας, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Πλάτ. Τίμ. 83E· ἀν. ποεῖν, ἐπιφέρειν, προξενεῖν ἀνάρρωσιν, Δημήτρ. Κωμικ. ἐν «Ἀρεοπαγίτῃ» 1. 9. 3) ἀποκατάστασις, ἐπανόρθωσις, ἐπὶ καταστραφείσης πόλεως ἥτις ἤρχισε νἀναλαμβάνῃ πάλιν, Στράβ. 599, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 6. 39, 5. 4) ἐπανάληψις, Γραμμ.
English (Strong)
from ἀναλαμβάνω; ascension: taking up.
English (Thayer)
(ἀνάλημψις L T Tr WH; see M, μ'), ἀναλήψεως, ἡ (ἀναλαμβάνω) (from Hippocrates down), a taking up: εἰς τόν οὐρανόν of the ascension of Jesus into heaven; (cf. Test. xii. Patr. test. Levi § 18; Suicer, Thesaurus Eccles. under the word; and Meyer on Luke, the passage cited)).
Greek Monotonic
ἀνάληψις: ἡ (ἀναλαμβάνω),
I. 1. ανάληψη ανατροφής παιδιού, αναγνώρισή του, σε Λουκ.
2. Παθ., ανάληψη προς τα πάνω, η Ανάληψη του Χριστού, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. ανάκτηση, μέσο, τρόπος ανάκτησης, σε Πλούτ.
2. διάπραξη καλού, επανόρθωση σφάλματος, σε Θουκ.· ανανέωση, σε Λουκ.
Greek Monolingual
η (Α ἀνάληψις)
1. το να πάρει κανείς πάλι κάτι που είχε δώσει, επανάκτηση, ανάκτηση
στα νεοελλ. λέγεται κυρίως όταν αποσύρει κανείς τα χρήματα που είχε καταθέσει στην Τράπεζα κ.α.
2. το να αποδεχθείς μια θέση ή αξίωμα και να αρχίσεις να ασκείς τα καθήκοντά σου
3. (στην Ιατρ.) επανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων μετά από ασθένεια, ανάρρωση
4. (Εκκλ.) α) η άνοδος του Χριστού στους ουρανούς
β) η χριστιανική κινητή εορτή ή και ο ναός που είναι αφιερωμένος στην ανάληψη του Χριστού
νεοελλ.
1. αποδοχή εκτελέσεως έργου ή υποχρεώσεως
2. φρ. «έγινε της αναλήψεως», για κάτι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και πιθανότατα το έκλεψαν
αρχ.
1. λήψη προς τα επάνω, ανάρτηση μέλους του σώματος με επίδεσμο ή ιμάντα, κρέμασμα
2. παραδοχή, αναγνώριση παιδιού στην οικογένειά του
3. απόκτηση γνώσης
4. ανάκτηση της μνήμης
5. επανόρθωση σφάλματος
6. ξεκούραση μετά από κοπιαστική εργασία
7. επισκευή, αποκατάσταση
8. το εκ νέου χτίσιμο πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλαμβάνω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀναλήψιμος].
Middle Liddell
ἀναλαμβάνω
I. a taking up of a child, to acknowledge it, Luc.
2. pass. a being taken up, the Ascension, NTest.
II. a taking back, a means of regaining, Plut.
2. a making good, making amends for a fault, Thuc.: a refreshing, Luc.
English (Woodhouse)
recovery, revival, making good, recovering, restoration to health
Mantoulidis Etymological
(=ἀνάκτηση). Ἀπό τό ἀναλαμβάνω (ἀνά + λαμβάνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λαμβάνω.
Lexicon Thucydideum
reparatio, recovery, renewal, 5.65.2.
Translations
ascension
Asturian: ascensión; Bashkir: күтәрелеү, ҡалҡыу; Bulgarian: издигане, изкачване, възход; Catalan: ascensió; Chinese Mandarin: 上升,提升; Czech: stoupání, vzestup; Dutch: hemelvaart; Finnish: nouseminen, nousu; French: ascension; Galician: ascensión; Georgian: ამაღლება, ასვლა, აღმასვლა; German: Aufstieg, Aufsteigen; Greek: ανάβαση; Hungarian: felszállás, felemelkedés; Italian: ascensione; Maori: kakenga; Persian: برایش, طلوع; Portuguese: ascensão; Russian: подъём; Spanish: ascensión; Welsh: esgyniad