ἀνομία
English (LSJ)
Ion. ἀνομίη, ἡ,
A lawlessness, lawless conduct, opp. δικαιοσύνη, Hdt.1.96,97; ἀνομία νόμων κρατεῖ E.IA1095 (lyr.); ἀνομίαν ἀμύνειν Antipho 4.1.7; ἀνομίαν ὀφλισκάνειν E. Ion443; ἀντὶ αὐτονομίας.. εἰς ἀνομίας ἐμπίπτειν Isoc.6.64, cf. Plu.2.755b; ζῆν ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ Pl.R. 575a.
2 the negation of law, opp. νόμος, D.24.152.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀνομίη Hdt.1.96
I 1impiedad ἀνομίᾳ θρασύς intrépido en su impiedad E.IT 215
•pecado LXX Ge.19.15, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνομίας del Anticristo, 2Ep.Thess.2.3.
2 injusticia, iniquidad Hdt.l.c., X.Mem.1.2.24, Eu.Matt.7.23, Ep.Rom.6.19
•ilegalidad Isoc.6.64, LXX Ps.5.6, ἀφορή τῳ δὲ ἀνομίᾳ ἐξενεχθέντες UPZ 170A.29, cf. B.27 (II a.C.), PFlor.382.49 (III d.C.), POxy.1121.20 (III d.C.).
II desorden, anarquía, falta de leyes τὴν ἀνομίαν τε τοῖς νόμοις κατέσβεσεν Critias Fr.Trag.19.40, ἦρξε ... ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα la enfermedad (la peste) fue origen de un creciente desorden moral Th.2.53, ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ ζῶν Pl.R.575a, βία δὲ ... καὶ ἀνομία τί ἐστιν ...; X.Mem.1.2.44, εἰς ἀνομίαν τὰ πράγματα δι' αὐτονομίας βαδίζει Plu.2.755b, ἀνομίᾳ διαιτᾶσθαι Iambl.Protr.20 (p.100)
•personif. Ἀνομία δὲ νόμων κρατεῖ E.IA 1095.
German (Pape)
[Seite 240] ἡ (ἄνομος), Gesetzlosigkeit, Zügellosigkeit, Gegensatz von δικαιοσύνη, Her. 1, 96. 97 Thuc. 2, 53 Xen. Mem. 1, 2, 24; neben ἀδικία Plat. de leg. 314 d; ἀναρχία Rep. IX, 575 a; den einzelnen Gesetzen entggstzt Dem. 24, 152; ἀνομίαν ὀφλισκάνειν Eur. Ion 443.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
illégalité ; iniquité, injustice ; impiété;
NT: condition de celui qui est sans la Loi.
Étymologie: ἄνομος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομία: ἡ
1 беззаконие Her., Eur., Isocr., Plat.;
2 отсутствие законов Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομία: Ἰων. -ίη, ἡ, παρανομία, παράνομος διαγωγή, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ δικαιοσύνη, Ἡρόδ. 1. 96, 97˙ ἀν. νόμων κρατεῖ Εὐρ. Ι. Α. 1095˙ ἀν. ἀμύνειν Ἀντιφῶν 125. 44˙ ἀν. ὀφλισκάνειν Εὐρ. Ἴων 443˙ ἀντὶ αὐτονομίας ... εἰς ἀνομίας ἐμπίπτειν Ἰσοκρ. 129C, πρβλ. Πλούτ. 2755Β˙ ζῆν ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀν. Πλάτ. Πολ. 575Α.
English (Strong)
from ἄνομος; illegality, i.e. violation of law or (genitive case) wickedness: iniquity, X transgress(-ion of) the law, unrighteousness.
English (Thayer)
ἀνομίας, ἡ (ἄνομος);
1. properly, the condition of one without law — either because ignorant of it, or because violating it.
2. contempt and violation of law, iniquity, wickedness: T Tr text WH text; cf. ἁμαρτία, 1, p. 30f), 7; ἡ δικαιοσύνη, Tdf.) (Xenophon, mem. 1,2, 24 ἀνομία μᾶλλον ἤ δικαιοσύνη χρώμενοι); and to ἡ δικαιοσύνη and ὁ ἁγιασμός, τῇ ἀνομία εἰς τήν ἀνομίαν to iniquity — personified — in order to work iniquity); ποιεῖν τήν ἀνομίαν to do iniquity, act wickedly, ἐργάζεσθαι τήν ἀνομίαν, αἱ ἀνομίαι manifestations of disregard for law, iniquities, evil deeds: R G L); Herodotus 1,96) Thucydides down; often in the Sept.) (Synonym: cf. Trench, § lxvi.; Tittm. 1:48; Ellicott on Titus 2:14.)
Greek Monolingual
η (AM ἀνομία) άνομος
1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα
2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία
3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία
νεοελλ.
1. αδικία
2. ατυχία, αναποδιά
3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην οποία οι κοινές αξίες και τα κοινά νοήματα δεν είναι πια κατανοητά ή αποδεκτά.
Greek Monotonic
ἀνομία: Ιων. -ίη, ἡ (ἄνομος), παρανομία, παράνομη δραστηριότητα, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἄνομος
lawlessness, Hdt., Eur., etc.
Chinese
原文音譯:¢nom⋯a 阿-挪米阿
詞類次數:名詞(15)
原文字根:不-律法(的) 相當於: (אָוֶן / אֹונִי) (חָטָא / חֶטְאָה) (מָעַל) (עָֹון) (תֹּועֵבָה)
字義溯源:不法,不義,罪惡,違法,過犯,惡;源自(ἄνομος)=不法的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νόμος)=律法,分出)組成,而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (ἁμαρτία)的比較。在幾個犯罪的字中,這字(不法)最嚴重。(ἀγνόημα))不過是過失,疏忽;(ἁμαρτία))是罪行,罪污;(παράβασις))是違犯,過犯;但(ἀνομία))乃是不法,無法無天;是破壞法律,目中無法,好像法律並不存在一樣。參讀 (ἀγνόημα)同義字
出現次數:總共(15);太(4);羅(3);林後(1);帖後(2);多(1);來(2);約壹(2)
譯字彙編:
1) 不法(8) 太23:28; 羅6:19; 羅6:19; 帖後2:3; 帖後2:7; 來1:9; 約壹3:4; 約壹3:4;
2) 過犯(2) 羅4:7; 來10:17;
3) 惡(2) 太7:23; 太13:41;
4) 罪惡(1) 多2:14;
5) 不法的事(1) 太24:12;
6) 不義(1) 林後6:14
Lexicon Thucydideum
legum violatio, violation of laws, 2.53.1.
Translations
impiety
Bulgarian: безбожие, неблагочестивост; French: impiété; German: Pietätlosigkeit; Greek: ανοσιότητα, ασέβεια; Ancient Greek: ἄγος, ἀθεμιστία, ἀθεότης, ἀλειτεία, ἀλειτία, ἀλιτεία, ἀλίτημα, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀναγνεία, ἀνευλάβεια, ἀνομία, ἀνοσιότης, ἀνοσιουργεία, ἀνοσιουργία, ἀσέβεια, ἀσέβημα, ἀφοβία, βεβηλότης, δυσσέβεια, δυσσεβία, δυσσεβίη, τὸ δυσεβές; Irish: aindiagacht; Lithuanian: bedieviškumas; Russian: нечестивость, непочтительность; Spanish: impiedad; Swedish: hänsynslös, ogudaktighet
lawlessness
Arabic: عَدَم وُجُود قَوَانِين; Azerbaijani: qanunsuzluq, hüquqsuzluq, özbaşınalıq; Belarusian: беззаконне, бяспраўе; Bulgarian: беззаконие; Chinese Mandarin: 無法無天/无法无天; Crimean Tatar: qanunsızlıq; Czech: nezákonnost, bezpráví; Danish: lovløshed, retsløshed; Dutch: wetteloosheid; Finnish: laittomuus; French: anarchie, illégalité; German: Gesetzlosigkeit, Zügellosigkeit; Greek: ανομία, αναρχία; Ancient Greek: ἀθεμιστία, ἀθεσμία, ἀναρχία, ἀνομία, ἀνομίη, δυσνομία, δυσνομίη; Irish: aindlí; Italian: illegalità, Far West; Japanese: 無法; Korean: 무법; Latvian: nelikumība; Macedonian: беззаконитост; Maori: turekoretanga; Norwegian Bokmål: lovløshet, akt, fredløshet; Nynorsk: lovløyse; Persian: بیقانونی; Polish: bezprawie, swawola; Portuguese: anarquia; Romanian: anarhie, ilegalitate; Russian: беззаконие, бесправие, беспредел; Serbo-Croatian Roman: бѐспра̄вље, безакоње; Roman: bèsprāvlje, bezákonje; Slovak: nezákonnosť, bezprávie; Slovene: brezzakonje; Spanish: iniquidad; Swedish: laglöshet; Ukrainian: беззаконня, безправ'я