χάραγμα
English (LSJ)
[χᾰ], ατος, τό, (χαράσσω)
A any mark engraved, imprinted, or branded, χάραγμα ἐχίδνης = the serpent's mark, i.e. its bite, sting, S.Ph. 267; ἐν ἰσχίοις μὲν ἵπποι πυρὸς χάραγμ' ἔχουσιν Anacreont.26 B 2; ἔχειν τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου = have the mark of the beast Apoc.16.2, cf. 13.16; χάραγμα χειρός, i.e. writing, AP9.401 (Pall.); χαράγματα παμβασιλῆος, of an imperial missive, Epic. in BKT5(1).115: abs., inscription, AP7.220 (Agath.), cf. PLond.5.1688.8 (iv A. D.); stamped document, Sammelb.5275.11 (i A. D.); brand on a camel, PGrenf.2.50 (a).5 (ii A. D.); χάραγμα τέχνης = carved work, Act.Ap.17.29; τὸ χάραγμα τοῦ νομίσματος the impress on the coin, Plu.Lys.16, cf. Ages.15, Jul.Mis.355d (pl.), etc.; hence,
2 stamped money, coin, AP5.29 (Antip.Thess.), POxy.144.6 (vi A. D.).
3 metaph., mark, stamp, character, τὸ τῆς μονάδος σημαντικὸν χάραγμα Theol.Ar.6.
4 endorsement, Arch.Pap.1.85.
German (Pape)
[Seite 1335] τό, das Eingegrabene, Eingeprägte, dah. der eingegrabene Zug, Schriftzug, – das Gepräge des Geldes, geprägtes Geld, Antp. Th. 2 (V, 30); – πυρός, das Kennzeichen, welches den Pferden eingebrannt wird, u. übertr., χάραγμα ψυχῆς ἔσω, Anacr. 26, 2 u. 8, u. a. sp. D. – Übh. Schnitt, Biß, Stich, ἐχίδνης Soph. Phil. 261.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. trace que laisse une déchirure ; particul. :
1 cicatrice d'une morsure ; morsure;
2 empreinte de monnaie;
II. fig. signe, marque;
NT: image, sculpture.
Étymologie: χαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
χάραγμα: ατος τό
1 знак, след, отпечаток: πυρὸς χ. Anacr. выжженный знак, клеймо, тавро; ἐχίδνης χ. Soph. укус змеи;
2 изображение, чекан (τοῦ νομίσματος Plut.);
3 начертание, письмо: τὰ χαράγματα χειρός Anth. рукопись, письмена; ὡς χ. λέγει Anth. как гласит надпись;
4 монета, деньги Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χάραγμα: τό, σημεῖον τι χαραχθὲν ἢ τυπωθέν, χ. ἐχίδνης, τὸ χάραγμα ὅπερ ἔμεινεν ἐκ τοῦ δήγματος τῆς ἐχίδνης, τὸ δῆγμα αὐτῆς, Σοφ. Φιλ. 267· ἐν ἰσχίοις μὲν ἵπποι πυρὸς χάραγμ’ ἔχουσιν (πρβλ. κοππατίας, σαμφόρας), Ἀνακρέοντ. 28. 2· οὕτως, ἔχειν τὸ χ. τοῦ θηρίου Ἀποκάλ. ιϚ΄, 2, πρβλ. ιγ΄, 16· - χ. χειρός, δηλ. γραφή, γράψιμον, Ἀνθ. Παλ. 9. 401· καὶ ἀπολ., ἐπιγραφή, αὐτόθι 7. 220· τὸ κεχαραγμένον διὰ τέχνης, χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ χαράγματα τέχνης Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 29· τὸ χ. τοῦ νομίσματος, ὁ τύπος ὁ ἐπ’ αὐτοῦ, Πλουτ. Λύσ. 16, πρβλ. Ἀγησ. 15, κλπ. 2) μέταλλον κεχαραγμένον, νόμισμα, Ἀνθ. Π. 3. 11, 3.
English (Strong)
from the same as χάραξ; a scratch or etching, i.e. stamp (as a badge of servitude), or scupltured figure (statue): graven, mark.
English (Thayer)
χαράγματος, τό (χαράσσω to engrave);
a. a stamp, an imprinted mark: of the mark stamped on the forehead or the right hand as the badge of the followers of Antichrist, πυρός, the mark branded upon horses, Anacreon (530 B.C.>) 26 (55), 2).
b. thing carved, sculpture, graven work: of idolatrous images, Sophocles down.)
Greek Monolingual
-άγματος, το, ΝΜΑ, και χάραμα Ν χαράσσω
η ενέργεια του χαράζω, χάραξη γραμμών, γραμμάτων ή σχεδίων πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο
νεοελλ.
1. ρωγμή, ραγισματιά
2. (μόνον στον τ. χάραμα) ξημέρωμα, λυκαυγές
μσν.
γράμμα του αλφαβήτου
μσν.-αρχ.
νόμισμα με χαραγμένες παραστάσεις
αρχ.
1. αμυχή ή δαγκωματιά που κάνουν τα ζώα με τα νύχια ή με τα δόντια τους
2. σημάδι που γινόταν με έγκαυση ή εγχάραξη πάνω στο δέρμα ζώων ή ανθρώπων, κυρίως τών δούλων
3. (με ή χωρίς τη γεν. χειρός) γράψιμο
4. σφραγίδα συμβολαιογράφου
5. (κατ' επέκτ.) το έγγραφο που έχει αυτήν τη σφραγίδα
6. (με τη γεν. νομίσματος) η παράσταση που γίνεται με χάραξη πάνω στην επιφάνεια νομίσματος («τοῦ περσικοῦ νομίσματος χάραγμα τοξότην ἔχοντος», Πλούτ.)
7. οπισθογράφηση χρεωγράφου
8. επιγραφή
9. επίσημη επιστολή («χαράγματα παμβασιλῆ», επιγρ.)
10. εκκλ. το σημείο του σταυρού
11. μτφ. χαρακτηριστικό στοιχείο («τὸ τῆς μονάδος σημαντικὸν χάραγμα», Θεολ. Αριθμ.).
Greek Monotonic
χάραγμα: -ατος, τό (χαράσσω), κάθε σημάδι χαραγμένο ή τυπωμένο, χάραγμα ἐχίδνης, σημάδι από φίδι, δηλ. το δάγκωμά του, σε Σοφ.· τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου, το σημάδι του θηρίου, σε Καινή Διαθήκη· χάραγμα τέχνης, εγχάρακτο έργο, σε Καινή Διαθήκη· τὸ χάραγμα τοῦ νομίσματος, αποτύπωση πάνω σε νόμισμα, σε Πλούτ.· απόλ., επιγραφή, σε Ανθ.
Middle Liddell
χάραγμα, ατος, τό, χαράσσω
any mark engraven or imprinted, χ. ἐχίδνης the serpent's mark, i. e. its bite, Soph.; τὸ χ. τοῦ θηρίου the mark of the beast, NTest.; χ. τέχνης carved work, NTest.; τὸ χ. τοῦ νομίσματος the impress on the coin, Plut.: absol. an inscription, Anth.
Chinese
原文音譯:c£ragma 哈拉格馬
詞類次數:名詞(9)
原文字根:雕刻(結果)
字義溯源:印記,雕刻,記號;源自(χάραξ)=垣),而 (χάραξ)出自(χάραξ)X*=磨利)。類似(125=銘記*,刻)。參讀 (εἶδος)同義字
出現次數:總共(9);徒(1);啓(8)
譯字彙編:
1) 印記(7) 啓13:17; 啓14:9; 啓14:11; 啓15:2; 啓16:2; 啓19:20; 啓20:4;
2) 一個印記(1) 啓13:16;
3) 所雕刻的(1) 徒17:29
English (Woodhouse)
impress, impression, mark, stamp, wound produced by sting
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χαράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.