κόλος
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
κόλον,
A docked, δόρυ Il.16.117; of oxen, stump-horned or hornless, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Hdt.4.29; ὦ κόλε, addressed to a hegoat, Theoc.8.51 (s.v.l.); of the κεράστης, Nic.Th.260.
2 a kind of goat without horns, prob. the animal described by Str.7.4.8, Hsch.
3 κόλος μάχη, name of Il.8, Sch.Il.8 init.; cf. κολοβομάχη.
German (Pape)
[Seite 1475] ον, verstümmelt, abgestumpft, mit abgebrochener Spitze; δόρυ Il. 16, 117; besonders mit abgestumpften Hörnern, od. ohne Hörner, γένος βοῶν Her. 4, 29, τράγος Theocr. 8, 49; Gegensatz κεράεσσιν πεποιθώς Nic. Ther. 260. – Das achte Buch der Ilias heißt κόλος μάχη. ὁ, Strab. 7, 4, 8, bei Ath. V, 200 e κῶλος geschr., ein Tier der Scythen, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος, λευκός, etwa Rennthier?
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tronqué, écourté;
2 aux cornes écourtées ou sans cornes.
Étymologie: DELG parallèles slaves pour ce mot techn.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλος -ον [~ κόλος] afgeknot:; κόλον δόρυ speer zonder punt Il. 16.117; zonder horens:. τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κόλον het ongehorende soort runderen Hdt. 4.29.
Russian (Dvoretsky)
κόλος:
1 надломленный, обрубленный (δόρυ Hom.);
2 тупорогий или безрогий (τὸ γένος τῶν βοῶν Her.; τράγος Theocr.);
3 прерванный, незаконченный: Κ. μάχη Прерванная битва (заглавие VIII песни «Илиады»).
English (Autenrieth)
docked, pointless, Il. 16.117†.
Greek Monolingual
κόλος, -ον (Α)
1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ' αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα
3. φρ. «κόλος μάχη» — ονομασία του Θ της Ιλιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kol- της ΙΕ ρίζας kel- «χτυπώ» και συνδέεται με τις λ. κολάπτω, κελεός, κλῶ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. kolu «πάσσαλος», ρωσ. kol και λιθουαν. kuolas «πασσαλίσκος». Η λ. κόλος είναι αρχαϊκός τεχνικός όρος και έχει αντικατασταθεί με τις σύνθετες λ. κολοβός και κόλουρος.
ΠΑΡ. κολάζω
αρχ.-μσν.
κολούω.
ΣΥΝΘ. κολοβός, κόλουρος
αρχ.
κολαινίς, κόλερος, κολόχειρ.
Greek Monotonic
κόλος: -ον, βραχύς, κοντός, Λατ. curtus, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για βόδια, αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που δεν έχει καθόλου κέρατα, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὦκόλε, απευθυνόμενο σε τράγο, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλος: -ον, βραχύς, «κοντός», Λατ. curtus, κόλον δόρυ Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ κολοβός, ἔχων βραχέα κέρατα ἢ ἄνευ κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 (ἔνθα ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· οὕτως, ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, κόλος εἶναι ζῷον τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν λευκόν, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος, ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, πῖνον διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον ὕδωρ ἐν τῇ κεφαλῇ, ἴσως εἶδος τράγου ἄνευ κεράτων, «κόλον... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. αἰπόλος. 2) κόλος μάχη, ἴδε ἐν λέξ. κολοβομάχη. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς ὡσαύτως καὶ τὸ κολάζω.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: of cows and goats hornless, with not fullgrown horns (Hdt., TheoC., Nic., H.), of a spear without point (Π 117), of battle broken off (sch. as name of Θ).
Compounds: As 1. member in κόλουρος with short tail (Plu.), as mathem. and astron. term stump (Hipparch. Astr., Hero, Nicom.); with κολουραῖος broken off, steep (πέτρα, Call.), κολούρα hill etc. (Hermione, Epid.), κολουρίᾳ τῃ̃ ἀποτομίᾳ, κολουρῖτις γῆ. Σικελοί H., κολούρωσις = κολόβωσις (Iamb.); Lat. LW [loanword] clūra ape (W.-Hofmann s. v., Leumann Sprache 1, 206 n. 8). -
Derivatives: After κόλ-ουρος prob.(?) κόλ-ερος with short-sheared wool-fleece (Arist.; oppos. εὔ-, ἔπ-ερος; s. εἶρος); further κολόχειρ χείραργος H. - Derived from κόλος or closely related two verbs: 1. κολάζω, κολάσαι, rarely with συν-, ἀντι-, προ-, wring in, chastise, punish, cut (IA); prob. denomin. κόλασις chastisment (IA.), -ασμα (Ar., X.), -ασμός (Plu.) id.; κολαστής punisher (trag., also Pl., Lys.; Fraenkel Nom. ag. 2, 36f.), also κολαστήρ id. (Arr.), with f. κολάστρια (Ezek.), κολάστειρα (AP); κολαστήριον, adj. -ος punishment, punishing (X., Ph.), κολαστικός punishing (Pl.). - 2. κολούω, κολοῦσαι, somet. with περι-, κατα-, ἀπο-, mutilate, limit (Il.); formation unclear; (cf. Schwyzer 683, Chantraine Gramm. hom. 1, 374; s. also on κωλύω). From it κόλουσις docking, cutting short (Arist.), κολούσματα κλάσματα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The archaic and dying κόλος, which was in a way replaced by the expressive form κολοβός, partly also by κόλ-ουρος, belongs as verbal noun to a Balto-Slavic, in Greek replaced by κολάπτω (s. v.) primary verb meaning beat, hew, cut off, break off, which left in Greek several continuants, s. κλάω, κελεός m. (uncertain, improbable). The remarkable barytonesis (Schwyzer 459) may be connected with the passive meaning; perhaps κόλος was like stump orig. a substantive. A formal parallel is OCS kolъ πάσσαλος, Russ. kol pole (prop. "splitoff, cut off piece of wood"?; cf. σκῶλος pointed pole to σκάλλω?); with lengthened grade Lith. kuõlas pole. - The further history of κόλος is uncertain because the word is not often attested; so we don't know, whether we must start from a general meaning like stump or from a word with a special meaning, like hornless (from *broken off v. t.); cf. the history of κόλουρος.- The parallels adduced are not very convincing; the verbs κολάπτω, κολούω, of unclear formation, point rather to a Pre-Greek complex.
Middle Liddell
κόλος, ον
docked, curtal, Lat. curtus, Il.;of oxen, stump-horned or hornless, Hdt.; so, ὦ κόλε, addressed to a he-goat, Theocr.
Frisk Etymology German
κόλος: {kólos}
Meaning: von Rindern und Ziegen hornlos, mit nicht ausgewachsenen Hörnern (Hdt., Theok., Nik., H.), vom Speer ohne Spitze (Π 117), vom Kampf abgebrochen (Sch. als Benennung des Θ).
Composita: Als Vorderglied in κόλουρος stutzschwänzig (Plu.), als mathem. und astron. Terminus stumpf (Hipparch. Astr., Hero, Nikom.); dazu κολουραῖος abgebrochen, steil (πέτρα, Kall.), κολούρα ‘Hügel o. ä.’ (Hermione, Epid.), κολουρίᾳ· τῇ ἀποτομία, κολουρῖτις· γῆ. Σικελοί H., κολούρωσις = κολόβωσις (Iamb.); lat. LW clūra ‘(Schwanz)affe’ (W.-Hofmann s. v., Leumann Sprache 1, 206 A. 8). — Nach κόλουρος wohl κόλερος mit kurzgeschorenem Wollvlies (Arist.; Gegensatz εὔ-, ἔπερος; s. εἶρος); außerdem κολόχειρ· χείραργος H.
Derivative: Von κόλος abgeleitet oder damit nahe verwandt sind zwei Verba: 1. κολάζω, κολάσαι, vereinzelt mit συν-, ἀντι-, προ-, einzwängen, züchtigen, bestrafen, beschneiden (ion. att.); wohl Denominativum. Davon κόλασις Züchtigung, Beschneidung (ion. att.), -ασμα (Ar., X. u. a.), -ασμός (Plu.) Züchtigung; κολαστής Zuchtmeister (Trag., auch Pl., Lys. u. a.; Fraenkel Nom. ag. 2, 36f.), auch κολαστήρ ib. (Arr.), mit f. κολάστρια (Ezek.), κολάστειρα (AP); κολαστήριον, Adj. -ος Züchtigungsmittel, züchtigend (X., Ph. u. a.), κολαστικός züchtigend (Pl. usw.). — 2. κολούω, κολοῦσαι, vereinzelt mit περι-, κατα-, ἀπο-, verstümmeln, beschneiden, beschränken, Einhalt tun (seit Il.); Bildung unklar; scheint zunächst einen u-Stamm vorauszusetzen (vgl. Schwyzer 683, Chantraine Gramm. hom. 1, 374; s. auch zu κωλύω). Davon κόλουσις das Beschneiden, das Beschränken (Arist. usw.), κολούσματα· κλάσματα H.
Etymology: Das altertümliche und absterbende κόλος, das von der expressiven Erweiterung κολοβός, gewissermaßen auch von κόλουρος ersetzt wurde, gehört als Verbalnomen zu einem im Baltisch-Slavischen erhaltenen, im Griechischen von κολάπτω (s. d.) ersetzten primären Verb der Bedeutung schlagen, hauen, abschlagen, abbrechen, das im Griechischen auch sonst eine Reihe verschiedener Ableger hinterlassen hat, s. κλάω, κελεός m. weiteren Hinweisen. Die auffallende Barytonese (Schwyzer 459) mag mit der passiven Bedeutung zusammenhängen; vielleicht war κόλος wie stumpf ursprünglich Substantiv. Ein formales Gegenstück bietet aksl. kolъ πάσσαλος, russ. kol Pfahl, Stange, Zaunpfahl (eig. "Abspaltung, Abhauung, abgespaltenes Stück Holz"?; vgl. σκῶλος Spitzpfahl zur Sippe von σκάλλω); daneben mit Dehnstufe lit. kuõlas Pfahl. — Wie die Bedeutungsentwicklung für κόλος abgelaufen ist, bleibt wegen der Spärlichkeit der literarischen Belege ungewiß; somit ist nicht zu entscheiden, ob wir von einer allgemeinen Bed. stumpf auszugehen haben mit allerhand sekundären Spezialisierungen oder ob umgekehrt ein Wort spezieller Bedeutung, z. B. hornlos (aus *abgebrochen o. ä.) auf andere Gegenstände gelegentlich übertragen wurde; vgl. den Vorgang bei κόλουρος.
Page 1,902-903
Mantoulidis Etymological
(=κοντός). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις κολοβός, κολάζω, ὅπου δές γιά παράγωγα.