ἑνάς

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνάς Medium diacritics: ἑνάς Low diacritics: ενάς Capitals: ΕΝΑΣ
Transliteration A: henás Transliteration B: henas Transliteration C: enas Beta Code: e(na/s

English (LSJ)

ἑνάδος, ἡ, (ἕνς) = μονάς, unit, Pl.Phlb. 15a: pl., of an order of existences, Dam.Pr.40,99, al.; οἱ νόες πλείους τῶν θείων ἑ. Procl.Inst. 62, cf. 6.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
fil.
1 unidad original, abstr. περὶ τούτων τῶν ἑνάδων ref. las Ideas, Pl.Phlb.15a, εἴτ' οὖν λόγον εἶθ' ἑνάδα ... καλεῖν dar el nombre de Logos o de Unidad absoluta Aristid.Quint.4.8, como componente de lo múltiple y de una unidad original δεῖ δὴ εἶναι τὸ πρώτως ἡνωμένον ἐξ ἑνάδων Procl.Inst.6, rel. c. la teoría del número τὰ εἶδη ἔλεγον καὶ ἑνάδας καὶ ἀριθμούς Plot.6.6.9, πλῆθος ... ἑνάδων Plot.6.6.5, propio de la divinidad διὰ τῆς αὑτοῦ ἑνάδος καὶ μονώσεως Porph.in Prm.4.10, generada a partir de la causa primera y equiv. a θεοί: ἐκεῖναι (ἑνάδες) οὐ μόνον θεοὶ ἀλλὰ καὶ συνοχαί τινες θεῶν Syrian.in Metaph.183.24, πᾶς θεὸς ἑ. ἐστιν αὐτοτελής, καὶ πᾶσα αὐτοτελὴς ἑ. θεός Procl.Inst.114, cf. 62, en lit. crist. de Dios, Origenes Princ.1.1 (p.21.13), Dion.Ar.DN 1.1, en las diatribas trinitarias, Origenes Dial.4, Eus.DE 4.6 (p.158), Cyr.Al.Dial.Trin.6.607e, de los ángeles ἀγγελικῶν ἑνάδων ζωαί Dion.Ar.DN 8.5
unidad original a partir de la cual se produce la caída de las criaturas, Origenes Princ.2.1.1 (p.107.5).
2 Hénada n. de un eón valentiniano, Val.Gn. en Epiph.Const.Haer.31.6 (p.393.13).

German (Pape)

[Seite 830] άδος, ἡ, die Eins, Einheit, Plat. Phil. 15 a; Plotin.

Russian (Dvoretsky)

ἑνάς: άδος ἡ генада, единица Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνάς: -άδος, ἡ, (ἓν) = μονάς, Πλάτ. Φίληβ. 15Α. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 46 κἑξ.

Greek Monolingual

(I)
ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α)
την τρίτη ημέρα, μεθαύριο.
(II)
μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα)
1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια της μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.)
2. συχνά με έμφασηπιστεύω εἰς ἕνα Θεόν»)
3. (με το οἷος, μόνος) ένας μόνο («α. μίαν, οἴην παῑδα λίπόντα Ἀρήτην», Οδ.
β. «μιᾷ ροπῆ καὶ μόνῃ», Τζέτζ.)
4. για δήλωση εμφάσεως (με ή χωρίς υπερθετικό) μοναδικός (α. «εἷς οἰωνός ἄριστος», Όμ.
β. «Ἑτεοκλέης ἄν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν ὑμνοῖτο», Αισχύλ.)
5. ο ίδιος, αυτός («μια μάννα μάς γέννησε»)
6. σε αντίθεση προς τα αόρ. αντων. επίθ. έτερος, άλλος (α. «ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ και ἓξ πτέρυγες τῷ ένί», ΠΔ
β. («ο ένας με μήλο μέ βαρεί κι ο άλλος με δαχτυλίδι»)
7. (με αόρ. αντων. εἷς τις, ένας κάποιος) κάποιος («παρουσίασε έναν κάποιον μάρτυρα»)
8. (με γεν. διαιρετική ή ανάλογη έκφραση) δηλώνει διαστολή και αοριστολογίαένας από το πλήθος»)
9. ως αόρ. άρθρο (α. «καὶ ἔρριψε τὸ παιδίον ὑποκάτω μιᾱς ἐλάτης», ΠΔ
β. μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς»)
10. (φιλοσ.) τὸ ἕν
η μονάδα («ἕν το πᾶν»)
νεοελλ.
1. χρησιμοποιείται για έξαρση της μηδαμινότητας του ατόμου σε σχέση με τα αποτελέσματα τών ενεργειών του («ένας τιποτένιος να κατορθώσει τέτοιο πράγμα»)
2. φρ. α) «ένα προς ένα» — με όλες τις λεπτομέρειες
β) «με μιας» — ξαφνικά
γ) «ένας κι ένας» — ξεχωριστός (με καλή ή κακή σημασία)
δ) «διά μιας» — αμέσως, ξαφνικά
ε) «μια και» — αφού
στ) «μια για πάντα» — οριστικά
ζ) «ο ένας κι ο άλλος» — για ανεύθυνους ανθρώπους
μσν.- νεοελλ.
(με οριστ. άρθρο και γεν. διαιρ.) ο ένας από τους δύο («τον ἕνα τῶν ὀφθαλμῶν ἀποκοπείς», Κων. Πορφυρ.)
αρχ.-μσν.
φρ.
1. «ἓν ἀνθ' ἑνός» — το ένα συγκρινόμενο με το άλλο (για πράγματα εντελώς όμοια, που μπορεί να αντικαταστήσει το ένα το άλλο)
2. «μετρήσω μίαν δοχικῷ ἀντὶ μιᾱς Ἀθηναίου» — μια φορά με το δοχικό μέτρο και μια με το Αθηναίου εναλλάξ
3. «ἀπὸ μιᾱς» — από συμφώνου
αρχ.
1. σε αντίθεση προς το πολύς («μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασα», Αισχύλ.)
2. (ενάρθρ.) για αντίθεση και έντονη διαστολή («τοῦ ἑνὸς οἱ δύο ἀγαθοὶ βελτίους», Αριστοτ.)
3. αντί του τακτικού πρώτος («καὶ αὕτη μὲν ἡ πρώτη ἡμέρα, Μωυςῆς δὲ αὐτὴν μίαν εἶπεν», Ιώσ.)
4. ενιαίος, κοινός («ποιεῖν ἓν τὴν πόλιν» — να γίνουν οι πολίτες ίσοι, Αριστοτ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἓν και τὰ ἕνα
μαθ. η μονάδα, οι μονάδες
6. φρ. α) «οὐδὲ εἷς» — κανένας
β) «εἷς ἕκαστος» — καθένας χωριστά
γ) «καθ' ἓν ἕκαστον» — ένα προς ένα
δ) «ἕν ἀνθ' ἑνός» — προπαντός
ε) «παρ' ἕνα» — ο ένας κοντά στον άλλο
στ) «εἰς ἕν» — στο ίδιο σημείο
ζ) «εἰς ἓν ἔρχομαι» — ομονοώ
η) «ἀπὸ μιᾱς» — αναντίρρητα, μια και καλή
θ) «παρά μίαν» — ολόκληρη
ι) «εἷς ὁ πρῶτος» — πρώτος και καλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ένας προήλθε κατά μεταπλασμό από το ένα, αιτιατική του αρχ. αριθμητικού εις (πρβλ. χειμών > χειμώνας κ.λπ.). Ο τ. είς < hens < hems < ΙE sem-s, ενώ το θηλ. μία < sm-iį∂, μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας. Στην ίδια ρίζα sem- «ένα, σ' ένα μαζί, μαζί με» ανάγονται και τα λατ. semel «άπαξ», semper «πάντα», τοχ. A' sas, τοχ. Β' se(me), αρμ. mi, ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα sm εμφανίζεται στα άμα, άπαξ, αρχ. ινδ. sa-krt και η ετεροιωμένη στο ομός «ο ίδιος, ο κοινός, ο όμοιος»].
ἑνας, η (Α)
1. η αφηρημένη έννοια του ενός, η μονάδα («δταν δέ τις έπιχειρή τίθεσθαι... και το καλόν ἕν καὶ το αγαθόν ἕν, περί τούτων τῶν ένάδων καὶ τῶν τοιούτων», Πλάτ.)
2. στον πληθ. ἑνάδες
τάξη υπάρξεων, Πρόκλ.).