δάπτω

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπτω Medium diacritics: δάπτω Low diacritics: δάπτω Capitals: ΔΑΠΤΩ
Transliteration A: dáptō Transliteration B: daptō Transliteration C: dapto Beta Code: da/ptw

English (LSJ)

fut. δάψω Il.13.831: aor. ἔδαψα, poet. δάψα Pi.N.8.23, Opp. H.3.333:—devour, as wild beasts, Il.16.159, etc.; ἀλλήλους δάπτοντες Emp.136; of fire, δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν Il.23.183; of a spear, rend, χρόα λειριόεντα δάψει 13.831, cf. A.Pr.370; of moths and worms, [χρυσὸν] οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δ. Pi.Fr.222; δάπτω τὰν παρειάν = tear with the nails, A.Supp.70 (lyr.); corrode, ὑγρὸν δάπτον Aret.SD1.9: metaph., consume, δ. πόλιν, of a tyrant, Alc.Supp.23.7; of envy, Pi.N. 8.23; δάπτει τὸ μὴ 'νδικον S.OT682 (lyr.); οἰκτρὰ συμφορὰ δ. φρένας Trag.Adesp.Oxy.213(a).10:—Pass., συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ A.Pr.437.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. pres. inf. δαπτέμεν Il.23.183]
1 devorar de anim. οἱ δὲ λύκοι ... ἔλαφον Il.16.159, cf. 11.481, Ἕκτορα δ' οὔ τι δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν, ἀλλὰ κύνεσσιν Il.l.c., cf. Q.S.10.404, αἰγὸς πόσις ... οἴνης ... ἔδαψε κλάδους AP 9.99 (Leon.), de pers. ἀλλήλους δάπτοντες Emp.B 136, γαῖαν ... ὀδὰξ δάψουσι Lyc.1006, del fuego ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ... Σικελίας λευροὺς γύας A.Pr.368, cf. en v. pas. B.16.14.
2 desgarrar, arañar de la lanza χρόα λειριόεντα Il.13.831, de las uñas παρειάν A.Supp.70, de un pez ὁρμιήν Opp.H.3.333
fig. desgarrar, corroer συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ A.Pr.437, οἰκτρὰ συμφορὰ δ. φρένας Trag.Adesp.700.10, de la envidia Τελαμῶνος δάψεν υἱόν Pi.N.8.23, κακὸν ἐκεῖνο δάψει πημάτων ὑπέρτατον Lyc.259
de un tirano destrozar, maltratar πόλιν Alc.70.7, 129.23
molestar τὸ μὴ ῎νδικον S.OT 682.
3 roer, corroer (χρυσόν) οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Pi.Fr.222, δριμὺ δάπτον Aret.SD 1.9.3.
• Etimología: De *dapi̯ō, formado sobre una r. en grado ø *d°H2p-, que encontramos en lat. daps, damnum, toc. tāp- ‘comer’, cf. δαίομαι y, c. otros grados y alarg., δατέομαι < *d°H2t-, δῆμος < *deH2m-, δαίνυμαι < *d°H2°n-.

German (Pape)

[Seite 523] (vgl. δαρδάπτω, daps, δαπάνη), zerreißen; bei Homer selten; von wilden Tieren, zerfleischen, von einem Löwen αὐτὰρ ὁ δάπτει Iliad. 11, 481; von Wölfen, οἵ τ' ἔλαφον κεραὸν μέγαν οὔρεσι δῃώσαντες δάπτουσιν Iliad. 16. 159; vom Feuer wie von Hunden Iliad. 23. 183, Ἕκτορα δ' οὔ τι δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν, ἀλλὰ κύνεσσιν; von einer Lanze Iliad. 13. 831, δόρυ, ὅ τοι χρόα λειριόεντα δάψει; vgl. διαδάπτω Iliad. 5, 858. 21, 398. – Folgende: πυρὶ δάψατε παντοφάγῳ δέμας Anthol. VIII, 213; zu Grunde richten, tödten, Pind. N. 8, 23; ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες Σικελίας λευρὰς γύας νοίᾳ δάπτομαι κέαρ 435; δάπτει δὲ τὸ μὴ 'νδικον Soph. O. R. 681. Aehnl. sp. D.

French (Bailly abrégé)

f. δάψω, ao. ἔδαψα, pf. inus.
1 dévorer;
2 p. anal. déchirer ; fig. dévorer, ronger, consumer.
Étymologie: R. Δαπ, déchirer ; cf. lat. dapes et δαρδάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάπτω, ep. inf. δαπτέμεν; poët. aor. 3 sing. δάψεν, verslinden, verscheuren:; οἱ δὲ λύκοι... ἔλαφον... δάπτουσιν de wolven verscheuren een hinde Il. 16.159; ὅ τοι χρόα... δάψει (een lans) die jouw huid zal openscheuren Il. 13.831; ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες... γύας vuurstromen die landerijen vernietigen Aeschl. PV 368; overdr.: συννοίᾳ δὲ δάπτομαι κέαρ mijn hart wordt door pijnlijke gedachten gekweld Aeschl. PV 437; δάπτει δὲ καὶ τὸ μὴ ᾽νδίκον ook iets dat niet terecht is kan steken Soph. OT 682.

Russian (Dvoretsky)

δάπτω:
1 разрывать, раздирать, растерзывать (λύκοι ἔλαφον δάπτουσιν, δόρυ χρόα δάψει Hom.; τὰν ἁπαλὰν παρειάν Aesch.);
2 уничтожать, истреблять (πυρί τινα Hom. и δέμας τινός Anth.; ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες τῆς Σικελίας γόας Aesch.);
3 терзать, мучить, тревожить (δάπτει τὸ μὴ ἔνδικον Soph.; συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ Aesch.).

English (Autenrieth)

fut. δάψω, aor. ἔδαψα: tear, rend, devour; strictly of wild animals; fig. of the spear, and of fire, Il. 23.183. (Il.)

English (Slater)

δάπτω
1 bite met., devour κεῖνος (= φθόνος) καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν φασγάνῳ ἀμφικυλίσαις (N. 8.23) κεῖνον (= χρυσὸν) οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v.l. δάμναται) fr. 222. 2.

Greek Monolingual

δάπτω (Α)
1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ' ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» — λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι)
2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» — να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη)
3. (για σκώρους και σκουλήκια) καταστρέφω, κομματιάζω
4. (για δόρυ) κομματιάζω, ξεσκίζω (δόρυ... ὅ τοι χρόα λειριόεντα δάψει» — που θα σού ξεσκίσει την απαλή σάρκα)
5. φθείρω, βασανίζωτύραννος... δάπτει πόλιν», «οἰκτρὰ συμφορὰ δάπτει φρένας»)
6. φρ. «δάπτω παρειάν» — θρηνώντας ξεσκίζω τα μάγουλα με τα νύχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. δαπ- (< ΙΕ dāp-) απαντά στα λατ. daps «ευωχία, συμπόσιο» damnum «δαπάνη» και στον τοχαρ. αόρ. tāp- «τρώω». Το αρχ. ινδ. dāpayati «διανέμω, χωρίζω» παρουσιάζει τόσο μορφολογική όσο και σημασιολογική απόκλιση. Η υποτεθείσα σχέση με το δατέομαι προσκρούει στην ύπαρξη του χειλικού -π- στο δάπτω. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη ρίζα του δάπτω προέρχονται τα δαπάνη, δαψιλής, δαψιλός].

Greek Monotonic

δάπτω: (√ΔΑΠ), Επικ. απαρ. δαπτέμεν, μέλ. δάψω· καταβροχθίζω, καταξεσχίζω, κατακόβω, κατασπαράζω, όπως τα άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη φωτιά, στο ίδ· λέγεται για το δόρυ, διατρυπώ, ξεσχίζω, στο ίδ.· μεταφ., δάπτει τὸ μὴ 'νδικον, η αδικία «κατατρώει», βασανίζει την καρδιά, σε Σοφ.· δάπτομαι κέαρ, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δάπτω: μέλλ. δάψω· (ἐκ τῆς √ΔΑΠ παράγονται ὡσαύτως τὰ δαρδάπτω, δαπάνη, δαψιλής, δεῖπνον, καὶ ἴσως τὸ δέπας· πρβλ. Σανσκρ. Dâpayâmi, ἐνεργητικὸν τοῦ dâ (dividere)· Λατ. Dapes, dapῑnare). Καταβροχθίζω, ὡς τὰ ἄγρια θηρία, Ἰλ. Π. 159, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πυρός, δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν Ψ. 183· ἐπὶ δόρατος, σχίζω, διασχίζω, χρόα λειριόεντα δάψει (πρβλ. διαδάπτω), Ν. 831· ἐπὶ σητῶν καὶ σκωλήκων, ῥοκανίζω, κατατρώγω, Πίνδ. Ἀποσπ. 243· δ. τὰν παρειάν, σχίζω διὰ τῶν ὀνύχων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 70·― μεταφ., ἐπὶ φθόνου, κατατρώγωβασανίζω ἐσωτερικῶς, Πίνδ. Ν. 8. 40· δάπτει τὸ μή’νδικον Σοφ. Ο. Τ. 682· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ παθ., συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 437· περὶ τοῦ ἐν στίχ. 899, ἴδε ἀμαλάπτω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: devour, consume (Il.).
Other forms: Aor. δάψαι
Compounds: ἀπο-, δια-, κατα-, with καταδαπάνη and καταδαπανάω (Hdt., X.).
Derivatives: δαπάνη cost, expenditure (Hes. Op. 723; cf. σκάπτω: σκαπάνη) with deriv. δαπάνυλλα (Corc.; s. Leumann Glotta 32, 219 A. 3); δαπανηρός lavish (Pl.) with δαπανηρία Arist.); denomin. δαπανάω spend, consume (Hdt.) with δαπάνημα (X.), δαπάνησις (Aristeas) and δαπανητικός consuming (S.); δαπανητής EM; postverbal δάπανος = δαπανηρός (Th.); isolated δαπανούμενα (Andania Ia) as if from δαπανόω or -έω. - δάπτης eater (Lyc.), unless δάπ-της; from aoriststem δαψ- with λ-Suffix δαψ-ιλής abundant (Ion., Arist.; δαψιλός Emp., prob. older, Solmsen IF 31, 461ff.) with δαψίλεια (Arist.) and δαψιλεύομαι (LXX). - On δαρδάπτω s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: If one assumes for δάπ-τω a root δαπ-, this is found in Lat. daps (sacrifice)meal, also in Toch. pret. tāp- eat (Fraenkel IF 50, 7); the ν-suffix in δαπάνη has been compared with Lat. damnum expenditure, loss and ONo. tafn sacrificial animal, meal, which could be IE *dap-no-m, as also Arm. tawn feast (< *dap-ni-). One might include Skt. dāpayati divide. - In spite of the relatives, δαπ(τ)-/δαψ- rather seems Pre-Greek. - Lat. dapinō is LW [loanword] from δαπανάω.

Middle Liddell

[Root !δαπ]
to devour, as wild beasts, Il.; of fire, Il.; of a spear, to rend, Il.: metaph., δάπτει τὸ μὴ 'νδικον injustice gnaws the heart, Soph.; δάπτομαι κέαρ Aesch.

Frisk Etymology German

δάπτω: {dáptō}
Forms: Aor. δάψαι
Grammar: v.
Meaning: zerreißen, zerfleischen, verzehren (poet. seit Il.).
Composita: Kompp. ἀπο-, δια-, κατα-, davon καταδαπάνη und καταδαπανάω (Hdt., X.).
Derivative: Vom Verbalstamm: δαπάνη Aufwand, Kosten (ion. att. seit Hes. Op. 723; vgl. σκάπτω: σκαπάνη) mit mehreren Ableitungen: δαπάνυλλα (Kerk.; künstliches Deminutivum, vgl. Leumann Glotta 32, 219 A. 3); δαπανηρός verschwenderisch (Pl., X. usw.) mit δαπανηρία Arist.); denominativ δαπανάω aufwenden, verzehren (Hdt., att.) mit δαπάνημα (X., Arist. usw.), δαπάνησις (Aristeas) und δαπανητικός verzehrend (S. E. u. a.); δαπανητής nur EM; postverbal δάπανος = δαπανηρός (Th. 5, 103; Plu.); vereinzelt δαπανούμενα (Andania Ia) wie von δαπανόω oder -έω. — Vom Präsensstamm das vereinzelt belegte δάπτης Zerreißer (Lyk.), falls nicht vielmehr δάπτης; vom Aoriststamm δαψ- mit λ-Suffix δαψιλής üppig, reichlich, freigebig (ion., Arist., hell.; δαψιλός Emp., wohl älter, Solmsen IF 31, 461ff.) mit δαψίλεια (Arist., Plb. usw.) und δαψιλεύομαι (LXX, Ph. u. a.); zur Bildung vgl. die Lit. bei WP. 1, 764; zur Bedeutung A. Wilhelm Glotta 25, 269ff. — Zu δαρδάπτω s. bes.
Etymology: Das als Grundlage von δάπτω anzusetzende δαπ- ist als Wurzelnomen in lat. daps ‘(Opfer)mahl' tatsächlich vorhanden, ebenso im tochar. Prateritum tāp- essen (Fraenkel IF 50, 7); das ν-Suffix in δαπάνη hat ein nahes Gegenstück in lat. damnum Aufwand, Verlust und awno. tafn Opfertier, Opfermahl, beide aus idg. *dap-no-m, ebenso wie in arm. tawn Fest (aus *dap-ni-). Auch aind. dāpayati teilen könnte urverwandt sein, ist aber formal nicht eindeutig, von der abweichenden Bedeutung zu schweigen; zu den übrigen, sehr fraglichen Kombinationen s. WP. 1, 765f. — Bei Abtrennung von -π- kann natürlich weitere Anknüpfung an δατέομαι (s. d.) erwogen werden. — Lat. dapinō ist LW aus δαπανάω.
Page 1,348

Mantoulidis Etymological

(=καταβροχθίζω, κατατρώω). Ἀπό ρίζα δαπ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: δαπάνη, δαρδάπτω, δαμιλής (=ἄφθονος), δεῖπνον, δάπτης, δάπτειρα.